Τα απομεινάρια του τελευταίου σεισμού της πύλης Ε1 περνούν βιαστικά από τα τριγωνικά παράθυρα του εξαιρετικά ταχύπλοου σκάφους. Σε λίγα λεπτά, οι τσιμεντένιοι όγκοι του Πειραιά γίνονται μια πρόσφατη ανάμνηση. Το Αιγαίο πέλαγος είναι ήδη παντού τριγύρω, λουσμένο από το πλάγιο, πρωινό, δυνατό φως του ατάραχου καλοκαιρινού ήλιου.
Πολύ λίγες ώρες πριν την άφιξη στη Μύκονο, ιστορίες εκτυλίσσονται με πρωταγωνιστές χαρούμενους έως ενθουσιώδεις ταξιδιώτες, λάτρεις αυτού του τόπου, με πρόσωπα γεμάτα προσδοκίες. Ο μύθος της Μυκόνου, οι ιστορίες, οι αμέτρητες φωτογραφήσεις που έχουν φιλοξενηθεί στα δαιδαλώδη σοκάκια και στις γαλαζόχρυσες παραλίες, το τζετ σετ και το παραδοσιακό cosmopolitan, οι ωραίοι άνθρωποι, τα πάρτι και η δυνατή μουσική, τα ψέματα και τα μυστικά αυτού του νησιού, προσελκύουν κάθε χρόνο, όλο και περισσότερους ανθρώπους από κάθε σημείο του πλανήτη, κυριολεκτικά.
Είναι κοινό μυστικό. Τα σύνορα της Μυκόνου εξαφανίζονται, μαζί με τα διαβατήρια των επισκεπτών με την άφιξη. Οι επισκέπτες της Μυκόνου είναι κάτι σαν προσκυνητές. Έρχονται να δουν, να γευτούν, να μυρίσουν, να νιώσουν, να μαυρίσουν, να ψωνίσουν, να αγρυπνήσουν, να εξαντληθούν αλλά και να κοιμηθούν σε κάποιο υπέροχα ορθοπεδικό κρεβάτι. Έρχονται να συνυπάρξουν, να γνωριστούν αλλά, ίσως, και ενίοτε να αναγνωριστούν. Οι αμέτρητες selfies, τα δισεκατομμύρια megabytes που αιωρούνται ασταμάτητα…
Λίγο πριν την άφιξη στο Νέο Λιμάνι, με τον ήχο της αγχωτικής αναγγελίας «το πλοίο θα έχει άμεση αναχώρηση» να εκτοξεύεται παντού από αόρατα ηχεία, η πρώτη μυρωδιά αντηλιακού απλώνεται ήδη στον ανακυκλωμένο ψυχρό αέρα. Γαλακτεροί αλλοδαποί απλώνουν την πολύτιμη κρέμα στα μπράτσα και τα χαμογελαστά τους πρόσωπα, τα οποία μαρτυρούν μια ικανοποίηση, ένα θρίαμβο ότι τα κατάφεραν επιτέλους να βρεθούν εδώ, στη μέση του Αρχιπελάγους, θα εκτεθούν στον καυτό ήλιο που βαθαίνει τις ρυτίδες, στα τοπία της πιο υπέροχης γωνιάς του πλανήτη για κάποιους.
Το λιμάνι στον Τούρλο είναι άνετο. Πλακόστρωτο, ταξινομημένο. Η πολύ συχνή κίνηση σκαφών, αλλά και ο προβλήτας των κρουαζιερόπλοιων ακριβώς δίπλα, αποπνέουν οργάνωση και ασφάλεια ενώ ο θαλάσσιος ταξιδιώτης κερδίζει μια ευχάριστη πρώτη εντύπωση για την πρώτη του μέρα στο νησί αντί για αναζήτηση λύσεων ταλαιπωρίας.
Είναι νωρίς το πρωί και μεσολαβούν μερικές ώρες μέχρι την προγραμματισμένη είσοδο στο δωμάτιο. Ώρα για βόλτα.
Με τα μάτια του αιώνιου εραστή του νησιού
Ένα μηχανάκι και μια τσάντα με τα απαραίτητα. Η ενέργεια κατακλύζει το σώμα, οι αισθήσεις σαν ραντάρ δέχονται τα αμέτρητα ερεθίσματα. Γαλαζοπράσινα νερά όπου και να στραφεί το βλέμμα, ανοιχτή πρόσκληση για βουτιά, κυριολεκτικά οπουδήποτε. Η Δήλος και η Ρήνεια στον ορίζοντα, δεξιά, το πιο φωτεινό σημείο του Αιγαίου. Η επιφάνεια της θάλασσας ρυτιδωμένη με λευκά σημαδάκια, το μελτέμι είναι εδώ, καθαρό και καθαρτικό ταυτόχρονα. Περνώντας παράλληλα της Χώρας, ανάμεσα σε υπέροχα σπίτια, αρχοντικά με καταπληκτική αρχιτεκτονική και ώριμες μπουκαμβίλιες, σημάδια της καλής αισθητικής και της ποιότητας ζωής, οι δρόμοι είναι καθαροί, οι λίγες λακκούβες δεν είναι άξιες γκρίνιας. Οι στέγες της Χώρας, δεξιά, κοιτώντας από τη Ρόχαρη, σαν ένα ενιαίο γλυπτό, απαστράπτουσες, διακόπτονται από απλωμένες μπουγάδες και τις κορυφές των ευκάλυπτων, ιδανικό σκηνικό για παρκούρ αλλά και για κινηματογραφικό κυνηγητό στις στέγες με τον Τζέισον Μπορν.
Η φαντασία και η προσμονή του απρόσμενου έχουν την τιμητική τους. Η ομορφιά είναι παντού, όπου χωρούν οι ακτίνες του ήλιου αλλά και οι σκιές του φεγγαρόφωτου. Τα καλογυαλισμένα μαύρα, πολυτελή βαν, με τα φιμέ τζάμια έχουν μάθει πια να ελίσσονται με ασφάλεια και άνεση στους στενούς δρόμους, προφυλάσσοντας τους VIP επιβάτες τους, εξιτάροντας την αίσθηση της συνύπαρξης στον ίδιο γεωγραφικό χώρο θνητών και «αθάνατων».
Η Μύκονος είναι ένα πρότυπο ταξιδιωτικής εμπειρίας. Και αλλάζει διαρκώς, βελτιούμενη. Είναι μια μεγάλη αγκαλιά, λίγο αλμυρή, αλλά με πολύ γλυκιά επίγευση. Ένα παγκόσμιο χωριό με πάρα πολύ καλή εξυπηρέτηση, σχεδόν παντού πια, από το άρτιο καφέ στον περιφερειακό δρόμο, το υπέρ-πολύχρωμο οπωροπωλείο, τους σταθμούς καυσίμων, όπου η ευγένεια περισσεύει, τους εργαζόμενους στα καταστήματα, τους ανθρώπους της καθαριότητας, τους σερβιτόρους, τους κονσιέρζ, τους ανθρώπους της φιλοξενίας, τους απλούς κατοίκους του χειμώνα-καλοκαίρι. Είναι το νησί όπου όλο και περισσότεροι πίνουν πια το εσπρέσο φρέντο χωρίς καλαμάκι, όπου η θέρμανση-ψύξη στις πισίνες και στα λουτρά έχει ξεκινήσει να λειτουργεί με περιβαλλοντική συνείδηση, όπου οι αφαλατώσεις εντείνονται, όπου η ποιότητα του φαγητού είναι πλημμυρισμένη με αρώματα Κυκλάδων και Ελλάδας, όπου τα κοκτέιλ αποτελούν επιστήμη γεύσης και ποιότητας.
Εδώ νιώθει κανείς την ανάγκη να κάνει shopping, να στολιστεί, να ντυθεί αλλά εξίσου εύκολα να γδυθεί. Να μαυρίσει τις πατούσες του, να τσουρουφλίσει το δέρμα του, να ζήσει με το αλάτι και να μοιραστεί τη χαρά αυτού.
Η Μύκονος είναι το νησί όπου οι αμέτρητες παραλίες φιλοξενούν τους ωραίους, τους ποζάτους, τους άλλους, τους «κανονικούς», τους αθλητές, τους παλαιομοδίτες αλλά και τους φυσιολάτρεις μέσα στα απίστευτα σμαραγδένια νερά και επάνω στις χρυσές, χοντρόκοκκες αμμουδιές. Είναι το νησί που προσφέρει απομόνωση, αν την αποζητά κάποιος, απίστευτη φασαρία, για όποιον έλκεται, το τέλος των αντοχών του κορμιού, αν αυτό επιθυμεί κανείς, το αυτοτσαλαπάτημα, τις νίκες αλλά και την επούλωση των ανοιχτών πληγών των χειμώνων.
Είναι η νήσος των υπέροχων αρχιτεκτονημάτων, παλαιών και μοντέρνων, των αιγαιοπελαγίτικων λιτών γραμμών, του παιχνιδιού του λευκού με τις αποχρώσεις του μπλε, των ονειρικών κατασκευών (με εξαιρέσεις, βέβαια).
Είναι η Μύκονος των Κυκλάδων, της πρωτόλειας ομορφιάς, των αγρών, των παραδόσεων, των αληθινών ανθρώπων, της φύσης. Ναι, η Μύκονος είναι και αυτό.
Οι διαρκείς αλλαγές της, ο χαμαιλεοντισμός της
Οδηγώντας τη vespa κάτω από τον καυτό ήλιο με κατεύθυνση την παραλία του Αγίου Σώστη, ένα προσωπικό προσκύνημα κάθε επίσκεψης, αναρωτιέμαι τι είναι αυτό, το κάτι παραπάνω, που κάνει αυτόν τον τόπο να τον αγαπούν οι επισκέπτες, να τον λοιδορούν οι haters, να συνεχίζεται η αιώνια στάση αγάπης-μίσους. Τι είναι αυτό που φέρνει «κατασκόπους» από άλλα τουριστικά μέρη του πλανήτη να ρίχνουν κλεφτές ματιές και να προσπαθούν να τις υλοποιούν πίσω, στους τόπους τους. Μήπως είναι οι αμέτρητες επιλογές ψυχαγωγίας; Μήπως η αίσθηση ότι είσαι μέρος κάποιου σπουδαίου γεγονότος; Μου είχε πει κάποτε ένας φίλος πως, περπατώντας στους δρόμους της Νέας Υόρκης, από τον 42ο μέχρι τον 43ο δρόμο, νιώθεις σα να είσαι μέρος μιας λογοτεχνικής ιστορίας. Είναι η πόλη και ο μύθος της που σου χαρίζει αυτήν την αίσθηση. Πάντα έτσι νιώθω στη Μύκονο. Είναι και οι διαρκείς αλλαγές της, ο χαμαιλεοντισμός της. Κάτι που συμβαίνει μόνο σε συγκεκριμένα σημεία του πλανήτη.
Η Μύκονος μοιράζει απλόχερα την ενέργειά της, ενέργεια που της έχει χαριστεί από τη γεωγραφική της θέση, το Αρχιπέλαγος, το κέντρο του Αιγαίου, τα μελτέμια, τη Δήλο. Ανανεώνει την ενέργειά της διαρκώς ρουφώντας μερίδιο της διάθεσης των αμέτρητων επισκεπτών της. Και με τη σειρά της τους την επιστρέφει. Είναι το μέρος όπου καινοτόμοι επιχειρηματίες τολμούν να επενδύσουν στις ιδέες τους και, αν είναι ειλικρινείς, αν σεβαστούν την τύχη της παρουσίας τους στο νησί, ανταμείβονται. Και προκρίνονται στον επόμενο γύρο.
Καθώς βουτώ στα δροσερά νερά του Αγίου Σώστη με το φρεσκοψημένο φαγητό στα κάρβουνα από την καρτποσταλική ταβέρνα, πιο πάνω, να μου γαργαλάει τη μύτη, κάνω ένα αργό μακροβούτι και σκέφτομαι πως εδώ, είναι το μέρος όπου έφαγα τη μοναδική «χυλόπιτα» απαγόρευσης εισόδου σε έναν υπέροχο χώρο ψυχαγωγίας χωρίς να στραβώσω ή να θιχτώ, αφού δεν είχα προνοήσει να κάνω κράτηση και αφού μου το απαγόρευσε ένα από τα πιο υπέροχα πλάσματα που έχω δει ποτέ μου. Χαλάλι.
Η Μύκονος αλλάζει, αναπτύσσεται και προοδεύει, με συνειδητότητα αλλά και υπερβολική προσπάθεια, αφού οι Μυκονιάτες είναι από τους πιο εργατικούς ανθρώπους που έχω γνωρίσει. Αλλά και με το σεβασμό, την επιχειρηματική αρτιότητα, την επαγγελματική κατάρτιση και την καλαισθησία των «φιλοξενούμενων» επιχειρηματιών στο νησί.
Όλοι όσοι έχουμε πάει ή εξακολουθούμε να πηγαίνουμε, θυμόμαστε τη Μύκονο. Αναμνήσεις, ναι. Νοσταλγία, όχι. Για αυτό, ας δημιουργούμε αναμνήσεις.