Όπως ολόκληρη η Ιταλία αποτελεί ένα θεμελιώδες κεφάλαιο στην παγκόσμια ιστορία της τέχνης, έτσι σχεδόν κάθε πόλη και περιφέρειά της συνιστά μια αναπόσπαστη ψηφίδα αυτού του ανεκτίμητου θησαυροφυλάκιου πολιτιστικών θαυμάτων. Κοιτίδα ενός από τους σημαντικότερους πολιτισμούς, γεμάτη αρχαία μνημεία, γενέτειρα της Αναγέννησης και κάποιων από τα μεγαλύτερα ονόματα της ζωγραφικής, γλυπτικής και αρχιτεκτονικής, τόπος όπου μεγαλούργησε η υπερβολή και η θεατρικότητα του μπαρόκ, η Ιταλία έχει να επιδείξει επίσης συγγραφείς, ποιητές και διανοούμενους, σημαντική συνεισφορά στον παγκόσμιο κινηματογράφο, χωρίς να παραγνωρίζουμε βέβαια την αγάπη και το σεβασμό προς τη λυρική τέχνη και τη μεγάλη παράδοση και σε αυτόν τον καλλιτεχνικό τομέα. 

20

Εδώ εξάλλου εδρεύει η διασημότερη όπερα στον κόσμο, η περίφημη La Scala του Μιλάνου, με την παρακολούθηση μιας παράστασης στην εντυπωσιακή της αίθουσα να αποτελεί το όνειρο κάθε φίλου της κλασσικής μουσικής και του μπαλέτου. Ωστόσο, αν και λιγότερο γνωστή στους περισσότερους, μια άλλη ιταλική λυρική σκηνή τη συναγωνίζεται επάξια, υπερισχύοντας μάλιστα του Teatro alla Scala στην κατοχή του τίτλου της παλαιότερης λυρικής σκηνής παγκοσμίως. Και ποιος θα περίμενε ότι είναι η πρωτεύουσα της Καμπάνιας, η τόσο διαφορετική από την πρωτεύουσα της Λομβαρδίας Νάπολη, εκείνη όπου βρίσκεται η έτερη εκθαμβωτική ιταλική όπερα, το Teatro San Carlo. Μοιάζει μάλιστα ειρωνικό, όχι μόνο ότι οι δύο περίφημες λυρικές σκηνές εντείνουν την αιώνια φιλονικία ιταλικού βορρά και νότου-είναι γνωστό πόσο οι κάτοικοι της πλούσιας βόρειας Ιταλίας σνομπάρουν εκείνους του φτωχότερου νότιου τμήματος της χώρας-, αλλά βρίσκονται αμφότερες σχεδόν απέναντι από τις πανομοιότυπες ιστορικές εμπορικές στοές των πόλεών τους. Η μεν La Scala απέχει δυο βήματα από τη Galleria Vittorio Emanuele II, το δε Teatro San Carlo έχει την είσοδό του αντικριστά στη Galleria Umberto I.

Παρά τις διαφορές τους, παραμένουν και δύο εν ενεργεία ναοί υψηλής ποιότητας παραγωγών ευρύτατου ρεπερτορίου μπαλέτου και κλασικής μουσικής, εμβληματικά τοπόσημα των ιστορικών κέντρων Μιλάνου και Νάπολης, επίκεντρο της πολιτιστικής ζωής για τους κατοίκους τους και κορυφαία αξιοθέατα για τους επισκέπτες της πόλης. Επισκέψιμες και οι δύο, συνιστούν μια κορυφαία εμπειρία ακόμη κι αν δεν παρακολουθήσετε κάποια παράσταση.

La Scala, η διασημότερη λυρική σκηνή

Ήταν η αυτοκράτειρα Μαρία Θηρεσία εκείνη που προώθησε το σχέδιο ίδρυσης της νέας λυρικής σκηνής του Μιλάνου -τότε κτήση του βασιλείου της- σε αντικατάσταση του Βασιλικού Θεάτρου του Δουκάτου του Μιλάνου, που καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1776, βάζοντας τα θεμέλια του χώρου που έκτοτε ταυτίστηκε με την όπερα. Οι πόροι που χρηματοδότησαν το έργο προήλθαν από τους ιδιοκτήτες των θεωρείων του προγενέστερου θεάτρου, σε αντάλλαγμα της ανανέωσης του δικαιώματός τους αλλά και από την απαλλοτρίωση της έκτασης που καταλάμβανε η εκκλησία Santa Maria alla Scala. Το Teatro alla Scala χτίστηκε στο σημείο του ναού και πήρε έτσι το διάσημο όνομά του.

Το κομψό νεοκλασικό κτήριο που σχεδίασε ο σπουδαίος αρχιτέκτονας Giuseppe Piermarini, δεν άργησε να ολοκληρωθεί και στις 3 Αυγούστου 1778 η La Scala έκανε πρεμιέρα με την απαιτητική όπερα «L’Europa riconosciuta» του Antonio Salieri βασισμένη σε λιμπρέτο του Mattia Verazi. Ωστόσο ήταν η απαρχή της επόμενης δεκαετίας και συγκεκριμένα το 1812 και το έργο «La Pietra del Paragone» του Rossini που καθόρισε τον προσανατολισμό της Scala, και την υιοθέτηση της λεγόμενης «opera seria» με την απλοποίηση της πλοκής, την αφαίρεση των κωμικών στοιχείων, τη μείωση του αριθμού των αριών και την προτίμηση μιας θεματολογίας με πρωταγωνιστές ήρωες της αρχαιότητας που παλεύουν με ηθικά διλήμματα.

Μέσα στα επόμενα τέσσερα χρόνια, οχτώ ακόμη έργα του Rossini ανέβηκαν στη Scala -ανάμεσά τους τα «Οθέλλος» και «Κουρέας της Σεβίλλης»-, το πρόγραμμα της οποίας περιέλαβε πλέον και μπαλέτο, αλλά και τεράστιες επιτυχίες των Bellini -«I Capuleti e i Montecchi», «Νόρμα»- και Donizetti –«Άννα Μπολένα» που τον έκανε και διάσημο, «Λουκρητία Βοργία», «Don Pasquale» μεταξύ αρκετών ακόμη. Ωστόσο ήταν ο Verdi ο συνθέτης του οποίου το όνομα συνδέθηκε περισσότερο με την ιστορία του Teatro alla Scala, καθώς μετά την αποτυχία του «Un giorno di regno», ακολούθησε το σαρωτικό «Nabucco» το 1842, ο πρώτος του θρίαμβος που συνέδεσε μάλιστα πλήρως τη Scala με την opera seria. Και για να επανέλθουμε στην άτυπη «αναμέτρηση» των δύο λυρικών σκηνών, το εν λόγω είδος θεωρείται πλέον και το χαρακτηριστικότερο της ναπολιτάνικης όπερας.

Την κληρονομιά του Verdi συνέχισε ο Toscanini, ένας από τους μεγαλύτερους συνθέτες όλων των εποχών, καθιερώνοντας μια ερμηνευτική παράδοση που συνεχίστηκε αδιάκοπα τις επόμενες δεκαετίες και ανανεώθηκε τον 20ο αιώνα. Ήταν εκείνος που επανεκτίμησε και ενέταξε στο τακτικό πρόγραμμα το έργο του Richard Wagner, επεκτείνοντας παράλληλα το ορχηστρικό ρεπερτόριο της Σκάλας ώστε να περιλάβει και συμφωνική μουσική. Μεταπολεμικά, μετά την αποκατάσταση του κτηρίου που είχε καταστραφεί κατά το ήμισυ στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στη σκηνή της La Scala έλαμψαν και αποθεώθηκαν διευθυντές ορχήστρας όπως οι Herbert von Karajan και Δημήτρης Μητρόπουλος, σοπράνο, πριμαντόνες και τενόροι όπως οι Μαρία Κάλλας, Renata Tebaldi, Giuseppe Di Stefano και Mario Del Monaco, μπαλαρίνες και χορευτές σαν τους Margot Fonteyn, Serge Lifar, Maya Plissetskaya και Rudolf Nureyev και σκηνοθέτες μεταξύ των οποίων οι Luchino Visconti και Giorgio Strehler, όλοι τους σπουδαία κεφάλαια της ιστορίας όχι μόνο του Teatro alla Scala αλλά και της ίδιας της όπερας. Σταθμοί δε τις τελευταίες δεκαετίες υπήρξαν τόσο η ίδρυση της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Scala το 1982 όσο και η ανακαίνιση του 2003 ώστε να γιορταστούν με την πρέπουσα λαμπρότητα τα 250 χρόνια από τη γέννηση του Mozart τη σεζόν 2005-2006 και τα 50 χρόνια από το θάνατο του Verdi την επόμενη σεζόν.

Αυτό που παρέμεινε στην πορεία της ιστορίας, είναι ότι η καλλιτεχνική σεζόν στη Σκάλα του Μιλάνου ξεκινά πάντα στις 7 Δεκεμβρίου, ημέρα γιορτής του πολιούχου της πόλης, Αγίου Αμβροσίου, αποτελώντας σπουδαίο γεγονός για την κοινωνική ζωή της πόλης, με τα εισιτήρια των 3.000 θέσεων να εξαντλούνται σχεδόν ταυτόχρονα με την ανακοίνωση του προγράμματος. Είτε εξασφαλίσετε μια από τις περιζήτητες θέσεις στα βελούδινα κόκκινα καθίσματα, είτε όχι, η επίσκεψη στο παρακείμενο Museo Teatrale alla Scala, σας παρασύρει σε ένα μελωδικό ταξίδι όπου η ιστορία ντύνεται με κορυφαίες μουσικές συνθέσεις και παίρνει τη μορφή μερικών από τους σπουδαιότερους καλλιτέχνες που συνδέθηκαν με τη σκηνή της.

Το μουσείο ιδρύθηκε το 2002 και εγκαταστάθηκε στο Palazzo Busca, από την ανακαίνιση της λυρικής σκηνής όμως και επανασχεδιασμένο, στεγάζεται πλέον και αυτό στο αρχικό κτήριο του Piermarini, επιτρέποντας έτσι την παρατήρηση από τα θεωρεία του θεαματικού εσωτερικού της αίθουσας με την περίφημη ακουστική, ως μέρος της τιμής του εισιτηρίου του μουσείου. Είτε πριν είτε μετά την περιήγηση στις κομψές αίθουσες και την περιεκτική συλλογή του Museo Teatrale, στην οποία περιλαμβάνονται πίνακες που απεικονίζουν τη Scala στην πορεία της ιστορίας της, αυθεντικές αφίσες παραστάσεων, παρτιτούρες και γνήσια κοστούμια ή αξεσουάρ, μουσικά όργανα εποχής, προτομές συνθετών και πορτρέτα κορυφαίων λυρικών καλλιτεχνών -περιλαμβανομένης της Μαρίας Κάλλας-, περνώντας από το φουαγιέ με τους κρυστάλλινους πολυέλαιους, το προσωπικό θα σας υποδείξει από ποια θεωρεία και εξώστες που κατανέμονται σε έξι επίπεδα, μπορείτε να θαυμάσετε τη διασημότερη όπερα του κόσμου. Και με λίγη φαντασία, θαμπωμένοι από τη ντυμένη στο κόκκινο βελούδο χρυσοποίκιλτη αίθουσα, ίσως δείτε να εκτυλίσσονται μπροστά σας σκηνές από τη Μαντάμ Μπάτερφλαϊ, την Άιντα, τη Νόρμα, τον Μεφιστοφελή, τον Ναμπούκο, την Τουραντό.

Teatro San Carlo, η παλαιότερη λυρική σκηνή

Τέσσερις δεκαετίες νωρίτερα και πολύ νοτιότερα, ο Βουρβόνος βασιλιάς Κάρολος Γ΄ της Ισπανίας, ήταν εκείνος ο οποίος βλέποντας την άνθιση που σημείωνε η όπερα στο Βασίλειο της Νάπολης, διέταξε την αντικατάσταση του Teatro San Bartolomeo με τη σημερινή λυρική σκηνή, στο ίδιο ακριβώς σημείο, δίπλα από το βασιλικό ανάκτορο Palazzo Reale στην επικών διαστάσεων πλατεία Piazza del Plebiscito. Αξίζει να σημειωθεί η επιτυχία που σημείωνε ήδη ο προγενέστερος πολιτιστικός θεσμός που χτίστηκε το 1620, φιλοξενώντας στην αρχή παραστάσεις πρόζας και μετέπειτα κάνοντας στροφή στην όπερα, είδος πολύ δημοφιλές και αγαπητό ιδιαίτερα μετά την άφιξη στην πόλη του μπαρόκ συνθέτη Alessandro Scarlatti, που θεωρείται ο πατέρας της ναπολιτάνικης όπερας.

Το φιλόδοξο σχέδιο ανέλαβε να υλοποιήσει ο Σικελός ευγενής και βασιλικός αρχιτέκτονας Giovanni Antonio Medrano, με τον πρώην διευθυντή του San Bartolomeo να αναλαμβάνει το σχεδιασμό του περίτεχνου, πολυτελέστατου εσωτερικού. Το 1737, πολύ πριν τη La Scala ή τη La Fenice της Βενετίας, ο εκθαμβωτικός πεταλόσχημος χώρος εγκαινιαζόταν ως η λυρική σκηνή που έμελλε να γίνει η παλιότερη όπερα στον κόσμο. Ο βασιλιάς δεν λυπήθηκε τα έξοδα, δαπανώντας 75.000 δουκάτα, με αποτέλεσμα το απαστράπτον Teatro San Carlo μήκους 28,6 και πλάτους 22,5 μέτρων να συναγωνίζεται το ίδιο το ιδιωτικό βασιλικό θέατρο των παρακείμενων ανακτόρων -επίσης επισκέψιμο.

Από τα 184 θεωρεία, που και εδώ κατανέμονται σε σειρές έξι επιπέδων, εκείνο του βασιλιά, διακοσμημένο με το στέμμα του Βασιλείου των Δύο Σικελιών, ικανό να φιλοξενήσει 10 άτομα και με απευθείας σύνδεση με το παλάτι, αφήνει τον επισκέπτη άφωνο με την πολυτελή του διακόσμηση που συνδύαζε τα χρυσαφένια ανάγλυφα με το πορφυρό και μπλε βελούδο -τα επίσημα χρώματα των Βουρβόνων-, ενώ αξιοπρόσεκτο είναι ότι εκείνα των μπροστινών άκρων διέθεταν καθρέφτες ώστε οι θεατές να βλέπουν πότε χειροκροτεί ο βασιλιάς και να κάνουν το ίδιο, αλλά όχι κουρτίνες ώστε κανείς να μην ξεφεύγει από το βλέμμα του μονάρχη. Με 1.379 καθίσματα και μια αίθουσα όρθιων, η νέα όπερα χωρούσε 3.000 θεατές -πλέον μόνο 1.386-, ενώ η σκηνή ήταν τόσο μεγάλη ώστε να παρουσιάζονται στρατιωτικές μάχες και θαλάσσιες περιπέτειες.

Στην περίπτωση του Teatro San Carlo η πρεμιέρα έγινε στις 4 Νοεμβρίου 1737, ανήμερα της ονομαστικής γιορτής του βασιλιά, με το ανέβασμα της όπερας «Achille in Sciro» του Domenico Sarro βασισμένο σε λιμπρέτο του Metastasio, που έμεινε στην ιστορία ως ο σπουδαιότερος συνθέτης λιμπρέτων της opera seria, ενώ όπως είθισται την εποχή εκείνη το ρόλο του Αχιλλέα ερμήνευε γυναίκα. Η προτίμηση του βασιλιά για χορό και μπαλέτο όρισε το πρόγραμμα της πρώτης σεζόν, ενώ η ανάθεση της διεύθυνσης στον -τι ειρωνεία- Μιλανέζο διάσημο ιμπρεσάριο Domenico Barbaia καθιέρωσε τις επόμενες δεκαετίες τις πρωτοποριακές και εκθαμβωτικές παραστάσεις, φέρνοντας στη ναπολιτάνικη λυρική σκηνή κορυφαίους καλλιτέχνες και όλο και περισσότερο κοινό. Εκπροσωπώντας εξίσου την opera seria και την opera buffa, η Νάπολη δεν άργησε να γίνει η πρωτεύουσα της Ευρωπαϊκής μουσικής και εκτός από τους Ιταλούς Rossini -που ως καλλιτεχνικός διευθυντής έγραψε 10 όπερες-, Pacini, Donizetti, Bellini, Verdi, κορυφαίοι συνθέτες του εξωτερικού θεωρούσαν στόχο και απόγειο της καριέρας τους να εμφανιστούν στο San Carlo, μεταξύ των οποίων οι Haydn και Johann Christian Bach.

Στο ενεργητικό του Teatro San Carlo καταγράφονται και δύο αναγκαστικές ανοικοδομήσεις, η πρώτη μετά την καταστροφική πυρκαγιά που προκλήθηκε στη διάρκεια μιας πρόβας μπαλέτου το 1816, με τη λυρική σκηνή να ξαναχτίζεται μέσα σε 10 μήνες στο καθιερωμένο σχήμα πετάλου, με τη σκηνή να φτάνει σε βάθος τα 34,5 μέτρα και τις 1.444 θέσεις να επιβλέπει η θεαματική οροφογραφία «Ο Απόλλωνας παρουσιάζει στη θεά Αθηνά τους σπουδαιότερους ποιητές» των αδερφών Cammarano. Οι σοβαρές καταστροφές που προκάλεσαν οι βομβαρδισμοί του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αποκαταστάθηκαν μετά την απελευθέρωση της Νάπολης, με την πρεμιέρα στις 26 Δεκεμβρίου 1943 να παρουσιάζει την όπερα του Puccini «La bohème».

Ωστόσο, ήδη από την ενοποίηση της Ιταλίας, τη μετατόπιση του πλούτου στο βορρά και την έλλειψη επαρκούς χρηματοδότησης, το λαμπερό Teatro San Carlo έχασε το status του ως το επίκεντρο τη λυρικής τέχνης, έναντι της La Scala. Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις, ήταν οι συνεχείς οικονομικές ενισχύσεις και η καλλιτεχνική στήριξη του Puccini και άλλων συνθετών που κράτησαν τη ναπολιτάνικη όπερα ζωντανή. Στην ανάκαμψη βοήθησε και η περιφερειακή κυβέρνηση της Καμπανίας, χρηματοδοτώντας μια γενναία ανακαίνιση δύο εξαμηνιαίων φάσεων και κόστους 67 εκ.€, ακριβώς όταν τα σημάδια της ηλικίας του San Carlo -παρωχημένος μηχανολογικός εξοπλισμός της σκηνής, ανεπαρκείς υποδομές για τους θεατές, έλλειψη κλιματισμού- αποτελούσαν σοβαρά μειονεκτήματα.

Στις 27 Ιανουαρίου 2010 στη σκηνή του εκθαμβωτικού και πάλι Teatro San Carlo, με τα επιχρυσωμένα γυψομάρμαρα, τους αποκλειστικά κόκκινους πλέον τόνους και την εξαιρετική ακουστική, ανέβηκε η προτελευταία όπερα του Mozart, «La Clemenza di Tito». Οι θεατές της βραδιάς, όπως και όλοι όσοι έκτοτε παρίστανται σε κάποια από τις παραστάσεις της σεζόν που διαρκεί από το Νοέμβριο ως τον Ιούλιο, αλλά και όπως οι σημερινοί επισκέπτες στα πλαίσια οργανωμένης ξενάγησης, βλέπουν το Teatro San Carlo στη μορφή που απέκτησε με την ανοικοδόμηση του 1816. Και ασφαλώς συμφωνούν με τον Stendhal που είχε τότε δηλώσει «Δεν υπάρχει τίποτε στην Ευρώπη που να συγκρίνεται με αυτό το θέατρο, θαμπώνει τα μάτια, σαγηνεύει την ψυχή».

Διαβάστε ακόμα:

Ιταλία: 5 προορισμοί για δύο με κινηματογραφική ομορφιά

Μπολόνια: Ένα Σαββατοκύριακο για foodies στην «Κόκκινη Πόλη» της Ιταλίας

Τα ελληνικά χωριά της Ιταλίας -Ταξιδεύοντας σε Απουλία και Καλαβρία