Το φουτουριστικό κτήριο της Philharmonie de Paris στο 19ο διαμέρισμα της γαλλικής πρωτεύουσας, υπόδειγμα ακουστικής χάρη στην αρχιτεκτονική της κύριας αίθουσάς του που φέρνει ακόμη και τις πιο απομακρυσμένες από τις 2.400 θέσεις της κοντά στη σκηνή, γιορτάζει φέτος μια δεκαετία από τα εγκαίνιά του και επιβεβαιώνει ότι δεν πρόκειται απλά για τη στέγη των κονσέρτων συμφωνικής μουσικής, αλλά έναν χώρο που αγκαλιάζει όλα τα μουσικά είδη, από jazz ως έθνικ, κι από τους ήχους του πρωτοπόρου David Bowie ως εκείνους του βιρτουόζου του φλαμένγκο Paco de Lucía.

16

Στους εκθεσιακούς χώρους που πλαισιώνουν τις αίθουσες συναυλιών της Philharmonie de Paris, οι αφιερωμένες σε διάφορα μουσικά είδη περιοδικές εκθέσεις συνεχίζονται, τιμώντας μετά τη hip-hop, την ηλεκτρονική μουσική και το heavy metal, το cult μουσικό φαινόμενο της disco. Από τις 14 Φεβρουαρίου ως τις 17 Αυγούστου 2025, οι απαστράπτοντες σταρ, τα θρυλικά club, οι γεμάτες λάμψη εμφανίσεις, τα ρεκόρ στα charts της αποκαλούμενης «Queen of Disco» Donna Summer και οι μυθικές, ξέφρενες νύχτες του Studio 54 αναβιώνουν στα πλαίσια της έκθεσης «Disco. I’m coming out».

Καθώς το πασίγνωστο μουσικό είδος συμπληρώνει μισό αιώνα ιστορίας, μια σειρά οπτικοακουστικών αρχείων, φωτογραφιών, μουσικών οργάνων, κοστουμιών και έργων τέχνης εξερευνούν τη disco ως μορφή διασκέδασης, αισθητική τάση και κοινωνικοπολιτική έκφραση. Eπιπλέον, η έκθεση «Disco. I’m coming out» στοιχειοθετεί πως ο καταιγιστικός ρυθμός καθιερώθηκε ως το -συχνά αντιφατικό- soundtrack μιας ολόκληρης εποχής απελευθέρωσης, που προσέφερε σε χιλιάδες ανθρώπους ένα νέο τρόπο έκφρασης, θυμίζοντάς μας πως μέσα από το λαμπερό πρίσμα της disco φιλτραρίστηκε κάθε πτυχή της καθημερινότητας, από τη μόδα ως την τηλεόραση και τη θεματική του κινηματογράφου.

Αναζητώντας τις ρίζες του μουσικού είδους που γνώρισε την αποθέωση

Πέρα από τα κλισέ και την επιφανειακή εικόνα -γκλίτερ και ντισκομπάλες- που σαφώς αποτελούν μέρος της πραγματικότητάς της και συνδέθηκαν για πάντα με το ανεπανάληπτο μουσικό είδος που γεννήθηκε στις ΗΠΑ των αρχών του 1970 και εξαπλώθηκε σαρωτικά γνωρίζοντας παγκόσμια επιτυχία, η έκθεση αποτυπώνει τις ποικίλες διαστάσεις και την εκτυφλωτική δύναμη της disco. Εντοπίζει δε τις ρίζες της βαθιά στην ιστορία και την κουλτούρα των Αφροαμερικανών και αποδεικνύει ότι πρόκειται ουσιαστικά για μια σύνθεση, αλλά πιο χαρούμενη, πιο ηδονική, της μαύρης αμερικανικής μουσικής, με καταγωγή από τη soul και με ενσωμάτωση μοτίβων της gospel, της jazz και της funk. Ξεκινώντας από τα underground club της Νέας Υόρκης, όπου μειονότητες όπως αυτές των Αφροαμερικανών, LGBT+ και Λατίνων συγκεντρώνονταν για να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους σε μια μεταβαλλόμενη κοινωνία, η έκθεση ρίχνει φως στον τρόπο που η disco απηχούσε τα πολιτικά δικαιώματα και τον αγώνα για την αποδοχή των μειονοτήτων στις ΗΠΑ και γιατί αυτή η μουσική βοήθησε πραγματικά την αφροαμερικανική κουλτούρα να διεισδύσει στο ευρύ κοινό, όπως η τζαζ πριν και η ραπ στη συνέχεια.

Πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα και παρουσιάζοντας εμβληματικές καλλιτέχνιδες όπως οι Diana Ross, Donna Summer και Grace Jones, στις αίθουσες της Φιλαρμονικής του Παρισιού αναδεικνύεται και ο ρόλος των γυναικών, όπως προβλήθηκε έντονα από Αφροαμερικανίδες τραγουδίστριες σαν τις παραπάνω, γνωστές και ως «ντίβες της ντίσκο». Ο επισκέπτης για πρώτη φορά ίσως παρατηρεί πως πολλά τραγούδια της disco περιέχουν στα ρεφρέν και στους στίχους τους εκφράσεις χειραφέτησης που απηχούν τους γυναικείους και φεμινιστικούς αγώνες της εποχής. Στο επίκεντρο της έκθεσης βρίσκεται το δύσκολο πλαίσιο της δεκαετίας του 1970 ιδιαίτερα στη Νέα Υόρκη, με τον επισκέπτη να μεταφέρεται σε αυτό το χωνευτήρι της disco μουσικής σε μια εποχή αλλεπάλληλων αστικών και κοινωνικών κρίσεων -γκετοποίηση, βιομηχανοποίηση, παραβατικότητα, αστική βία- και να βιώνει πώς αυτή η διονυσιακή μουσική λειτούργησε ως ένα είδος διαφυγής από τις συχνά σκληρές συνθήκες της εποχής.

Από το clubbing στον ακτιβισμό: οι διαφορετικές όψεις ενός πολιτιστικού φαινομένου

Οι απαστράπτουσες εικόνες της ξέφρενης νυχτερινής ζωής που στη συλλογική συνείδηση συνοδεύουν τον όρο disco, αποτυπώνουν το σκηνικό θρυλικών club που αγκάλιασαν το νέο μουσικό είδος, όπως τα Studio 54 των Steve Rubell και Ian Schrager στη Νέα Υόρκη, Xanadu στο Βερολίνο και Warehouse στο Σικάγο. Το ίδιο και η φανταχτερή, επιδεικτική μόδα που συνόδευε το λίκνισμα στον εύθυμο bass drum ρυθμό των 120 beats ανά λεπτό: μικροσκοπικά φορέματα καλυμμένα με πούλιες, μεταλλιζέ ολόσωμες φόρμες, κολλάν με στράπλες τοπ και φαρδιές ζώνες, ψηλόμεσα παντελόνια καμπάνα, ιλιγγιώδεις πλατφόρμες -και όλα αυτά σε έντονα, γεμάτα αισιοδοξία χρώματα που έλαμπαν κάτω από τις ντισκομπάλες.

Αυτή ακριβώς την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα πάρτι και την ελευθερία κινήσεων που τη συνοδεύει, σκηνογραφεί η έκθεση έτσι όπως σχεδιάστηκε από τους GGSV και Studio Bloomer. Το τμήμα «Night Fever» επικεντρώνεται στα nightclubs όπου χτίστηκε ο μύθος της disco, με πολυάριθμα φώτα νέον, πολύ δημοφιλή στη δεκαετία του 1970, να παραπέμπουν στον κόσμο της νύχτας και να φωτίζουν τις μορφές διασημοτήτων της εποχής, όσο στο δάπεδο μια ολόκληρη σειρά από εμπριμέ χαλιά δημιουργούν ένα είδος τρισδιάστατης ψευδαίσθησης. Έμπνευση για τους σχεδιαστές τόσο του GGSV όσο και του Studio Bloomer, υπήρξε συχνά η αρχιτεκτονική και ο διάκοσμος των ιταλικών disco clubs, αφού οι Ιταλοί υπήρξαν ιδιαίτερα καινοτόμοι στην διαρρύθμιση των ντισκοτέκ από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και μέχρι τη δεκαετία του 1980.

Παράλληλα, το τμήμα της έκθεσης του τιτλοφορείται «I Am What I Am» αφιερώνεται στον ακτιβισμό, παρουσιάζοντας στο κοινό οπτικοακουστικό αρχειακό υλικό, αντιπροσωπευτικές φωτογραφίες, έργα των Faith Ringgold και Andy Warhol και αμέτρητα επιδεικτικά ως εξωφρενικά ρούχα, που αντικατοπτρίζουν την επιρροή της gospel, της soul και της funk μουσικής στην εξέλιξη της disco και στη συνέχεια, του δικού της χαρακτηριστικού image.

Το εμβληματικό soundtrack και η επιρροή του φαινομένου της disco στις επόμενες γενιές

Όσο φωτογραφίες διάσημων θαμώνων των μεγαλύτερων clubs, κάρτες μέλους, συστήματα ήχου της εποχής και τα αγαπημένα των DJs 45 rpm maxi βινύλια λάμπουν κάτω από τα δυνατά φωτορυθμικά, το soundtrack που δημιούργησαν ειδικά για την έκθεση ο Γάλλος DJ και μουσικός παραγωγός Dimitri και ο επίσης Γάλλος ντράμερ Cerrone, ντύνουν περίπου μιάμιση ώρα με τριάντα πασίγνωστα κι άλλα ελάχιστα γνωστά disco κομμάτια. Πετυχαίνουν δε, να δημιουργήσουν σε όλους τους επισκέπτες της έκθεσης την ίδια αίσθηση της κοινής ακρόασης που θα βίωναν σε μια ντισκοτέκ, μια συναυλία ή ένα πάρτι της εποχής. Με τον ήχο να είναι πολύ πιο δυνατός από ό,τι σε άλλες παραδοσιακές εκθέσεις, δίνεται πραγματικά έμφαση στην ποιότητα της ακουστικής, ξεκινώντας στην πρώτη μικρή αίθουσα με ένα soundtrack αρκετά κοντά στις μίξεις των πρώτων DJs, πριν ακόμα ονομαστεί το νέο μουσικό είδος disco, ενώ καθ ‘όλη τη διάρκεια της επίσκεψης παρέχονται ακουστικά που ζωντανεύουν τους δημοφιλέστερους ρυθμούς από το 1979 έως το 1987.

Τέλος, η ενότητα «Celebration» καταπιάνεται με την πρωτοφανή επιρροή αυτού που έμελλε να χαρακτηριστεί ως «discomania». Εδώ, παράλληλα με την ειδική μνεία στην εμβληματική ταινία του 1978, Saturday Night Fever με τον John Travolta, προβάλλονται μονταρισμένα βίντεο κλιπ και σκηνές ταινιών, που μαρτυρούν τη διαχρονική επίδραση της disco στη λαϊκή κουλτούρα από το 1979 έως το 2020, και το ρόλο της στην διαμόρφωση των μετέπειτα γενεών μουσικών, από τη
Madonna ως τη Dua Lipa και την Clara Luciani.

Πληροφορίες:

Η έκθεση «Disco. I’m coming out» παρουσιάζεται μεταξύ 14 Φεβρουαρίου και 17 Αυγούστου στην Philharmonie de Paris.

Διαβάστε ακόμα:

6+1 βιβλιοπωλεία στο Παρίσι με κινηματογραφική ομορφιά

Κινηματογραφικά σκηνικά -Mεσάνυχτα στο Παρίσι: 6 σημεία για να νιώσετε την ατμόσφαιρα της ταινίας

Εκεί που έτρωγαν ο Χέμινγουεϊ, ο Πικάσο, ο Ναπολέων: Δείπνο σε 6 ιστορικά εστιατόρια του Παρισιού