Πολύ σπάνια μου συμβαίνει να επισκεφθώ ένα μέρος και να μην θέλω να ξεμακρύνω. Κανονικά, η δίψα για την ντοπαμίνη της εξερεύνησης και της ανακάλυψης δεν με αφήνει να αράξω. Όμως ένα μικρό κομμάτι της Νάξου καταφέρνει να με βιδώνει στη θέση μου. Ίσως επειδή μου δίνει όλα όσα χρειάζομαι. Ίσως επειδή διώχνει όλα όσα δεν χρειάζομαι.
Πήγα για πρώτη φορά στη Νάξο το καλοκαίρι του ’92, όταν ο Μάραγκας και η Πλάκα ήταν ακόμη ένα εξωτικό, ανεκμετάλλευτο μυστικό με λευκούς αμμόλοφους και κρυστάλλινα νερά. Πιτσιρίκια τότε εμείς, αναρωτηθήκαμε κάποια στιγμή τι υπήρχε πέρα από το -σχεδόν θρυλικό- ταβερνείο «Παράδεισος», στην άκρη της Αγίας Άννας, για να πάρουμε από τους γονείς την ομόφωνη –και εντελώς 90s- απάντηση: «Εκεί πάνε οι γυμνιστές».
Έτσι, την εκτυφλωτική αλήθεια την έμαθα μετά από πολλά χρόνια, απαλλαγμένη πια από γονεϊκά ταμπού και τους περιορισμούς. Η άκρη της Αγίας Άννας δεν ήταν πια το τέλος, αλλά η αρχή του δρόμου. Και πιο συγκεκριμένα του εμβληματικού χωματόδρομου που διατρέχει ακόμη τα 3 χιλιόμετρα της παραλίας και που απαγορεύεται να ασφαλτοστρωθεί, επειδή αποτελεί τμήμα προστατευόμενης περιοχής φυσικού κάλλους.
Δεν έχει νόημα να καταφύγω σε κλισέ για να περιγράψω την περιοχή. Ας πούμε απλώς ότι αυτός ο συνδυασμός άμμου και θάλασσας, υπόλευκου και γαλάζιου, είναι η επιτομή του ελληνικού καλοκαιριού και ας αφήσουμε να μιλήσουν καλύτερα οι εικόνες που συνοδεύουν αυτό το άρθρο.
Και ναι, η παραλία –σε μεγάλο τμήμα της- έχει αλωθεί από τουριστικές επιχειρήσεις και όσοι την γνώριζαν το ’92 ίσως οικτίρουν. Όμως η αλήθεια είναι ότι είναι πολύ μεγάλη για να χωράει τους πάντες: τους θαυμαστές του ανσάμπλ ομπρέλα-ξαπλώστρα στα πρώτα της μέτρα, τους λάτρεις των θαλάσσιων σπορ λίγο πιο πέρα και, τέλος, εκείνους που αναζητούν το social distancing και το εκτιμούσαν πολύ πριν γίνει κουλ.
Το ίδιο ισχύει και το φαγητό. Κι εκεί χωράνε όλοι οι καλοί: είτε θέλουν μαμαδίσιο φαγητό, πάνω στην παραλία από την κουζίνα του Παραδείσου είτε προτιμούν tacos και frozen Margaritas στο Picasso είτε επιλέγουν πειραγμένα ελληνικά πιάτα από το Πέτρινο είτε ακόμη αν επιθυμούν σκανδιναβικά, ανοιχτά σάντουιτς με σολομό στην ταράτσα του Jan’s Deli.
Στο ίδιο πολυσυλλεκτικό μοτίβο και οι επιλογές διαμονής που ποικίλουν από τα ιστορικά camping Maragas Beach και Plaka που εξακολουθούν να φιλοξενούν τους διαχρονικούς fans της περιοχής, μέχρι τα rooms to let για όλα τα βαλάντια και τα wabi-sabi αισθητικής boutique hotels όπως το Naxian on the Beach και το Ploes.
Ό,τι κι αν επιλέξει ο επισκέπτης, δύσκολα θα χάσει τα λεφτά του και σχεδόν σίγουρα θα επιστρέψει, γιατί σε αυτό το κομμάτι του μεγαλύτερου νησιού των Κυκλάδων θα τα βρει όλα. Και αν πρέπει οπωσδήποτε να βάλω έναν αστερίσκο σε όλο αυτό το θαύμα, θα είναι το μελτέμι που γίνεται τιμωρητικό κάποιες φορές. Όμως, αλήθεια, ακόμη κι αυτό μου λείπει καθώς γράφω αυτές τις γραμμές από το γραφείο μου και όχι από την παραλία, με τα πόδια μου βυθισμένα στην δροσερή βραδινή άμμο.