Όπως τόσο συχνά συμβαίνει με τα μέρη εκείνα που είναι πλούσια σε ιστορία και πολιτισμό, έτσι και στην Κέρκυρα, οι ιστορικές αναφορές και τα αξιοθέατα που αντανακλούν την κληρονομιά της είναι άφθονα. Μνημεία και φρούρια, πινακοθήκες και σπίτια επιφανών προσώπων που πλέον είναι επισκέψιμα και φυσικά μουσεία γενικών ή πιο ειδικών ενδιαφερόντων.
Ανάμεσα στα τελευταία, το Μουσείο Χαρτονομισμάτων της Ιονικής Τράπεζας στην παλιά πόλη της Κέρκυρας, αξίζει ένα μέρος του χρόνου σας, καθώς όχι μόνο είναι το μοναδικό στην Ελλάδα και από τα λίγα παγκοσμίως που είναι αφιερωμένα στα χαρτονομίσματα, αλλά κυρίως γιατί μέσω των λεπτομερών συλλογών του θα δείτε τη νομισματική και γενικότερη ιστορία της Ελλάδας να ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια σας.
Το κομψό νεοκλασικό κτήριο όπου στεγάζεται είναι ένα κόσμημα στην παλιά πόλη της Κέρκυρας. Το κτίσμα με τις τέλεια συμμετρικές αναλογίες, σε ροζ και λευκούς τόνους, με τις Ιωνικού ρυθμού κολώνες και το λιτό αέτωμα, βρίσκεται σε μια από τις γραφικές, κεντρικές πλατείες, πίσω από την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα, και από το 1840 στέγαζε την Ιονική Τράπεζα της Ελλάδος, την πρώτη Ελληνική τράπεζα, την περίοδο που η Κέρκυρα τελούσε ακόμη υπό Βρετανική διακυβέρνηση. Η παρούσα μορφή του κτηρίου είναι το αποτέλεσμα της ανακαίνισης που πραγματοποιήθηκε το 2004, αλλά το μουσείο λειτουργεί στον πρώτο όροφο του κτηρίου από το 1981.
Η ενδιαφέρουσα και σπάνια συλλογή ξεκινά με την έκθεση δύο αρχαίων νομισμάτων: το πρώτο από ήλεκτρο ανάγεται στο 650 π.Χ. και το άλλο από ασήμι με μια ανάγλυφη χελώνα, περίπου από το 470 π.Χ. Κατόπιν, καλύπτεται μια χρονολογική περίοδος 200 ετών, από την Ελληνική επανάσταση του 1821, όταν εκδίδονταν ομόλογα ως μέσο συναλλαγών, και το 1829 όταν ο Ιωάννης Καποδίστριας ως πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας ίδρυσε το πρώτο Νομισματοκοπείο στον αυλόγυρο και το ισόγειο της κατοικίας του στην Αίγινα. Το πρώτο νόμισμα του Ελληνικού κράτους ήταν ο Φοίνικας και όπως μπορούμε να δούμε, παρότι εκδόθηκε το 1829, φέρει ως ημερομηνία έκδοσης το 1828. Μερικά χρόνια αργότερα, το 1833, αντικαταστάθηκε από τη Δραχμή μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια στο Ναύπλιο και τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα από τον βασιλιά Όθωνα.
Από το 1860, που ήδη είχαν περάσει 20 χρόνια από την ίδρυση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, μπορούμε να δούμε χαρτονομίσματα τυπωμένα μόνο στη μία πλευρά τους, που έφεραν το βασιλικό θυρεό του Όθωνα. Αφότου τον διαδέχθηκε στο θρόνο ο Γεώργιος Α΄, κυκλοφόρησαν και νέα χαρτονομίσματα με το δικό του βασιλικό έμβλημα να αντικαθιστά εκείνο του προκατόχου του. Ως το τέλος του 19ου αιώνα, τρεις τράπεζες ήδη λειτουργούν στην Ελλάδα: η Ιονική Τράπεζα, που ιδρύθηκε στο Λονδίνο με το αποκλειστικό προνόμιο της έκδοσης χαρτονομισμάτων στα Ιόνια νησιά, η Τράπεζα Ηπειροθεσσαλίας, που ιδρύθηκε από τον Ανδρέα Συγγρό, Έλληνα τραπεζίτη από την Κωνσταντινούπολη, και η Τράπεζα Κρήτης, που ιδρύθηκε στα Χανιά με σκοπό την έκδοση χαρτονομισμάτων για την Κρήτη. Ο επισκέπτης του μουσείου έχει την ευκαιρία να δει δείγματα χαρτονομισμάτων και από τις τρεις αυτές τράπεζες, ως μέρος της συλλογής.
Παρά την πτώχευση του Ελληνικού κράτους το 1893, η αυγή του 20ου αιώνα βρίσκει την Ελληνική οικονομία να ανακάμπτει με ταχείς ρυθμούς και από την περίοδο αυτή εκτίθενται χαρτονομίσματα των 25, 100 και 500 δραχμών, καθώς και το πρώτο των 1.000δρχ., που εκδόθηκε για την επέτειο των 60 χρόνων από την ίδρυση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος. Οι θετικές αυτές εξελίξεις ωστόσο, δεν διήρκησαν πολύ, καθώς η συμμετοχή της χώρας σε 3 συνεχόμενους πολέμους – Βαλκανικοί Πόλεμοι, Α΄ Παγκόσμιος και Μικρασιατική καταστροφή – είχαν σαν αποτέλεσμα την οικονομική επιδείνωση και την υποτίμηση του νομίσματος. Σε αυτό το τμήμα της συλλογής, παράλληλα με χαρτονομίσματα της περιόδου του Α’ Π.Π., βλέπουμε και άλλα κομμένα σε δύο μέρη. Αυτό το παράδοξο φαινόμενο οφείλεται στο ασυνήθιστο μέτρο που υιοθετήθηκε λόγω του αναγκαστικού εσωτερικού δανεισμού: όλα τα χαρτονομίσματα που κυκλοφορούσαν στην αγορά κόπηκαν σε δύο μισά, το ένα παρέμενε στον κάτοχο διατηρώντας τη μισή του αξία και τα άλλα μισά ανταλλασσόταν με έντοκα 20ετή γραμμάτια του Δημοσίου με επιτόκιο 6,5%. Προχωρώντας προς την τρίτη δεκαετία του 20ου αιώνα, βλέπουμε χαρτονομίσματα της περιόδου που η δημοκρατία είχε πλέον ανακηρυχθεί σε νέο πολίτευμα, οπότε και αφαιρέθηκε πλέον ο βασιλικός θυρεός από τις εκτυπώσεις, χαρτονομίσματα που εκδόθηκαν στις ΗΠΑ από την American Bank Note Company για λογαριασμό της νεοϊδρυθείσας Τράπεζας της Ελλάδος, καθώς και άλλα, τυπωμένα στο Παρίσι, σύμφωνα με τα νέα αισθητικά πρότυπα.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να γίνει ειδική μνεία στο έργο του Μιχαήλ Αξελού, του πρώτου Έλληνα καλλιτέχνη στον οποίο ανατέθηκε ο σχεδιασμός τραπεζογραμματίων. Επί 30 χρόνια σχεδίαζε την όψη κερμάτων και χαρτονομισμάτων, διαμορφώνοντας μια αμιγώς Ελληνική ταυτότητα μέσω της επιλογής θεμάτων από τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό και τις σύγχρονες οικονομικές δραστηριότητες, όπως το εμπόριο, η ναυτιλία, η γεωργία και η βιοτεχνία.
Κατή τη ζοφερή περίοδο του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου η Ελλάδα δέχθηκε την εισβολή των Γερμανικών στρατευμάτων το 1941, οπότε και τα αποθέματα χρυσού της χώρας μεταφέρθηκαν πρώτα στην Κρήτη και ύστερα από την εισβολή και σε αυτή, στην Αίγυπτο, τη Νότιο Αφρική και εντέλει στο Λονδίνο, όπου παρέμειναν μέχρι το τέλος του πολέμου. Όπως ήταν αναμενόμενο η Ελληνική οικονομική πολιτική ελέγχονταν πλήρως από τους Γερμανούς, που είχαν αποκλειστικό σκοπό τη διασφάλιση επαρκών μέσων για την κάλυψη των αναγκών του πολέμου. Έτσι, προχώρησαν σε μια ανεξέλεγκτη έκδοση χαρτονομισμάτων που οδήγησε στο φαινόμενο του υπερπληθωρισμού. Προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες της διαρκούς έκδοσης χρήματος, δούλευαν παράλληλα πολλά ελληνικά τυπογραφεία, εκδίδοντας 20 διαφορετικούς τύπους χαρτονομισμάτων, των οποίων η αξία κυμαίνονταν από 10.000 σε 100 δισεκατομμύρια δραχμές. Αυτό μάλιστα ήταν και το χαρτονόμισμα με τη μεγαλύτερη αξία που εκδόθηκε ποτέ. Στις προθήκες του μουσείου εκτίθεται ολόκληρη η σειρά αυτών των χαρτονομισμάτων, μαζί με άλλα ίσης αξίας που κυκλοφόρησαν τα χρόνια της οικονομικής κατάρρευσης, η οποία ακολούθησε με την απελευθέρωση της χώρας. Οι κοντινές ημερομηνίες έκδοσης υποδηλώνουν και το πόσο γρήγορα έχαναν τα χρήματα την αξία τους, με αποτέλεσμα την έκδοση νέων υψηλότερης αξίας.
Παράλληλα με αυτά τα Ελληνικά χαρτονομίσματα, ο επισκέπτης μπορεί να δει και κάποια Γερμανικά, τα λεγόμενα Reichmarks, που κυκλοφόρησαν για σύντομο διάστημα στην Ελληνική αγορά και μερικές Ιταλικές Μεσογειακές δραχμές, διακοσμημένες με γνωστά Ελληνικά και Ιταλικά αγάλματα. Ταυτόχρονα, οι Ιταλοί εξέδωσαν διαφορετικά χαρτονομίσματα για τα Ιόνια νησιά, τις Ιονικές δραχμές, ενώ οι Βούλγαροι στη διοίκηση των οποίων οι Γερμανοί παραχώρησαν σημαντικά τμήματα της Βόρειας Ελλάδας, εξέδωσαν για τις περιοχές αυτές τα ίδια χαρτονομίσματα που εκδίδονταν στη Βουλγαρία.
Ακολουθώντας τη μεταπολεμική περίοδο, τα πρώτα χαρτονομίσματα που παρουσιάζονται στη συλλογή του μουσείου είναι εκείνα που εκδόθηκαν μεταξύ 1944-45 από τη Βρετανική Στρατιωτική Διοίκηση σε στερλίνες, που κυκλοφόρησαν παράλληλα με τις δραχμές. Κατά την ίδια περίοδο, το πρώτο μεταπολεμικό χαρτονόμισμα που εκδόθηκε έφερε συμβολικά το άγαλμα της Νίκης της Σαμοθράκης στη μία όψη και τον μυθικό Φοίνικα στην άλλη.
Οι προσπάθειες για την επίτευξη οικονομικής σταθερότητας μετά το πέρας του πολέμου, κράτησαν σχεδόν μια δεκαετία. Η νομισματική σταθερότητα τελικά επετεύχθη γύρω στο 1960, οπότε και νέες σειρές χαρτονομισμάτων – τα περισσότερα ίδιων διαστάσεων – εκδόθηκαν από το 1964 ως το 1970. Στο μεταξύ η Ε.Ο.Κ. ( Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα ) ιδρύθηκε το 1957 και το 1961 η Ελλάδα υπέγραψε τη συμφωνία μελλοντικής ένταξης, κάτι που τελικά ολοκληρώθηκε το 1979.
Ορόσημο στην ιστορία της Ε.Ε., η οποία διαδέχθηκε την Ε.Ο.Κ., υπήρξε η συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992 για ένα ενιαίο Ευρωπαϊκό νόμισμα, το οποίο τελικά οδήγησε στην αντικατάσταση της δραχμής από το Ευρώ το 2002. Στις τελευταίες προθήκες του μουσείου, ο επισκέπτης μπορεί να δει μια πλήρη σειρά των τελευταίων Ελληνικών χαρτονομισμάτων που κυκλοφόρησαν σε δραχμές, μερικά σε ειδικές εκδόσεις, όπως αυτό των 1.000δρχ. του 1987 που ήταν αφιερωμένο στους Ολυμπιακούς αγώνες, των 5.000δρχ. του 1984 που τιμούσε την επανάσταση του 1821 και το πρώτο χαρτονόμισμα των 200δρχ. που εκδόθηκε το 1996. Μαζί τους και μια εκτενής παρουσίαση χαρτονομισμάτων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κλείνει τη συλλογή του μουσείου με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο, δίνοντάς μας την ευκαιρία να γνωρίσουμε ένα μέρος της νομισματικής ιστορίας τόσων πολλών άλλων χωρών.
Τέλος, εξίσου σημαντική είναι και η παρουσίαση των διαφόρων σταδίων παραγωγής των χαρτονομισμάτων, από τον αρχικό τους σχεδιασμό στην εκτύπωση και τελικά στην καταστροφή τους όταν αποσυρθούν από την κυκλοφορία, μαζί με την έκθεση δεκάδων σφραγίδων, σπάνιων εγγράφων, λογιστικών βιβλίων, επιταγών, εκτυπωτικών μητρών, φωτογραφιών και έργων ζωγραφικής, που όλα τους σχετίζονται με την ιστορία της Ιονικής Τράπεζας.
Σαν εμπειρία, η επίσκεψη στο Νομισματικό Μουσείο της Κέρκυρας αποτελεί μια θαυμάσια ευκαιρία για να θυμηθούν οι μεγαλύτεροι επισκέπτες κάποια μέσα συναλλαγής που χρησιμοποιούσαν χρόνια πριν, αλλά και να τα γνωρίσουν και ίσως να τα δουν για πρώτη φορά οι νεότεροι. Σίγουρα, θα έχουμε όλοι μια πολύ πιο εμπεριστατωμένη άποψη για τα χαρτονομίσματα την επόμενη φορά που θα τα χρησιμοποιήσουμε.
Διαβάστε ακόμα:
Η πορεία της «θλιμμένης» αυτοκράτειρας Σίσσυ από τη Βιέννη της Αυστρίας στο Αχίλλειο της Κέρκυρας
Κέρκυρα: Ταξίδι στο Ενετικό παρελθόν, στην Πλατεία του Παλαιού Δημαρχείου