Διακριτικό γνώρισμα κάθε περιοχής, κάθε οικονομικής τάξης και ηλικιακής ομάδας, οι ελληνικές φορεσιές είναι ίσως η μεγαλύτερη υλική κληρονομιά της ελληνικής παράδοσης.

12

Ακόμη και στις αρχές του 20ου αιώνα γυναίκες και άνδρες από την ελληνική επαρχία και τα νησιά εξακολουθούσαν να ντύνονται, αλλού με περίτεχνές και αλλού με πιο απλές αλλά χαρακτηριστικές ενδυμασίες.
Κάθε τόπος και το δικό του μοτίβο. Κάθε μοτίβο και παραλλαγές. Στην Ελλάδα της υπαίθρου και της παράδοσης -τα αστικά κέντρα είχαν καταχωνιάσει για τα καλά τέτοιου τύπου ενδυμασίες στο μπαούλο- κάθε φορεσιά εξέπεμπε και ένα μήνυμα. Για την οικογενειακή κατάσταση, την κοινωνική και οικονομική θέση του ατόμου (εν προκειμένω της γυναίκας) που τη φορούσε. Για παράδειγμα, διαφορετικά στοιχεία και διακοσμητικά είχε μια παραδοσιακή στολή από τη Θράκη όταν τη φορούσε μια παντρεμένη γυναίκα και διαφορετικά όταν ντυνόταν με αυτή μια νεαρή σε ηλικία γάμου. Μάλιστα όσο πιο κλειστή ήταν η κοινωνία μιας περιοχής, τόσο περισσότερα φαίνεται να ήταν τα διακριτικά σημάδια πάνω στη φορεσιά, που κατηγοριοποιούν τη γυναίκα και τον άνδρα.

Οι παραδοσιακές φορεσιές ήταν η καθημερινή ενδυμασία των ανθρώπων της επαρχίας, οι περισσότεροι εκ των οποίων, όταν δούλευαν σκληρά στα χωράφια και στα ζώα φορούσαν πιο απλά ρούχα. Οι πιο περίτεχνες φορεσιές στην Ελλάδα του 19ου και 20ου αιώνα φοριούνταν σε ιδιαίτερες περιστάσεις. Στο γάμο, στη γιορτή, αλλά και στον θάνατο. Με ίδιο μοτίβο αλλά διαφορετικά υφάσματα και στολίδια. Βαριές τσόχες, μετάξια, βελούδα, υφάσματα ραμμένα και κεντημένα στο χέρι, συνδυασμένα με ζώνες, πόρπες και μακριά γιορντάνια με χρυσά φλουριά.

Αυτό το εικαστικό, εμπνευσμένο από την παράδοση έργο, υπήρξε για τον φωτογράφο Γιώργο Τατάκη το project με το οποίο καταπιάστηκε τα τελευταία δύο χρόνια και ο λόγος που οι New York Times θέλησαν να αναδείξουν το έργο του, σε ένα άρθρο με τίτλο “Exploring Greece’s Unseen Corners”.

Ο Γιώργος Τατάκης σπούδασε ηλεκτρολόγος-μηχανικός. Άφησε κατά μέρος το διδακτορικό του για να δουλέψει και μετά από περίπου 8 χρόνια άφησε τη δουλειά του για τη φωτογραφία, αφού αποφάσισε ότι αυτό που τον κάνει ευτυχισμένο είναι να βλέπει τον κόσμο από τον φακό της μηχανής του. Να απαθανατίζει στιγμές, πρόσωπα, μέρη, φως. Ξεκίνησε φανατικά το διάβασμα αναφορικά με τη φωτογραφική Τέχνη. Μελέτησε σπουδαίους φωτογράφους και τη δουλειά τους ενώ από τα ακουστικά του θα άκουγες σίγουρα να παίζει κάποιο podcast για το σωστό διάφραγμα και άλλες τεχνικές λεπτομέρειες. Μετά από την εξαιρετικά επιτυχημένη έκθεση «Ήθος – εικόνες από μιαν άλλη Ελλάδα» αποφάσισε να γυρίσει την ελληνική ύπαιθρο και να αποτυπώσει σε ασπρόμαυρη εικόνα τις παραδοσιακές γυναικείες φορεσιές ή αλλιώς τις «Καρυάτιδες».

«Όλες οι ελληνικές φορεσιές είναι ενδιαφέρουσες» μου εξηγεί όταν τον επισκέπτομαι στο γραφείο του, έναν καλαίσθητο και περιποιημένο χώρο στο Κολωνάκι, όπου στους τοίχους υπάρχουν αγαπημένες του φωτογραφίες. «Με ελκύει η σχέση του ανθρώπου με τη φορεσιά. Υπάρχουν κάποια μέρη που έχουν πολύ στενούς δεσμούς με την φορεσιά τους, όπως η Όλυμπος στην Κάρπαθο ή η Θεσσαλία με τις Καραγκούνες. Στην Όλυμπο πολλές κοπέλες έχουν πάνω από 40 φορεσιές στις ντουλάπες τους. Είναι το μόνο μέρος της Ελλάδας που φορούν τις παραδοσιακές φορεσιές ως καθημερινά ρούχα. Και λένε σε μας ότι φοράμε ευρωπαϊκά» μου λέει εξιστορώντας όσα του συνέβησαν σε αυτό το απομακρυσμένο αλλά πανέμορφο σημείο της χώρας μας.

Στο φωτογραφικό του Project παρατηρώ ότι τα κλικ έχουν κάτι πολύ στοιβαρό. Οι γυναίκες μόνες ή πολλές μαζί, σε τέλεια στοίχιση κοιτούν ευθεία στον φωτογραφικό φακό δηλώνοντας την ταυτότητά τους. «Είμαστε η κληρονομιά μας». Πώς λοιπόν ένας φωτογράφος που αγαπά το αυθόρμητο κατάφερε να δημιουργήσει αυτά τα υπέροχα, σκηνοθετημένα κλικ; «Έχει να κάνει με ένα ταξίδι που έκανα στο Λονδίνο» μου λέει «καθώς μέχρι τότε είχα δαιμονοποιήσει στο μυαλό μου τις στημένες εικόνες. Εκτιμούσα πάντα ότι οι φωτογραφίες έπρεπε να είναι στιγμιότυπα. Εκπροσωπώντας λοιπόν την Ελλάδα στην έκθεση “Another Europe“, βρέθηκα στο Λονδίνο όπου επισκέφτηκα την φωτογραφική έκθεση της Alex Prager. Μου έκανε εντύπωση το γεγονός ότι οι φωτογραφίες ήταν πάρα πολύ σύνθετες και περιελάμβαναν πάρα πολύ κόσμο, ενώ ήταν όλοι ντυμένοι με ρούχα που ταίριαζαν τέλεια στα χρώματα κάθε φωτογραφίας. Πώς πέτυχε αυτές τις σκηνές; αναρωτιόμουν. Ήταν τόσο τυχερή; Πιο κάτω λοιπόν σε ένα ντοκιμαντέρ με το backstage των φωτογραφιών έμαθα ότι η φωτογράφος ζει στην Καλιφόρνια και όλα αυτά είναι set με ηθοποιούς, εντυπωσιακές γκαρνταρόμπες, στιλίστες και τεράστιες παραγωγές. Ένα σκηνικό δηλαδή όπου γίνονταν οι φωτογραφίσεις. Μετά από αυτό θεωρώ ότι αποδαιμονοποίησα το στημένο».

Στα ταξίδια του, αυτό που περισσότερο τον συγκινεί είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι. Ο τρόπος που τον καλοδέχονται και τον κάνουν να νιώθει ένα μαζί τους. Είναι οι γυναίκες που επιδιορθώνουν μέρα νύχτα τις φορεσιές για να για να μην φανεί κάποια ατέλεια στον φακό. Είναι όλη αυτή η αγάπη που εισπράττει, τα χαμόγελα, πριν αλλά και μετά από κάθε λήψη.

«Συνεργάζομαι με το Καποδιστριακό» μου εξηγεί όταν τον ρωτάω πώς καταφέρνει να βρίσκει τους σωστούς ανθρώπους που θα τον κατευθύνουν «Υπάρχουν γνώστες οι οποίοι μου συστήνουν άτομα που διαθέτουν σωστές φορεσιές. Είτε αυθεντικές είτε τέλεια αντιγραφή. Οι Καραγκούνες για παράδειγμα χρειάστηκαν πάνω από μια εβδομάδα για να ολοκληρωθούν. Για να βρεθούν οι κοπέλες, τα σωστά ρούχα, να γίνει συντήρηση των ρούχων» καταλήγει. Ο χώρος στον οποίο γίνεται κάθε φωτογράφιση είναι επιλογή του ίδιου. «Πρέπει να πηγαίνω εγώ ώστε να βρίσκω το σωστό σημείο με το ιδανικό φως» μου λέει καθώς χαζεύουμε μαζί στον υπολογιστή μια συγκλονιστική εικόνα με θρακιώτικες φορεσιές.

Το project του Γιώργου Τατάκη, αν και αρκετά πλούσιο, δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη. Ο φωτογράφος θα χρειαστεί να ταξιδέψει τα επόμενα 2 χρόνια σε διάφορες περιοχές ώστε να καταγράψει και την τελευταία φορεσιά.

Κάποιο μυστικό; τον ρωτάω. Μήπως η καλή φωτογραφία είναι κυρίως θέμα μηχανής; «Προφανώς και δεν ισχύει ότι με την καλύτερη φωτογραφική μηχανή βγάζεις και καλύτερες φωτογραφίες. Αν ήταν έτσι θα παίρναμε ένα Mont Blanc και θα γινόμασταν όλοι Καζαντζάκης».

Tatakis.com