Τρεις καλλιτέχνες μας μιλούν για τη σχέση τους με το τόσο ιδιαίτερο αυτό υλικό και το πώς συνεχίζουν, ο καθένας με τον τρόπο του, την παράδοση των σπουδαίων γλυπτών που κατάγονταν από την πρωτεύουσα του μαρμάρου στην Ελλάδα.
Πώς μπορείς να ζεις όλη σου τη ζωή σκαλίζοντας με τη σμίλη και τον μαντρακά σου το μάρμαρο, υλικό σκληρό, που δεν συγχωρεί λάθη και απαιτεί τρομακτική πειθαρχία για να μην κάνεις το παραμικρό λάθος μέχρι την τελευταία στιγμή; Και πώς νιώθεις όταν συνεχίζεις το έργο άξιων και φημισμένων σε όλη την Ελλάδα γλυπτών που τίμησαν το νησί τους και δημιούργησαν ανεπανάληπτα έργα που θαυμάζουμε μέχρι σήμερα;
Σε αυτό το ταξίδι η Τήνος μου χάρισε πολλά δώρα. Μεταξύ αυτών ήταν η επίσκεψη στον Πύργο και οι άνθρωποι που γνώρισα εκεί. Συνάντησα τον Λεωνίδα Χαλεπά, αρχιτέκτονα, γλύπτη και διευθυντή του Προπαρασκευαστικού Σχολείου Μαρμαρογλυπτικής Πύργου Πανόρμου και τους μαρμαρογλύπτες Πέτρο Μαρμαρινό και Μιχάλη Σαλταμανίκα. Ζουν και οι τρεις στο χωριό, «ένα ζωντανό σχολείο μαρμαρογλυπτικής», οι δύο τελευταίοι, μάλιστα, έχουν τελειώσει την σχολή του και έχουν περάσει εκεί όλη τους τη ζωή.
Η Τήνος, και ειδικότερα τα Έξω Μέρη, υπήρξε το σημαντικότερο Νεοελληνικό Κέντρο Μαρμαροτεχνίας στην Ελλάδα, η οποία έχει εγγραφεί στον Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO από το 2015. Γιατί εκεί; Η περιοχή με το άγονο έδαφος ήταν πλούσιο σε λευκό, γκρίζο και πράσινο μάρμαρο κι έτσι δημιουργήθηκαν πολλά λατομεία. Η τέχνη του μαρμάρου περνούσε από πατέρα σε γιο και σταδιακά αναδείχθηκαν σπουδαίοι μαρμαράδες και επώνυμοι καλλιτέχνες. Άφησαν τη σφραγίδα της σμίλης τους σε όλη την Ελλάδα, στην Μικρά Ασία, στην Κωνσταντινούπολη, στη Ρουμανία, στη νότια Ρωσία και στην Αίγυπτο.
Όπως θα διαβάσω σε κείμενα του Μουσείου Μαρμαροτεχνίας Τήνου, την περίοδο της μεγάλης ακμής του, στις αρχές του 20ού αιώνα, ο Πύργος είχε περίπου 500 μαρμαράδες και 100 λατόμους. Τον 19ο αιώνα, η κυρίαρχη θέση του μαρμάρου στην οικοδόμηση της νέας πρωτεύουσας και άλλων πόλεων έκανε τους Τήνιους μαρμαράδες να φύγουν και να ανοίξουν μεγάλα μαρμαρογλυφεία -κυρίως στην Αθήνα. Ήδη από δεκαετία του 1830 δούλευαν στα λατομεία της Πεντέλης και στην οικοδόμηση των Ανακτόρων. Στην Αθήνα και σε άλλες ελληνικές πόλεις -όπως ο Πειραιάς, η Ερμούπολη, η Πάτρα, η Καλαμάτα, η Χαλκίδα η Θεσσαλονίκη, η Ρόδος), οι Τήνιοι μαρμαράδες άφησαν τη σφραγίδα τους σε νεοκλασικά μέγαρα, εκκλησίες, κοιμητήρια και στις αναστηλώσεις αρχαίων μνημείων. Από τους ίδιους και τους απογόνους τους προήλθαν μεγάλα ονόματα της νεοελληνικής γλυπτικής.
Λεωνίδας Χαλεπάς: «Η γλυπτική θέλει πειθαρχία, εργατικότητα, μόχθο και συνεχή προσπάθεια»
Ο 47χρονος αρχιτέκτονας και γλύπτης με το «βαρύ» επώνυμο του σπουδαίου προγόνου του, έχει αναλάβει τη διεύθυνση του ιστορικού Προπαρασκευαστικού και Επαγγελματικού Σχολείου Καλών Τεχνών Πύργου Πανόρμου από το 2015. Με υποδέχεται στην είσοδο ενός γραφείου υπό μετακόμιση, καθώς σε λίγο φοιτητές και καθηγητές θα μεταφερθούν προσωρινά σε άλλους χώρους για να ξεκινήσει η αναμόρφωση και επέκταση των εγκαταστάσεων και μετά η προσθήκη σύγχρονου υλικοτεχνικού εξοπλισμού. Ένα έργο πολύ σημαντικό για την μαρμαρογλυπτική και την συνέχειά της όχι μόνο στην Τήνο, αλλά και σε ολόκληρη την Ελλάδα. Θα γίνουν με την αρωγή του ΥΠ.ΠΟ. και χρηματοδότηση του Ταμείου Ανάκαμψης. Την προμελέτη έχει κάνει το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος και τα έργα προβλέπεται να ολοκληρωθούν μέσα στο 2025.
Είναι ντυμένος απλά, πολύ σεμνός, πολύ ευγενικός. Στο βιογραφικό του Λεωνίδα Χαλεπά περιλαμβάνονται πτυχίο από το ΕΜΠ και την Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών και μια σημαντική πορεία στην Αμερική και την Αγγλία. Πήγε στην Νέα Υόρκη με υποτροφία Fulbright και στο Βερμόντ ως επισκέπτης καλλιτέχνης σε κέντρο γλυπτικής. Έπειτα έκανε ένα ακόμη μεταπτυχιακό στον υλικό πολιτισμό και την ανθρωπολογία στο Νόριτς της Αγγλίας. «Στην ΑΣΚΤ μαθήτευσα δίπλα στον Θεόδωρο Παπαγιάννη, που είναι ένας πολύ σημαντικός γλύπτης και δάσκαλος, και του οφείλω πάρα πολλά. Με έχει διδάξει πάνω στις αρχές του σχεδίου, του πλασίματος του όγκου και της γνώσης των υλικών. Οπότε οι αναφορές μου είναι παρόμοιες με της σχολής όπου βρισκόμαστε», θα μου πει καθώς βολευόμαστε σε δυο καρέκλες, ανάμεσα σε ντοσιέ και χαρτόκουτα. «Όλη η διαδικασία της διδασκαλίας εδώ είναι κάτι που με ενδιαφέρει βαθιά. Ο πηλός, ο γύψος, το χρώμα, το σχέδιο, το μάρμαρο, η θεωρητική αναζήτηση πάνω σε αυτά βρίσκονται στο επίκεντρο της τέχνης που αγαπάμε», θα προσθέσει.
Στη σχολή, που λειτουργεί από το 1955, διδάσκονται η μαρμαροτεχνία, η γλυπτική, η ζωγραφική και το σχέδιο, η ιστορία τέχνης και το αρχιτεκτονικό σχέδιο. Σκοπός της τριετούς δωρεάν φοίτησης είναι η επαγγελματική κατάρτιση στην μαρμαροτεχνία και η προπαρασκευή των σπουδαστών που έχουν ταλέντο ώστε να συνεχίσουν στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών. Από την ίδρυσή της μέχρι σήμερα τα λειτουργικά έξοδα καλύπτει το Ιερό Ίδρυμα της Ευαγγελίστριας ενώ το ΥΠ.ΠΟ. καταβάλλει τα χρήματα για τους μισθούς των καθηγητών.
Η σχολή του Πύργου προετοιμάζει δηλαδή γλύπτες ή μαρμαροτεχνίτες; θα τον ρωτήσω, «Αυτά τα δυο πάνε μαζί και το ένα ενισχύει το άλλο. Εγώ τα παιδιά τα φωνάζω καλλιτέχνες αλλά και μάστορες. Ένας γλύπτης δεν μπορεί να έχει το ένα χωρίς το άλλο. Η εικαστική ανάγκη και η έκφραση δεν μπορούν να εμπεδωθούν χωρίς την τριβή με το υλικό, με την τεχνική, με τους κανόνες που αυτή υπαγορεύει. Η σχολή έχει μια παράδοση στη διδασκαλία που είναι διαχρονικής σημασίας. Αυτά δεν πρέπει να αλλάξουν. Μπορείς να εξελίξεις τα πράγματα αλλά με τίποτα να αλλοιώσεις τον βασικό πυρήνα. Οι σπουδαστές πρέπει να μάθουν να δουλεύουν το μάρμαρο με τη σμίλη και το σφυρί -τον μαντρακά- με τον παραδοσιακό τρόπο. Να αποκτήσουν τη θεμελιακή εκπαίδευση».
Λίγο αργότερα θα πάμε μαζί να δούμε το εργαστήριο και την αίθουσα διδασκαλίας των σπουδαστών οι οποίοι φέτος είναι 21, από όλη την Ελλάδα και ένας από την Ιρλανδία. Οι ηλικίες ποικίλουν: μπορεί να είναι νέα παιδιά, αλλά και συνταξιούχοι που ξεκινούν από την αρχή να δουλεύουν το μάρμαρο.
Τι κοινό χαρακτηριστικό έχουν;: «Είναι εργατικοί και πειθαρχημένοι», μου απαντά. «Γιατί το απαιτεί η διαδικασία του μαρμάρου. Πρέπει να μπορείς να υπακούσεις στους κανόνες του υλικού -άλλωστε αυτό το ίδιο δεν σου επιτρέπει να μην το κάνεις».
Παρότι οι αίθουσες με τα παλιά μωσαϊκά είναι σήμερα άδειες, τα πάντα εκεί συνομιλούν άηχα μεταξύ τους. Το εργαστήριο γεμίζουν πίνακες, αγάλματα, ανάγλυφα, πορτρέτα, καβαλέτα, προτομές σε ράφια, εργαλεία και σκεπασμένα έργα των σπουδαστών που βρίσκονται σε εξέλιξη. Στη δεύτερη αίθουσα τα σχεδιαστήρια αρχιτεκτονικού σχεδίου κυριαρχούν στον χώρο. Τι αλλαγές έφερε στη ζωή σας, αλλά και στη σχέση σας με το μάρμαρο, η μετάβαση στην Τήνο από το εξωτερικό, θα ρωτήσω τον συνομιλητή μου. «Aυτή είναι πολύ ενδιαφέρουσα και πολύ δύσκολη ερώτηση. Διδάσκω το μάθημα της γλυπτικής στα παιδιά και πάμε πάλι στις απαρχές της γνώσης. Είναι μια πολύ σημαντική διαδικασία, που με έχει εμπλουτίσει πολύ ως καλλιτέχνη και ως άνθρωπο. Το να πηγαίνεις πίσω και μπροστά είναι σαν να ενισχύεις τις ρίζες σου, ένα συνεχές πάρε δώσε του πριν και του μετά. Και το ένα θρέφει το άλλο».
-To να ζείτε σε ένα μικρό χωριό των Κυκλάδων, μετά το εξωτερικό, δεν το νιώθετε περιοριστικό;
-Όχι, γιατί όλα μπορούν να γίνονται μέσω internet. Άλλωστε, αν είσαι απορροφημένος στον κόσμο της τέχνης σου δεν υπάρχει διαφορά είτε βρίσκεσαι στη Νέα Υόρκη είτε στον Πύργο. Αν τον χειμώνα ο τόπος γίνεται πιο μοναχικός, εγώ δεν το νιώθω, δεν προλαβαίνω. Η σχολή είναι κάτι πολύ δυναμικό. Επίσης, δεν αισθάνομαι ότι περιορίζομαι, αντίθετα, νιώθω πολύ ελεύθερος και δημιουργικός.
-Παράλληλα δουλεύετε και δικά σας έργα;
-Ναι, έχω ένα δικό μου εργαστήριο. Τώρα ετοιμάζω ένα έργο που θα το παρουσιάσω μαζί με κάποιους συναδέλφους μου εδώ στην Τήνο. Δεν επιδιώκω ιδιαίτερα να κάνω εκθέσεις, γιατί βιώνω κυρίως τη διαδικασία της δημιουργίας του έργου και δεν ασχολούμαι ιδιαίτερα με το να ψάξω πού θα εκθέσω. Κάνω τη γλυπτική μου και πειραματίζομαι και αγωνιώ και χαίρομαι όταν το βλέπω, ή λέω ότι κάτι θα μπορούσα να το κάνω διαφορετικά. Ένας ερευνητής είμαι.
-Φέρετε ένα επώνυμο πολύ σημαντικό -ο μικρός αδερφός του Γιαννούλη Χαλεπά, ο Πραξιτέλης, είναι προπάππους σας. Πώς νιώθετε για αυτό;
-Συγκίνηση προφανώς, γιατί είναι μέρος της οικογενειακής μου ιστορίας. Επειδή ο Γιαννούλης Χαλεπάς ανήκει στους μεγάλους καλλιτέχνες νιώθω ούτως ή άλλως μια σύνδεση μαζί του. Είναι τόσο σημαντικός που ανήκει σε μια πολύ υψηλή σφαίρα των ιδεών. Η σχέση μου με αυτόν είναι όπως με τον Φειδία και ξεπερνάει το οποιοδήποτε γενεαλογικό δέντρο. Θεωρώ ότι διδάσκεσαι και μόνο που βλέπεις τα έργα του.
Πέτρος Μαρμαρινός: «Το ίδιο το μάρμαρο σε κατευθύνει και σε εμπνέει»
Tην πρώτη γνωριμία με τον γνωστό γλύπτη θα την κάνεις στο εκθετήριό του στο κεντρικό σοκάκι του Πύργου. Εκεί θα θαυμάσεις τα χαρακτηριστικά έργα του που είναι τα ολόγλυφα λευκά περιστέρια και τα μαρμαρόγλυπτα «χάρτινα καραβάκια». Έχει δημιουργήσει, επίσης, πολλά χρηστικά αντικείμενα -πιατέλες και μαρμάρινα τραπέζια με ρόδια, ελιές, στάχυα και σταφύλια- και κατά παραγγελία αντικείμενα για τη διακόσμηση διάφορων χώρων.
Ο Πέτρος Μαρμαρινός γεννήθηκε στον Πύργο και ανήκει στην 5η γενιά καλλιτεχνών της οικογένειας. «Ήταν αυτό που λέμε “το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον”, γιατί ο ένας παππούς μου έδωσε την τέχνη και ο άλλος το όνομα. Εγώ δεν επιδίωξα να κάνω αυτή τη δουλειά, είναι κάτι που συνέβη από μόνο του», θα μου πει όταν τον συναντήσω στο εργαστήριό του.
Έχει ζήσει όλη του τη ζωή στο χωριό των μαρμαρογλυπτών και έχει αποφοιτήσει από το Προπαρασκευαστικό Σχολείο Καλών Τεχνών. «Όταν μπήκα στη σχολή και ξεκίνησα να σχεδιάζω και κυρίως να σκαλίζω το μάρμαρο, νόμιζα ότι δούλευα χρόνια -ήταν κάτι απίστευτο. Εκφράστηκαν αβίαστα όσα είχα μέσα μου. Όταν τελείωσα συνέχισα σε εργαστήρια που υπήρχαν εδώ για κάποιο διάστημα. Μετά είχα δύο επιλογές, ή να δουλέψω στη συντήρηση αρχαιολογικών χώρων ή να κάνω δικό μου εργαστήριο. Επέλεξα το δεύτερο κι έτσι ξεκίνησα το 1995. Και δεν το μετάνιωσα».
Ένα τόλμημα που τον έκανε να ξεχωρίσει, αφορούσε τη χρήση του χρώματος στο μάρμαρο. «Έτσι δημιούργησα κάποια έργα εμπνευσμένα από αρχαιολογικά γλυπτά και μοτίβα, καθώς και αρκετά εφαρμοσμένα στο σήμερα -κυρίως διακοσμητικά, αλλά και τραπέζια, πιατέλες κ.ά. Ήταν αρκετά περίτεχνα και το χρώμα άρεσε πολύ στον κόσμο. Βέβαια στην πορεία άρχισα να καταλαβαίνω ότι δεν είναι αυτό που με χαρακτηρίζει -μάλλον εξέφραζα έτσι την αγάπη μου προς τη ζωγραφική. Ένιωσα ότι πρέπει να σεβαστώ το μάρμαρο και πλέον δεν δουλεύω με χρώμα», παρατηρεί.
Συνδυάζοντας, λοιπόν «τη γονιδιακή με τη βιωματική μνήμη», ο καλλιτέχνης συνέχισε την πορεία του δημιουργώντας τα χαρακτηριστικά έργα που βλέπεις στο εκθετήριο και στον ιστότοπό του. «Ωστόσο, δεν επαναπαύομαι, θέλω να εξελίσσω συνεχώς το αντικείμενο της τέχνης μου -μάλιστα θα έλεγα ότι επηρεάζομαι πολύ από τις τάσεις που επικρατούν στο design και στην αρχιτεκτονική. Τώρα τα έργα μου είναι περισσότερο μίνιμαλ, λιγότερο επιτηδευμένα», μου λέει. Kαι διευκρινίζει: «Τα περιστέρια μου είναι διαφοροποιημένα, αυτή τη φορά δεν τα κάνω λεία. Η βάση των γλυπτών πολλές φορές είναι από πράσινο ή γκρι λειασμένο μάρμαρο κι έτσι υπάρχει η αντίθεση, του πιο επιτηδευμένου με το λίγο ακατέργαστο. Είναι σαν να ξαναγυρνάω στο χρώμα με άλλο τρόπο. Γι΄ αυτό ψάχνω κομμάτια κόκκινου ή και μαύρου μαρμάρου».
Αυτά τα κομμάτια, μαζί με πολλά άλλα, αντικρίζω κοιτώντας τη μεγάλη αυλή του σπιτιού-εργαστηρίου του με τα δέντρα, που περιλαμβάνει και πάγκους εργασίας. «Το ίδιο το μάρμαρο σε κατευθύνει και σε εμπνέει διαφορετικά. Εγώ αγαπάω εκείνα που έχουν αρμονικά “νερά”», σχολιάζει, και μετά μου εξηγεί τα είδη των μαρμάρων και τις χρήσεις του κάθε ενός.
Πώς αισθάνεστε ζώντας τόσα χρόνια, κάθε μέρα, σε επαφή με το υλικό αυτό;, τον ρωτάω. «Η συνομιλία μου μαζί του είναι πλέον κανονική επικοινωνία. Το γνωρίζω βέβαια τόσο, όσο το έχω δουλέψει. Και είναι μια σχέση αλληλεπίδρασης. Δεν είσαι ελεύθερος με το μάρμαρο. Είναι ένα υλικό ακριβό και πρέπει να είσαι πολύ προσεκτικός. Και πολύ πειθαρχημένος». Ο καλλιτέχνης θα πάρει μέρος τον Ιούνιο σε ομαδική έκθεση που διοργανώνει το Μουσείου Μπενάκη.
Μιχάλης Σαλταμανίκας: «Το μάρμαρο πρέπει να το αγαπάς με την καρδιά σου. Πολύ. Το λίγο δεν φθάνει»
Στο εσωτερικό του μαρμαρογλυφείου του Μιχάλη Σαλταμανίκα δεκάδες μικρά και μεγάλα έργα στολίζουν τα ράφια, μαζί με κομμάτια μαρμάρου και πάγκους με εργαλεία. Η μαρμαρόσκονη είναι πανταχού παρούσα, καλύπτοντας τα πάντα σαν αόρατο πέπλο. Σε μια άκρη του χώρου βρίσκεται η παλιά χρωματιστή ξύλινη βάρκα του παππού του. Η σχέση του με τη θάλασσα είναι μακρόχρονη και τα παιδικά του χρόνια είναι ο λόγος που τα καράβια κυριαρχούν ανάμεσα στα έργα του.
Ο πατέρας του ήταν φαροφύλακας στο Στενό Άνδρου-Τήνου, στο νησάκι Δύσβατο. Και ο επτάχρονος, τότε, Μιχάλης πήγαινε τα καλοκαίρια να του κάνει παρέα, μένοντας εκεί πολύ καιρό, αντικρίζοντας το πέλαγος και τα καράβια να περνούν. «Έμαθα να με ξυπνάνε οι γλάροι που ζούσαν σε μια διπλανή βραχονησίδα. Να βλέπω τα καΐκια και τα γρι γρι που άναβαν τα φώτα τους. Ζούσα την καθημερινότητα μαζί με το πατέρα μου, μοιράζαμε το ψωμί μας. Έπρεπε να μάθεις να ζεις με αυτά που έχεις, γιατί τα φαγητά κάποια στιγμή τέλειωναν αν ο καιρός δεν επέτρεπε ανεφοδιασμό. Μου άρεσε τόσο, που ήθελα να γίνω κι εγώ φαροφύλακας, αλλά μετά οι φάροι έγιναν αυτόματοι», θυμάται.
Όταν έδωσε εξετάσεις στα 15 του και πέρασε στη σχολή του Πύργου, το κατάφερε χάρη στα ξυλόγλυπτα με τα οποία είχε ασχοληθεί. Και μετά μπήκε στα βαθιά. Και μάθαινε, και δούλευε στα εργαστήρια «με θεό και με ψυχή». «Με το που χτύπησα πρώτη φορά το μάρμαρο ένιωσα ευτυχία. Χαρά. Αγωνιζόταν ο Μανιατάκος, ο αείμνηστος διευθυντής, να με βγάλει έξω από την αίθουσα στο διάλειμμα, γιατί εγώ ήθελα να σκαλίζω, να βλέπω την εξέλιξη του έργου. Στον χώρο που είμαστε τώρα είχε ένα μικρό αποθηκάκι η γιαγιά μου -δεν χώραγα καλά καλά στο ύψος. Μου είχε κάνει ο πατέρας μου έναν πάγκο και πήγαινα τα απογεύματα και δούλευα».
Όταν τελείωσε τη σχολή πήγε να μαθητεύσει δίπλα σε έναν πολύ καλό δάσκαλο τον Λάμπρο τον Διαμαντόπουλο. Μετά, είχε την τύχη να δουλέψει τέμπλα και προσκυνητάρια στον Πύργο, σε ένα παράρτημα της γνωστής οικογένειας μαρμαρογλυπτών Φιλιππότη που το είχαν ο Στρατής και ο Θεολόγος Φιλιππότης. «Δούλεψα βυζαντινό σκάλισμα -τέμπλα και προσκυνητάρια- με τον μάστορα τον Βαγγέλη τον Βουδούρη. Ο πατέρας τον Φιλιπποτέων ήταν ο μπάρμπα Γιάννης, άφθαστος μάστορας που έχει κάνει το καμπαναριό της Παναγίας της Τήνου. Πήγαινα στο σπίτι του να του φέρω τα ψώνια και σε αντάλλαγμα αυτός με μάθαινε πράγματα».
Όταν ακούς την ιστορία του Μιχάλη Σαλταμανίκα συνειδητοποιείς ότι είναι παρόμοια με των μαρμαρογλυπτών του παρελθόντος, που μάθαιναν από τους προηγούμενους, και κοπίαζαν καθημερινά για να τιθασεύσουν το σκληρό υλικό, που λάθη δεν συγχωρεί. «Το μάρμαρο με διδάσκει, κάθε μέρα. Κυρίως όμως πρέπει να το αγαπάς με την καρδιά σου. Πολύ. Το λίγο δεν φτάνει. Εγώ τη μαρμαρογλυπτική σε καμία περίπτωση δεν τη βλέπω σαν δουλειά. Είναι τέχνη, δώρο που μου δόθηκε. Και όταν έχουν ζήσει σε αυτό τον τόπο τόσο σπουδαίοι γλύπτες, το ελάχιστο που μπορούμε εμείς να κάνουμε είναι να συνεχίζουμε αυτή την τέχνη με ταπεινότητα, με σεμνότητα», μου λέει.
Το εργαστήριό του το άνοιξε το 1996. «Με ένα τηλέφωνο που δεν είχα ούτε πού να το ακουμπήσω. Με έναν μόνο πάγκο – χωρίς άλλους για να στολίζω τα έργα μου. Κι έπιασα και ξεκίνησα από μόνος μου, αλλά με μεγάλη χαρά που βρισκόμουν σε δικό μου χώρο και υλοποιούσα τις ιδέες μου. Έφτιαχνα τότε γουδιά, ξινάρια, βρύσες για τις αυλές, υπέρθυρα. Σιγά σιγά, έμπαινε κόσμος, έβλεπε. Μετά άρχισαν και παραγγελίες». Σήμερα, ανάμεσα στα πολλά έργα που στολίζουν τους πάγκους και τα ράφια στο εκθετήριο-πωλητήριο, κυριαρχούν τα σταφύλια, οι ελιές, τα καράβια, οι βάρκες, τα δέντρα της ζωής. Και πιο πρόσφατα άρχισε να φτιάχνει τα χωριά της Τήνου και κάποια μοντέρνα έργα και αφαιρετικά δημιουργήματα όπως «Τα Κύματα», σε σκούρο, άψογα λειασμένο, μάρμαρο γεμάτο «νερά».
Απλός και ειλικρινής, ο Μιχάλης με συγκινεί κάθε φορά που τον συναντάω από τότε που τον γνώρισα, 20 χρόνια πριν. Αποπνέει αθωότητα και καλοσύνη. Κι ο λόγος του είναι τόσο ανεπιτήδευτος που δεν θέλω, γράφοντας τη συνέντευξη, να κάνω καμία παρέμβαση ή διόρθωση. Η αφοσίωσή του σε αυτό που κάνει είναι φανερή και η αγάπη για τη δουλειά του μεγαλώνει με τα χρόνια, όπως θα μου πει, σαν παραξενεμένος και ο ίδιος. «Όσο περνάνε τα χρόνια, το πιο φυσιολογικό θα ήταν να αρχίσω να κουράζομαι, να βαριέμαι. Όμως, εγώ παίρνω ζωή από την τέχνη. Έρχομαι στο εργαστήριο, παίρνω τον μαντρακά και το καλέμι και αρχίζω και χτυπάω ένα έργο που δουλεύω. Στην αρχή λοιπόν σκαλίζω κανονικά. Δεν ξέρω τι συμβαίνει, αλλά ξαφνικά είναι σαν να σβήνουν όλα και γίνομαι ένα με το έργο. Λύνονται όλα τα προβλήματα ως δια μαγείας».
Σε περίοπτη θέση στον τοίχο βρίσκεται ακόμη το αγαπημένο μου ανάγλυφο μεγάλο έργο, που απεικονίζει καΐκια σε τρικυμία με πανιά και κατάρτια τόσο λεπτεπίλεπτα που αναγκάστηκε όταν τα έφτιαχνε να κλείσει τις πόρτες και το τηλέφωνο, μην τον τρομάξουν και κάνει το λάθος τελευταία στιγμή.
«Εγώ το μάρμαρο το θεωρώ ζωντανό. Πρέπει να το δουλεύεις γλυκά, όχι να το χτυπάς με μανία. Το μάρμαρο πονάει. Αν το χτυπήσεις λάθος, αλλάζει ο ήχος και σε προειδοποιεί: ή θα σπάσω, ή θα σπάσει το καλέμι. Το μάρμαρο έχει τη γοητεία πως ό,τι κάνεις πρέπει να το σκεφτείς πριν. Δεν συγχωρεί το λάθος. Δεν πρέπει επίσης ποτέ να βλέπεις ρολόι. Και πρέπει να απαγορεύεις στον εαυτό σου σκέψεις όπως με συμφέρει ή όχι».
Στη βιτρίνα έχει προστεθεί ένα ακόμη αριστουργηματικό δημιούργημα το οποίο, όπως και τα καΐκια, αρνείται να αποχωριστεί όσα λεφτά κι αν του προσφέρουν. Είναι ένα μαρμάρινο κοφίνι με σταφύλια που έφτιαξε για μια έκθεση στο Ίδρυμα Κακογιάννη, με λεπτομέρεια τόση που νομίζεις ότι είναι αληθινό. Χρειάστηκε ένα χρόνο για να το σμιλέψει. Ο κύβος του μαρμάρου που χρησιμοποίησε ήταν τόσο βαρύς που χρειάστηκε τεράστια προσπάθεια για να τον χειριστεί. «Το έπλεξα όλο το καλάθι, και τον πάτο του, παρότι δεν θα τον δει ποτέ κανείς. Γιατί ήθελα να γίνει ωραίο. Μετά έφτιαξα τις πλευρές και στο τέλος τα φύλλα και τα χερούλια».
Το έργο που θα μου φέρει δάκρυα στα μάτια το βλέπω για πρώτη φορά. Είναι εκείνο που δημιούργησε το 2018 για την έκθεση που διοργανώθηκε στον Πύργο με αφορμή τα 80 χρόνια από τον θάνατο του Γιαννούλη Χαλεπά: δύο χέρια που κρατούν με αγωνία και ένταση τα σίδερα μιας φυλακής. «Το Έρεβος, έτσι το ονομάζω. Εγώ τον μπάρμπα Γιαννούλη τον Χαλεπά τον αντιλαμβάνομαι ως έναν άνθρωπο φυλακισμένο, που τόσα χρόνια οι γονείς του του στερούσαν αυτό που ήθελε. Τι ήθελε δηλαδή; Να κάνει γλυπτά. Το έργο αυτό είναι πολύ δύσκολο και για να το φτιάξω και ξέρεις τι έκανα; Διάβαζα τη ζωή του και δούλευα. Και πάλι το ίδιο. Τώρα είναι εδώ, τον έχω παρέα».
Καθόμαστε γύρω από το μεγάλο κομμάτι μαρμάρου που χρησιμοποιεί ως γραφείο. Είναι ασφυκτικά γεμάτο χαρτιά με σκίτσα και προσχέδια. Τα έργα που ονειρεύεται να φτιάξει είναι ακόμη πάρα πολλά και συχνά αντλεί έμπνευση από γλυπτές συνθέσεις που βλέπει σε μουσεία του εξωτερικού. Λίγο πριν τελειώσουμε την κουβέντα μας με εκπλήσσει για άλλη μια φορά με την αφοσίωση στον στόχο του -και το πώς δεν φείδεται κόπου για να το κάνει. «Μου αρέσει πολύ να βρίσκω μάρμαρα στο βουνό, ή στο βυθό. Παίρνω τη μάσκα μου και κολυμπάω. Κι όταν δω ένα μάρμαρο που μου αρέσει εκεί θα το πάρω. Κάνω τη βουτιά, το πιάνω, και περπατάω στον βυθό μαζί με αυτό. Το αφήνω, μόλις τελειώνει η ανάσα. Ανεβαίνω, κάνω κουράγιο και ξανά. Με μοναδικό σκοπό να καταφέρω να το βγάλω στη στεριά. Η φύση μας δίνει απλόχερα πολλά πράγματα. Αρκεί να μην τα προσπερνάμε. Ακόμη και αν πας σε έναν βράχο που τον χτυπάει η θάλασσα πάρα πολλά χρόνια θα δεις πολλές παραστάσεις που θα σου δώσουν έμπνευση. Ολόκληρη η Τήνος, άλλωστε, είναι πηγή έμπνευσης».
Διαβάστε ακόμα: