Οι ομορφιές της Αιτωλοακαρνανίας δεν έχουν τέλος και οι χάρες του παραθαλάσσιου λόγγου αστράφτουν υπερήφανες. Η μοίρα το ‘φερε να περάσω ξανά (και ξανά) από το Μεσολόγγι.
Το Μεσολόγγι, λοιπόν, μου θυμίζει εκείνες τις χώρες για τις οποίες όλοι λένε ότι βολεύει να ταξιδεύεις σε αυτές, γιατί βρίσκεις φθηνά εισιτήρια, γιατί πολλές άλλες ομορφιές είναι κοντά κτλ.: κάτι σαν την Μπρατισλάβα της Σλοβακίας, από την οποία παίρνεις το τρένο και πας σε άλλα μέρη, μαγικά, κοντινά, υπέροχα.
Φθάνουμε Αιτωλικό και προλαβαίνουμε δεν προλαβαίνουμε μια επίσκεψη στο Μουσείο της Βάσως Κατράκη, προτού αυτό κλείσει για μεσημέρι: και η χαράκτρια και το μουσείο θα άξιζαν πολύ μεγαλύτερη φήμη. Η σπουδαία Ελληνίδα, με καταγωγή από το Αιτωλικό και διεθνή ακτινοβολία δημιούργησε πολλά έργα χρησιμοποιώντας ως υλικό τον ψαμμίτη, ένα υλικό που λίγοι χαράκτες είχαν και έχουν δουλέψει. Στις 25 Ιουνίου 2006, εγκαινιάστηκε στο Νησάκι του Αιτωλικού το «Κέντρο Χαρακτικών Τεχνών -Μουσείο Βάσως Κατράκη». Η χαράκτρια κληροδότησε στη γενέτειρά της όλα της τα έργα, τα οποία φιλοξενούνται μόνιμα στη μια αίθουσα του μουσείου, με το υπόγειο να έχει διαμορφωθεί με στόχο να λειτουργήσει Σχολή Χαρακτικής. Κάναμε μια βόλτα και από την εκκλησία της Παναγίας στο Αιτωλικό, όπου το 1824 είχε δικαστεί σε μια δίκη-παρωδία ο Καραϊσκάκης.
Η αγαπημένη μου στιγμή της εκδρομής έφθασε: ιππασία στο Αιτωλικό, με τα καλοφροντισμένα, ανδαλουσιανά άλογα του έμπειρου Γιάννη Παρρά. Ο χώρος του περιλαμβάνει στάβλο, στίβο εκγύμνασης και εκπαίδευσης των αλόγων και αποθήκες όπου φυλάσσονται οι τροφές και ο εξοπλισμός των αλόγων, ενώ το κέντρο ιππασίας ασχολείται με την ελεύθερη και καλλιτεχνική ιππασία-όχι με πρωταθλητισμό. Η βόλτα που κάνουμε (30 ευρώ το άτομο) μέσα από τις καλαμιές της λιμνοθάλασσας μάς χαρίζει πραγματικό οξυγόνο. Η αίσθηση του αλόγου είναι ανεπανάληπτη, πρόκειται για μια συνδυασμένη ψυχική και σωματική θεραπεία, με τις ευεργετικές της συνέπειες να διαρκούν για μέρες.
Δεν είναι η πρώτη μου φορά εδώ, στο Αιτωλικό, αλλά πρώτη φορά παρατηρώ τόσο όμορφα χρώματα στον ουρανό του. Από το σπίτι ενός φίλου, ο οποίος ψήνει χέλια στα κάρβουνα, η λιμνοθάλασσα το βραδάκι φαντάζει γαλήνια και παραμυθένια, βαμμένη φούξια και μωβ από την δύση του ηλίου. Βόλτα στο λιμανάκι με τις βάρκες που έχουν τα «σταφνοκάρια» τους, μια ευρεσιτεχνία των ντόπιων ψαράδων για να αλιεύουν στα ρηχά νερά, χωρίς να καταστρέφουν την επιφάνεια του βυθού. Τρώμε, πίνουμε, τσουγκρίζουμε, τα μικρά της παρέας μάς θυμίζουν ότι η ανεμελιά της εποχής τους ανήκει. Δημιουργούμε όλοι μαζί αναμνήσεις.
Το πρωί ξυπνάμε και μας περιμένει κι άλλη εκδρομή. Τι ωραία εκδοχή ζωής αυτό το πήγαινε έλα. Η φίλη μου η Φωτεινή μου έλεγε χρόνια για τη Ναύπακτο, την πατρίδα της. Δεν περίμενα, όμως, να είναι τόσο όμορφη. Την έχουν αποκαλέσει το «Μονακό» της Αιτωλοακαρνανίας. Κάπου το είχα διαβάσει αυτό και ήταν το πρώτο που αναδύθηκε στην σκέψη μου όταν παρκάραμε το αμάξι, μετά από 45 λεπτά διαδρομή από το Αιτωλικό, και βγήκαμε περατζάδα στο βενετσιάνικο λιμανάκι της Ναυπάκτου, το περικυκλωμένο από τα ενετικά τείχη. Οποία ομορφάδα! Και έλεγκανς, όμως, και κινηματογραφικότητα. Καλοντυμένοι άνθρωποι, αίσθηση ραστώνης, λίγο πριν την επίσημη έναρξη των καλοκαιρινών διακοπών, ποτά, μυρωδιές φρεσκοψημένης βάφλας από εδώ κι από εκεί, μαγαζιά, ζευγαρωμένοι περίπατοι αγκαλιά.
Η Ναύπακτος είναι από τις λίγες πόλεις της Ελλάδας που επέζησε 30 αιώνες μέσα από μια πολυτάραχη ιστορία. Η θέα από το Κάστρο της απλώνεται σε όλο τον Κορινθιακό, τα βουνά της Πελοποννήσου και το Ιόνιο πέλαγος. Χτισμένη στους πρόποδες της Πίνδου και με το μάτι ανοιχτό μπροστά στο μπλε και το γαλάζιο, είναι στ’ αλήθεια μια πόλη λεβέντισσα. Αφού ήπιαμε έναν καφέ, ξεκινήσαμε από το λιμάνι για να πάμε στο Κάστρο-ένα από τα εντυπωσιακότερα φρουριακά αρχιτεκτονήματα της Ευρώπης, χωρίς πλάκα. Τι όμορφη η διαδρομή μας! Κατάφυτες αυλές, γραφικά πλακόστρωτα καντούνια, το μουσείο Μπότσαρη (πύργος κι αυτό) και το Ρολόι της πόλης που χρονολογείται από το 1914. Λίγο μόνο λαχάνιασμα αργότερα, η θέα ανταμείβει: θάλασσα πλατιά και η Γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου.
Ώρα για απογευματινή βουτιά. Όλοι μιλούν για τις δύο πεντακάθαρες, βραβευμένες για τα κρυστάλλινα νερά τους, παραλίες Ψανή και Γρίμποβο, με τα πλατάνια πλάι στο κύμα που χαρίζουν παχιά σκιά και στιγμές ανεπανάληπτης καλοκαιρινής χαλάρωσης. Επιλέγουμε το Γρίμποβο, στην ανατολική μεριά του λιμανιού, γιατί για φαγητό θα πάμε ούτως ή άλλως στην Ψανή -θέλουμε να «κλέψουμε» κάτι από όλα τα ωραία μέρη. Στη Ναύπακτο τρώνε πολύ κρέας, το κοντοσούβλι δίνει και παίρνει, αλλά εμείς διάγουμε μια άτυπη ψαροφαγική περίοδο, για μια μικρή αποτοξίνωση πριν σφίξουν (κι άλλο) οι ζέστες. Στον μόλις ενός έτους Αχινό (Αxinos Seafood restaurant), πίνουμε κρασί και τρώμε ψαρομεζέδες πρώτης, με θαλασσινά αλιευμένα από το αγαπημένο Μεσολόγγι και τον Πατραϊκό κόλπο.
Σύντομη ξεκούραση στο δωμάτιό μας και βραδινή εξόρμηση στο Smart Bar του Νεκτάριου Καραχρήστου, στέκι της Φωτεινής και της παρέας της, που έκλεισε πρόσφατα τα 20 του χρόνια. Μικρή, κομψή μπάρα με αθηναϊκό αέρα παλιών μαγαζιών τύπου Au Revoir και φοβερή μουσική από μεγάλο φάσμα αγγλόφωνου για όλες τις διαθέσεις: soul, jazz, rock, underground beats. Στα decks, ο Νίκος Ζησιμόπουλος στήνει ηχητικό φόντο στα ποτά μας που εγκαινιάζουν επίσημα το φετινό καλοκαίρι και εναλλάσσονται με σφηνάκια.
Το επόμενο πρωινό, μετά από ένα πλούσιο, κοσμοπολίτικο πρωινό στο λιμάνι, στο Centro Porto, πρώτο τραπέζι πίστα, ξεκινάμε ορεξάτοι ένα μετά μουσικής road trip για την Ορεινή Ναυπακτία -μιας που χορτάσαμε λιμνοθάλασσα και θάλασσα, ώρα για βουνό, δάση πυκνά και παραμυθένιες βρύσες με τρεχούμενο νεράκι δροσερό. Πρώτα περνάμε τη γέφυρα του Μόρνου, αφήνουμε πίσω μας τον δρόμο που οδηγεί στα χωριά του Λιδορικίου και αφηνόμαστε την χάρη των ναυπακτικών βουνών. Διαδρομή φανταστική, γεμάτη μικρά θαύματα που ξεπροβάλλουν: Τερψιθέα, Ελατού, Άνω Χώρα, η Αμπελακιώτισσα με το ομώνυμο Μοναστήρι, Πλάτανος, Κάτω Χώρα, αλλά και το φανταστικό κεφαλοχώρι που ακούσει στο όνομα Κρυονέρια. Χωριά γεμάτα ομορφιές και ιστορία.
Το πιο όμορφο ορεινό ηλιοβασίλεμα μάς περιμένει σε λίγες ώρες, σύμφωνα με τις υποσχέσεις άλλων ταξιδιωτών, που δεν ξεγελιούνται από τις βουτιές του ήλιου μες στην θάλασσα, μιας που ξέρουν και την χάρη του καλοκαιριού στο βουνό. Λες να μείνουμε εδώ απόψε; Δεν μπορεί, θα υπάρχει ένα οικονομικό δωμάτιο και για εμάς.
Μέσα σε τρεις μέρες, έχουμε κιόλας αλλάξει τόσες παραστάσεις, έχουμε δει τόσα χρώματα, έχουμε γευτεί τόσα συναισθήματα. Πότε πέρασαν τόσο γρήγορα; Και πότε θα ξανάρθουμε άραγε; Ίσως ποτέ ξανά. Κι ίσως, έτσι, είναι καλύτερα. Όπως έχει γράψει καταπληκτικά και ο Σοπενάουερ:
«Πώς συμβαίνει να είμαστε πεπεισμένοι
ότι πράγματι ερωτευτήκαμε ένα μέρος
και όταν το επισκεπτόμαστε ξανά,
δεν μας λέει τίποτε;
Γιατί ο τόπος
φοράει τη μάσκα του χρόνου.
Συνεπώς αυτό που μας άρεσε
δεν ήταν τόσο μια πόλη,
ένα χωριό, ένα βουνό ή ένα νησί,
αλλά ο εαυτός μας,
Τότε».
Διαβάστε ακόμα:
Από το Αίγιο στο Αγρίνιο: To ημερολόγιο σε έναν off beaten προορισμό της Ελλάδας
Αιτωλικό: Το όμορφο νησάκι στη λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου που θυμίζει Βενετία
Μεσολόγγι-Αιτωλικό: Οι λιμνοθάλασσες στρώνουν πλουσιοπάροχο τραπέζι