Γεμάτη από πολύτιμους θησαυρούς η Εθνική Πινακοθήκη άνοιξε, μετά από χρόνια, τις πύλες της για να υποδεχθεί τους επισκέπτες στον ανακαινισμένο της χώρο, πάντα στην καρδιά της Αθήνας. Σε ένα νέο κτήριο με αίθουσες που αναδεικνύουν τα έργα και εξοπλισμένη με την αιχμή της τεχνολογίας μπορεί πια να συναγωνίζεται τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά μουσεία επιδεικνύοντας πίνακες που κάνουν τους Έλληνες επισκέπτες να θυμούνται και τους ξένους να ξαφνιάζονται: έργα του Γύζη, του Ελ Γκρέκο, του Ιακωβίδη, του Λύτρα, του Πανταζή αλλά και ξένους πίνακες που δεν έχουν αποκαλυφθεί ως τώρα.
Βρεθήκαμε στα άδυτα της πλήρως ανακαινισμένης Εθνικής Πινακοθήκης και είδαμε από κοντά τους νέους χώρους, θαυμάσαμε τα ανεκτίμητα έργα, πολλά από τα οποία παρουσιάζονται για πρώτη φορά και θυμηθήκαμε γιατί αγαπάμε πάντα τα φωτεινά πρόσωπα του Γύζη, την αθωότητα του Ιακωβίδη, το περήφανο κλέος του Βρυζάκη -και πώς η τέχνη μας βοηθά να κατανοήσουμε διαφορετικά την επέτειο του 1821.
Κατ’ αρχάς, η έκπληξη είναι το ίδιο το συγκρότημα της Εθνικής μας Πινακοθήκης, καθώς υπάρχει πλέον άλλο ένα κτήριο-επέκταση στο ήδη γνωστό, που θεωρείται μνημείο του εθνικού μας πολιτισμού και κυριολεκτικά αναστήθηκε – αυτό το κλασικό δείγμα του μοντερνισμού που σχεδίασαν οι οραματιστές αρχιτέκτονες Νικόλαος Κ. Μουτσόπουλος, Παύλος Μυλωνάς και Δημήτρης Φατούρος στις αρχές της δεκαετίας του ’70, τότε που οι αυστηρές γραμμές και τα τετραγωνισμένα κτίρια από μπετόν ύψωναν αυθάδικα το επαναστατικό τους κλέος σε ολόκληρη την πόλη διεκδικώντας μια πιο δημοκρατική συνιστώσα στην αρχιτεκτονική. Σήμερα το κτίριο αυτό έχει αποκτήσει μια άλλη εξωστρέφεια και έχει ανοιχτεί ξανά στην πόλη διαθέτοντας παντού παράθυρα που βλέπουν σε διαφορετικές γωνιές του αστικού τριγώνου, καθώς και σκάλες, τεράστιες τζαμαρίες και κλίμακες που στολίζουν τον κεντρικό χώρο βοηθώντας το φως να διαπερνά τα πάντα και από παντού.
Στον προαύλιο χώρο της νέας Εθνικής Πινακοθήκης μάς υποδέχεται πανηγυρικά το κατάμαυρο, εντυπωσιακό γλυπτό του Ροντέν, ένα σημαντικό γλυπτό του 1900 και ένα από τα τρία σπάνια νόμιμα αντίτυπα που κυκλοφορούν σε όλο τον κόσμο. Πρόκειται για ένα από τα αντιπροσωπευτικά assemblages (συναρμολογήσεις) του Ροντέν, όπως αποκαλούσαν αυτά τα συνδυαστικά έργα του αρχαίου γλυπτού με τις σύγχρονες προσθήκες. Δίπλα του ξεχωρίζει ένα άκρως μοντέρνο έργο του Takis –σαν να συνομιλούν μεταξύ τους οι καλλιτέχνες εκθέτοντας δύο διαφορετικούς αλλά πάντοτε επαναστατικούς δρόμους για τη σύγχρονη τέχνη.
Το εσωτερικό της Πινακοθήκης είναι ακόμα πιο εντυπωσιακό, καθώς στην είσοδο, λίγο προτού προχωρήσει κανείς στους κεντρικούς εκθεσιακούς χώρους, κυριαρχεί η τεράστιας κλίμακας «Λαϊκή Αγορά» του Παναγιώτη Τέτση που επιβάλλεται στον χώρο στέλνοντας το μήνυμα της ανοιχτοσύνης και της δημοκρατικότητας που διεκδικεί το μουσείο για τους πολίτες.
Το καλό είναι ότι ο μοντέρνος χαρακτήρας διατηρείται αυτούσιος δείχνοντας μια ανοιχτοσύνη που έχει ανάγκη ένα μοντέρνο μουσείο όπως αυτό: βέβαια, επρόκειτο για ένα άκρως δύσκολο εγχείρημα καθώς έπρεπε να διατηρηθεί το παραδοσιακό πνεύμα, αλλά παράλληλα να προχωρήσει ο εκσυγχρονισμός και εκμοντερνισμός του κτιρίου με τις δυσκολίες που ενείχε η προηγούμενη παλιά κατασκευή.
Τις εντυπώσεις πάντως-ειδικά για όλους όσοι ήξεραν το προηγούμενο σκοτεινό κτήριο- τις κερδίζουν οι φωτισμοί, που σε συνδυασμό με τις ειδικές μεμβράνες που έχουν τοποθετηθεί στο ταβάνι των χώρων για να αναδείξουν με ακρίβεια τα έργα: πρώτη φορά βλέπουμε έτσι σε όλη τους την καθαρότητα τα πρόσωπα των Ελλήνων πολεμιστών στα έργα που απεικονίζουν το κλέος της Ελληνικής Επανάστασης και σε όλη τους την ένταση τα χρώματα, όπως εκείνο το κόκκινο της Βουργουνδίας, απόχρωση που έχει το φόρεμα της Κλεμάνς Σερπιέρη, η οποία πρωταγωνιστεί στον εντυπωσιακό, τεράστιο πίνακα του Νικηφόρου Λύτρα.
Σημαντικό ρόλο στην ανάδειξη των έργων έπαιξε και η εντυπωσιακή μελέτη του κτηρίου με τις αδρές γραμμές, την κρυφή πολυτέλεια και το επαναστατικό πνεύμα που σχεδίασαν οι αρχιτέκτονες Γιώργος Παρμενίδης και Κριστίν Λονγκεπέ και απλώνεται σε μια τεράστια έκταση η οποία καλύπτει, εκτός από τους κεντρικούς χώρους των μόνιμων και των περιοδικών εκθέσεων, άλλους τρεις χώρους κάτω από τη γη (αποθήκες, εργαστήρια και γραφεία της διοίκησης), με την πρόβλεψη το φυσικό φως να φτάνει μέχρι το υπόγειο.
«Ένα μουσείο δεν είναι μόνο ένας εσωστρεφής οργανισμός που συντηρεί τα έργα, αλλά ένας σύγχρονος που έχει άμεση σχέση με το κοινό, διατηρεί έναν ρόλο, ψυχαγωγικό, πολιτιστικό, αλλά και εμπορικό, που πρέπει να συντηρείται διαθέτοντας επιπλέον χώρους όπως συνεδριακά κέντρα και έχοντας και άλλες αποστολές», μας επισημαίνει η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης και ομότιμη καθηγήτρια ιστορίας της τέχνης κυρία Λαμπράκη-Πλάκα.
Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι ένας τέτοιος χώρος δεν σέβεται και την περιουσία του, καθώς, όπως μας πληροφορεί η Πινακοθήκη δεν θέλησε, για παράδειγμα, να εκμεταλλευτεί εμπορικά την απόφαση του Παναγιώτη Τέτση πουλώντας πίνακές του, παρότι ο ίδιος εξέφρασε αυτή την επιθυμία στη διαθήκη του προκειμένου να εξασφαλιστούν χρήματα για να αγοραστούν έργα νέων ζωγράφων. Υπήρξαν, μάλιστα, δύο ενδιαφερόμενοι συλλέκτες που επέμεναν να αγοράσουν δύο σπουδαία έργα του Τέτση αλλά η Πινακοθήκη δεν θέλησε να τα παραχωρήσει.
1ος όροφος: Ελληνική Τέχνη του 19ου αιώνα
Ο σπουδαίος αυτός ζωγράφος και ευπατρίδης στο παρελθόν είχε συνδεθεί με πολλαπλούς τρόπους με την Πινακοθήκη αποτελώντας αναπόσπαστο κομμάτι της και αγαπώντας καθένα από τα έργα άλλων συναδέλφων του για διαφορετικούς λόγους. Λάτρευε και αυτός την «Προσωπογραφία της Κλεμάνς Σερπιέρη», αυτό το μεγαλοπρεπές έργο του Νικηφόρου Λύτρα που -επιτέλους!- έχουμε τη χαρά να το δούμε από κοντά αφού οι τεράστιες διαστάσεις του δεν επέτρεπαν την έκθεσή του: το είχαμε δει, κατ’ εξαίρεση, σε εκείνη την αξέχαστη έκθεση «Στα άδυτα της Πινακοθήκης» όπου είχε κλέψει τις εντυπώσεις.
Το τεράστιο αυτό έργο δίνει μάλιστα το στίγμα της αίθουσας με τα έργα της μόνιμης συλλογής του πρώτου ορόφου, όπου, εκτός από την περίφημη «Προσωπογραφία», δεσπόζουν και άλλα εμβληματικά έργα του Λύτρα, όπως το υπέροχο «Φίλημα» που δίνει τη ρομαντική νότα δίπλα στην υποβλητικά σκοτεινή «Αντιγόνη», που απλώνει το χέρι πάνω από το νεκρό σώμα του αδελφού της, Πολυνείκη: είναι συγκλονιστικός ο τρόπος που τα χρώματα της γης ξεχωρίζουν μέσα στο σκοτάδι αυτού του πίνακα. Σε αντίστιξη με αυτό έρχονται τα πιο «χαρούμενα» έργα του Γεωργίου Ιακωβίδη που ξεχωρίζουν στην άλλη πλευρά της αίθουσας και απεικονίζουν πρόσωπα απ’ όλες τις ηλικίες καθώς χαίρονται απλές στιγμές της ζωής και μοιάζουν να περιστοιχίζουν αρμονικά την επίσης δική του περίφημη «Παιδική συναυλία», αυτό το πολυβραβευμένο έργο του στη στροφή του 20ού αιώνα το οποίο είχε κλέψει τις εντυπώσεις στην τότε έκθεση του Παρισιού.
Κυρίαρχα επίσης είναι τα πρώιμα τοπία Ελλήνων ζωγράφων που εμπνεύστηκαν από τους περιηγητές – μια άλλη πλευρά της Αθήνας που υποδέχεται κατά την είσοδο τον επισκέπτη. Στο βάθος της ίδιας αίθουσας, του πρώτου ορόφου, αμέσως μετά τις ηθογραφίες, δεσπόζουν σπουδαία έργα του συμβολισμού που άνθησε στα τέλη του 19ου αιώνα και φυσικά επηρέασε Έλληνες ζωγράφους οι οποίοι είχαν σπουδάσει στο εξωτερικό όπως ο δικός μας Νικόλαος Γύζης, μέλος της λεγόμενης «Σχολής του Μονάχου», που εδώ φαίνεται να αποποιείται την παραστατική νοοτροπία της πρώτης περιόδου του. Ετσι, θαυμάζουμε το επιβλητικό έργο του «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται», μια δημιουργία που εντοπίζεται ακριβώς στην αρχή του 20ού αιώνα, που συνοδεύεται από τέσσερις, εξίσου εντυπωσιακές και εντελώς αφηρημένης τεχνοτροπίας μελέτες, ενώ δίπλα ακριβώς τη δική της σημαίνουσα θέση καταλαμβάνει η «Εαρινή συμφωνία» του ίδιου δημιουργού. Λίγο πιο πέρα, το βλέμμα κλέβουν τα χαρακτηριστικά έργα του Κωνσταντίνου Παρθένη, όπως ο υποβλητικός «Χριστός-Ανθρωπότης». Εντύπωση προκαλεί, στον αντίποδα των αφηρημένων έργων, το ανάλαφρο θέμα που πραγματεύεται το έργο του Ιάκωβου Ρίζου «Στην ταράτσα ή Αθηναϊκή βραδιά» με έναν αξιωματικό του Ναυτικού να είναι αναπαυτικά καθισμένος στην καρέκλα του σε μια σκηνή θερινής ραστώνης με θέα την Ακρόπολη και να διαβάζει ποίηση σε δύο κυρίες. Ο άνδρας αυτός εικάζεται ότι είναι ο πρίγκιπας Ανδρέας της Ελλάδος, πρόγονος του πρίγκιπα Κάρολου, και αυτός είναι ο πίνακας που η κυρία Λαμπράκη-Πλάκα είχε δείξει στον Κάρολο κατά την προσωπική ξενάγηση.
Ο αγώνας του ‘21 μέσα από τα έργα τέχνης
Αλλά επειδή οι ξένοι ζωγράφοι έχουν απεικονίσει με τον δικό τους τρόπο την Ελληνική Επανάσταση κάνοντας γνωστές σε όλο τον πλανήτη διαφορετικές στιγμές του Αγώνα όπως η σφαγή της Χίου, ο «Έλληνας καβαλάρης» του Ευγένιου Ντελακρουά έχει πια καταγραφεί στο συλλογικό ασυνείδητο όλων των Ελλήνων. Το έργο εκτίθεται στην αίθουσα που βρίσκεται στην άλλη πλευρά του πρώτου ορόφου, μαζί με πολλά εμβληματικά έργα τα οποία αφορούν την Ελληνική Επανάσταση και εμπνεύστηκαν από αυτή, σε μια ειδική έκθεση που διοργανώνει η Πινακοθήκη με αφορμή πάντα την επέτειο των 200 χρόνων από την Ελληνική Παλιγγενεσία.
Τις εντυπώσεις φυσικά κλέβει πάντα η περίφημη «Ελλάς ευγνωμονούσα» του Θεόδωρου Βρυζάκη, αλλά και τα δύο ακόμα έργα του που πλέον θεωρούνται άμεσα συνυφασμένα με την εικονοποιία της Ελληνικής Επανάστασης: η περίφημη «Έξοδος του Μεσολογγίου» αλλά και η «Υποδοχή του Λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι», τα οποία βρίσκονται αντικριστά το ένα με το άλλο, σαν να συνομιλούν παραπέμποντας στην ιερή για τους εξεγερμένους Έλληνες πόλη που τόσο αγάπησε ο Βύρων και η οποία κατέστη ο τόπος του ελληνικού ξεσηκωμού.
Ημιώροφος
Κανείς, ωστόσο, δεν πρέπει να προσπεράσει το ενδιάμεσο ανάμεσα στον πρώτο και τον δεύτερο όροφο, όπου φιλοξενούνται σπάνια χαρακτικά, πολλά τα οποία εκτίθενται για πρώτη φορά αφού δεν υπήρχαν μέχρι τώρα οι ειδικές βιτρίνες που θα μπορούσαν να εγγυηθούν τη βέλτιστη προστασία τους. Δεσπόζει, εδώ, το όνομα του Γιάννη Κεφαλληνού ο οποίος είχε τολμήσει να φτιάξει το πρώτο εργαστήρι χαρακτικής στην Ελλάδα με εξέχοντα έργα που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή της καλλιτεχνικής κίνησης του Μεσοπολέμου: χαραγμένα στις μνήμες όλων τα άλογά του και ειδικά εκείνο το κουφάρι αλόγου με τα αρπακτικά, αντιπροσωπευτικό της δίνης και της φτώχειας που συγκλόνισαν τον ίδιο τον καλλιτέχνη και την εποχή του. Αναγκάστηκε μάλιστα λόγω συνθηκών να καταφύγει στο Παρίσι όπου έκανε διεθνή καριέρα ως Jean Kefallinos για να επιστρέψει κραταιός πια και να διαμορφώσει τη σχολή με όλα τα μεγάλα ονόματα που συνέθεσαν τη μεγάλη παράδοση της ελληνικής χαρακτικής όπως η Βάσω Κατράκη, ο Κώστας Γραμματόπουλος, ο Τάσσος, ο Τηλέμαχος Κάνθος και φυσικά ο Γιάννης Μόραλης με τη χαρακτική να διαπερνά εμφανώς όλο το έργο του-ακόμα και τους πίνακες του. Αυτόν συναντάμε, μαζί με εξέχοντες άλλους εκφραστές του ελληνικού μοντερνισμού στον δεύτερο όροφο.
2ος όροφος: Ελληνικός μοντερνισμός
Ανεβαίνοντας προς τον δεύτερο όροφο νιώθει κανείς ότι ακολουθεί μια πορεία προς το φως εκεί όπου θα αναδειχθούν τα γεμάτα χρώματα και αισιοδοξία πρώτα έργα των Ελλήνων μοντερνιστών: στο λουσμένο στο φως «Ψάθινο Καπέλο» του Νικόλαου Λύτρα νομίζει κυριολεκτικά κανείς ότι συναντά ολόκληρο το ελληνικό καλοκαίρι, απαράμιλλο και παντοτινό, κρυμμένο στο κίτρινο του χρώμα και στο αμυδρό χαμόγελο του νεαρού. Συνεχίζοντας αυτόν τον διάλογο με το φως αλλά και την Αρχαιότητα, τον μινιμαλισμό και τη λευκότητα που άνοιξε ο Κεφαλληνός με εκείνο το εμβληματικό έργο που αναπαριστούσε λεπτομέρειες μιας αττικής ληκύθου, τα πρώτα μοντερνιστικά έργα, που δεσπόζουν εδώ στον 2ο όροφο της Εθνικής Πινακοθήκης, δένουν μοναδικά το αρχαίο παρελθόν με λεπτομέρειες της Ελληνικής ιστορίας: χαρακτηριστικός ο «Ευαγγελισμός» του Κωνσταντίνου Παρθένη, ο οποίος τολμάει να κατεβάσει τους ιππείς από τη ζωφόρο του Παρθενώνα και βάζει τον δικό του εξαίσιο άγγελο του αντί για κρίνο να κρατάει μια αρχαία λύρα. Αντίστοιχα επιβλητική και η «Αποθέωση του Αθανασίου Διάκου» του Κωνσταντίνου Παρθένη που συνάπτει έναν ανάλογο διάλογο με τα διαφορετικά στοιχεία της ελληνικής ιστορίας και τέχνης με τον Αθανάσιο Διάκο να φοράει χιτώνα και να αναλαμβάνεται στους ουρανός υπό το αιώνια άγρυπνο βλέμμα του Ελ Γκρέκο ο οποίος περιβάλλεται από ωραίους αγγέλους και κόρες που παραπέμπουν άμεσα στον Μποτιτσέλι. Άκρως κρίσιμη λεπτομέρεια: όλα αυτά ο Παρθένης τα ζωγράφισε στην πίσω όψη ενός μουσαμά για να μπορέσει να έχει το έργο αυτή ακριβώς την απόδοση.
Ωστόσο, οι φωτεινές όψεις μιας αναγεννημένης αρχαιότητας στρέφονται στην πορεία σε ένα σκοτεινό, επηρεασμένο από το Βυζάντιο σύμπαν λόγο της θλιβερής επενέργειας που είχε στα καλλιτεχνικά έργα η Μικρασιατική Καταστροφή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Φώτης Κόντογλου και το εντυπωσιακό, τεράστιο έργο του, ένα αποτοιχισμένο από το σπίτι του σύνολο που θυμίζει τέμπλο βυζαντινού ναού. Εδώ ο σπουδαίος ζωγράφος έχει τοποθετήσει όλο το δικό του δοξαστικό πάνθεον: τους ζωγράφους, τους φιλοσόφους, τους λογοτέχνες που αγαπάει αλλά και παράδοξους ήρωες που μοιάζουν να έχουν ξεφύγει από φανταστικές μυθιστορίες. Ενώνοντας το φανταστικό με το ιερό και το εσωτερικό με το εξωστρεφές ο Κόντογλου ενέταξε δυναμικά το Βυζάντιο στον ελληνικό μοντερνισμό απενοχοποιώντας το -για να δώσει έτσι δυναμικά τη σκυτάλη στους επιγόνους του. Βοήθησε στο σημείο αυτό ο κοσμοπολιτισμός της γενιάς του ‘30 οι οποίοι οικειοποιήθηκαν τα κλασικά, αιώνια αυτά σχήματα και τα μετέτρεψαν σε αφορμές για έναν εποικοδομητικό πειραματισμό με νέες ιδέες, συγχωνεύσεις και παράδοξα δημιουργήματα. Πώς, αλήθεια, θα βλέπαμε σήμερα αυτά τα πανέμορφα έργα του Θεόφιλου, αν δεν υπήρχαν τα κείμενα του Σεφέρη; Το καλό είναι ότι οι καλλιτέχνες αυτοί, αν και θεωρητικοί και εμπνευσμένοι άνθρωποι δεν άφησαν ποτέ το παιχνίδι, όσο άσχημες και αν ήταν οι συνθήκες: το βλέπει κανείς στον τρόπο που «συνομιλεί» νοερά ο Γιάννης Μόραλης με τον Γιάννη Τσαρούχη όταν ο πρώτος επιμένει στα ωραία κορίτσια και στην αιώνια νιότη και ο δεύτερος στα δυναμικά αγόρια. Είναι και αυτό στοιχείο της αισθαντικότητας που διαπερνά όλα αυτά τα έργα αφού εδώ απουσιάζουν οι ιδέες και στο επίκεντρο βρίσκεται -και πάλι- ο άνθρωπος. Εντυπωσιακή, για παράδειγμα, η προσωπογραφία της Μαρία Ρουσσέν Baddeley με τον Γιάννη Μόραλη -από την οποία πήρε την ονομασία της και ολόκληρη η αίθουσα- η οποία αναπαριστά τη Μαρία Ρουσσέν, την πρώτη σύζυγο του ζωγράφου από το 1941 έως το 1945, μητέρα της Ντόροθι Λάτση, η οποία έκανε τη δωρεά για τη συγκεκριμένη αίθουσα. Εντυπωσιακή και η σειρά των έργων του Νίκου Χατζηκυριάκου Γκίκα από διαφορετικές περιόδους: το βλέμμα δεν μπορεί να μην πέσει στο περίφημο «Εργαστήριο του Καλλιτέχνη» όπου διακρίνει κανείς τη ζωντανή συνομιλία που είχε με τον Πάμπλο Πικάσο.
3ος όροφος: Μόνιμες συλλογές, σύγχρονη εννοιολογική τέχνη
Στον τρίτο όροφο μπορεί κανείς να δει την εξέλιξη της σύγχρονης Ελληνικής τέχνης από τους μοντέρνους πίνακες έως τα installations. Να εντυπωσιαστεί από το «Περιβάλλον» του Παύλου αλλά και τις «Κουρτίνες» του σε πλεξιγκλάς με τη γνωστή, πάντα, τεχνοτροπία του Affiches massicotées, να θαυμάσει έργα του Τσόκλη και του Γαΐτη -του κατεξοχήν Έλληνα εκπροσώπου της ποπ αρτ. Δύσκολο, πάντως, να φύγεις από την Εθνική Πινακοθήκη και να βγάλεις από το μυαλό σου τις εντυπωσιακές ενσαρκωμένες, γυμνές φιγούρες του Γιώργου Ρόρρη στα άδεια δωμάτια της ανθρώπινης ψυχής.
Η Πινακοθήκη έχει πολλούς λόγους, άλλωστε, για να επιστρέφεις-μεταξύ άλλων και η θέα της πόλης, από διαφορετικά της σημεία.
Τα καλά νέα έρχονται και πάλι από την τέχνη, καθώς η πόλη απέκτησε ξανά το μουσείο της ή μάλλον η χώρα, αφού η Εθνική Πινακοθήκη δεν είναι παρά η καρδιά της εθνικής μας τέχνης –και πολλά παραπάνω από αυτή.