Για όσους έχουν μεγαλώσει με τις φανταστικές περιπέτειες του πλοιάρχου Νέμο χαραγμένες στο μυαλό και την καρδιά τους, οι πόλεις που βρίσκονται χαμένες στους βυθούς των απέραντων ωκεανών, αποτελούν πάντα αντικείμενο απέραντου θαυμασμού και απερίγραπτου μυστηρίου.

28

Και το μόνο σίγουρο είναι πως ο Ιούλιος Βερν, ο σπουδαίος αυτός συγγραφέας που «έχτισε» μέσα στο μυαλό του τις βάσεις για την επιστημονική φαντασία και μαζί με αυτή ολόκληρους κόσμους μαγικούς, θα ένιωθε μεγάλη ικανοποίηση αν ήξερε ότι όλα αυτά που κάποτε εξιστόρησε στις σελίδες του «20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα» είναι, σε μεγάλο βαθμό, υπαρκτά και βρίσκονται «εξαφανισμένα» κάτω από τα κύματα, στους απέραντους ωκεανούς της γης.

Μπορεί τη χαμένη Ατλαντίδα να μην τη βρήκαμε (ακόμη) και να έχει παραμείνει στη συνείδηση μας ως ένας τόπος γαλήνιος και μυθικός, ωστόσο, οι πολιτείες που στέκουν ακόμα όρθιες στον βυθό έρχονται για να ξυπνήσουν μέσα μας ρίγη συγκίνησης και δέους έτσι όπως τα μαύρα νερά τυλίγουν στην αγκαλιά τους κάποιους από τους πολυτιμότερους θησαυρούς που εντοπίστηκαν ποτέ κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.

Η αρχαία πόλη Ηράκλειον, Αίγυπτος

Ίσως το πιο συγκλονιστικό και πολύτιμο αρχαίο εύρημα που εντοπίστηκε ποτέ στον βυθό της θάλασσας, η αρχαία πόλη Ηράκλειον, γνωστή και ως Θώνις στα αρχαία ελληνικά, ανακαλύφθηκε από τον αρχαιολόγο Franck Goddio το 1999 για να γίνει πρωτοσέλιδο στα διεθνή μέσα ενημέρωσης εκείνης της περιόδου, να εγείρει την περιέργεια μας και να εξιτάρει τη φαντασία μας.

Το αρχαίο Ηράκλειον, το οποίο θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα εμπορικά λιμάνια της Αιγύπτου κατά τα ρωμαϊκά και ελληνιστικά χρόνια, υπολογίζεται πως ξεκίνησε να βυθίζεται κάποια στιγμή τον 3ο αιώνα μ.Χ. και μέχρι τον 8ο αιώνα είχε καταλήξει ολόκληρο στον βυθό της Mεσόγειου θάλασσας. Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 εκατοντάδες αγάλματα, επιγραφές, χρυσά νομίσματα και σαρκοφάγοι ταριχευμένων ζώων, τα οποία είχαν, πιθανότατα, προσφερθεί ως θυσία στους αρχαίους θεούς της Αιγύπτου, ήρθαν στην επιφάνεια μετά από μία τεράστια επιχείρηση ανάσυρσης. Λέγεται πως όταν χτίστηκε η πόλη στεκόταν περήφανη και υπέροχη πάνω στο «στόμα» του Δέλτα στον Νείλο, ενώ πλέον βρίσκεται σε 46 μέτρα βάθος στον κόλπο Aboukir, απέναντι από την Αλεξάνδρεια.

Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους ο λόγος που η αρχαία πολιτεία υποχώρησε κάτω από το νερό ήταν το μεγάλο βάρος των κτισμάτων που την αποτελούσαν: ανάμεσα στους θησαυρούς που εντοπίστηκαν στον βυθό υπάρχουν αγάλματα ύψους 5 μέτρων, αλλά και ένας επιβλητικός ναός αφιερωμένος στον θεό Amun-Gereb, μία από τις βασικές θεότητες της θρησκείας των αρχαίων Αιγυπτίων. Στην ελληνική μυθολογία ο Amun ήταν ο Ηρακλής, ο τρανός ημίθεος ήρωας των αρχαίων Ελλήνων, που στην αρχαία Αίγυπτο απέκτησε, σταδιακά, θεϊκή υπόσταση.

Shicheng, Κίνα

Την αποκαλούν συχνά και «Ατλαντίδα της Ανατολής», όμως, στην πραγματικότητα η πόλη Shicheng «κρύβει» μέσα της όλο το μυστηριώδες, μακρινό μεγαλείο της λαμπρής, αυτοκρατορικής Κίνας. Τα βυθισμένα ερείπια που εντοπίστηκαν το 2001 στον πάτο της λίμνης Quiandao χρονολογούνται στις περιόδους της δυναστείας των Ming και των Qing, οι οποίοι κυβέρνησαν το ισχυρό βασίλειο της Κίνας από το 1368 έως το 1912.

Ωστόσο, παρά τη μαγική γοητεία που ασκεί στον εξωτερικό θεατή η ύπαρξη μίας πανέμορφης πολιτείας στον βυθό μίας λίμνης, η ιστορία πίσω από την «εξαφάνιση» αυτού του θαυμάσιου μνημείου πολιτισμικής κληρονομιάς μόνο γοητευτική δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί. Το 1959 η κινεζική κυβέρνηση βύθισε επίτηδες την πόλη Shicheng, όνομα που στη γλώσσα των Μανδρίνων σημαίνει «Πόλη των Λιονταριών», προκειμένου να δημιουργήσει «χώρο» για την τεχνητή λίμνη Xin’an Dam και τον ομώνυμο υδροηλεκτρικό σταθμό. Για το συγκεκριμένο πρότζεκτ περίπου 300.000 άνθρωποι απομακρύνθηκαν από τα σπίτια τους, αρκετοί από τους οποίου είχαν οικογένειες που ζούσαν κοντά στην πόλη για ολόκληρους αιώνες.

Στις αρχές των 00s η κυβέρνηση της Κίνας εξόπλισε αποστολή, η οποία βούτηξε στη λίμνη προκειμένου να διαπιστώσει τι έχει απομείνει όρθιο από τη βύθιση της ξεχασμένης Shicheng, ενώ το 2011 το Chinese National Geography έδωσε στη δημοσιότητα φωτογραφίες από τα ερείπια της πόλης, η οποία συνεχίζει να εντυπωσιάζει με την ομορφιά της στον γαλάζιο βυθό.

Οι μελέτες έδειξαν ότι η πόλη πιθανότατα είχε 5 διαφορετικές εισόδους, ενώ πιστεύεται ότι στους δρόμους της υπήρχαν συνολικά 265 αψίδες, διακοσμημένες με καθηλωτικά πέτρινα λιοντάρια, δράκους, πουλιά καθώς και ιστορικές επιγραφές. Τα τείχη της πόλης χρονολογούνται πίσω στον 16ο αιώνα.

Αν και η πόλη βρίσκεται εδώ και 8 δεκαετίες στον βυθό της λίμνης Quiandao, 400 χιλιόμετρα νότια της Σαγκάη, είναι στην πραγματικότητα εξαιρετικά καλά διατηρημένη, καθώς το νερό έχει λειτουργήσει ως ασπίδα απέναντι στον άνεμο, τη βροχή και τον ήλιο. Σήμερα οι έμπειροι δύτες μπορούν να πλησιάσουν στα ερείπια της Shicheng, ενώ μεγάλες καταδυτικές ξεναγήσεις πραγματοποιούνται κάθε χρόνο από τον Απρίλιο έως τον Νοέμβριο σε μία από τις πιο συναρπαστικές εμπειρίες που μπορεί να ζήσει κανείς κάτω από το νερό.

Baiae, Ιταλία

16 χιλιόμετρα δυτικά της Νάπολης, η αρχαία ρωμαϊκή πόλη Baiae, κείτεται στον βυθό του Τυρρηνικού Πελάγους, μαγεύοντας τους δύτες με τα πανέμορφα γλυπτά που έχουν εντοπιστεί στα ερείπια της.

Η αρχαία πόλη, που λέγεται ότι πήρε το όνομα της από τον Βάιο, σύντροφο του Οδυσσέα και συνοδοιπόρο του στην Οδύσσεια, θεωρούνταν ένας επίγειος παράδεισος για τους κατοίκους της, αλλά και για τους επισκέπτες που περνούσαν από εκεί. Πλούσια και πολυτελής απ’ άκρη σ’ άκρη, πλημμυρισμένη με όμορφα ανάκτορα και δημόσια λουτρά, η Baiae ήταν το πιο ηδονικό μέρος για να ξοδέψει κανείς τις μέρες και τις νύχτες του. Ένας τόπος όπου το ποτό, ο έρωτας και η αφθονία είχαν τον πρωταγωνιστικό ρόλο, αλλά και μία πόλη όπου η αρχαιορωμαϊκή αρχιτεκτονική άφησε πίσω της πολλά κτίσματα και αγάλματα εξαίσιας ομορφιάς.

Η Baiae υπήρξε επίσης πατρίδα του Πίσων, του συνωμότη που σχεδίασε να δολοφονήσει τον Νέρωνα αλλά απέτυχε παταγωδώς. Όταν ο εκκεντρικός Ρωμαίος αυτοκράτορας ανακάλυψε την πλεκτάνη που είχε στηθεί εις βάρος του τιμώρησε τον Πίσων, αλλά και τον φιλόσοφο Σενέκα που συνωμότησε μαζί του, με τον χειρότερο τρόπο: τους διέταξε να αυτοκτονήσουν μπροστά του.

Οι δύτες έχουν, μάλιστα, καταφέρει να εντοπίσουν την έπαυλη του Πίσων, μαζί με μία ακόμη στην οποία πιστεύεται ότι είχε ζήσει ο ίδιος ο Νέρωνας. Καθώς μιλάμε για ένα μέρος με πραγματικά ισχυρούς και εύπορους κατοίκους οι επιστήμονες θεωρούν πως τεράστιοι θησαυροί βρίσκονται μέχρι και σήμερα θαμμένοι στον βυθό της θάλασσας και έτσι οι αρχαιολογικές έρευνες, που λαμβάνουν χώρα αδιάκοπα από τη δεκαετία του 1940, συνεχίζονται. Μάλιστα οι δύτες έχουν καταφέρει να εντοπίσουν πατώματα από αρχαίες επαύλεις με εντυπωσιακά μωσαϊκά σε εκπληκτική, για τα δεδομένα, κατάσταση. Συγκλονιστικά ευρήματα που έχουν διασωθεί σχεδόν άθικτα 1700 χρόνια κάτω από την επιφάνεια του νερού. Επιπλέον οι αποστολές που εξερευνούν την περιοχή, όταν τα νερά είναι αρκετά καθαρά, έχουν καταφέρει να βρουν ίχνη από δρόμους, τοίχους σπιτιών, όπως και τα αγάλματα του Βάιου και του Οδυσσέα να στέκουν ακέραια λες και τοποθετήθηκαν εκεί μόλις χθες.

Παυλοπέτρι, Ελλάδα

Το 1967 ο Βρετανός επιστήμονας Νίκολαος Φλέμινγκ και η ερευνητική ομάδα του εντόπισε τα ερείπια μίας αρχαίας πόλης στα ανοικτά της μικρής νησίδας Παυλοπέτρι απέναντι από την Ελαφόνησο.

Η αρχαία πόλη πιθανολογείται ότι βυθίστηκε το 1000 π.Χ. – αν και μία άλλη, αντικρουόμενη θεωρία υποστηρίζει πως ο οικισμός εξαφανίστηκε πολύ αργότερα και συγκεκριμένα το 375μ.Χ. από τον ίδιο σεισμό που κατάστρεψε και το αρχαίο Γύθειο. Σήμερα, το Παυλοπέτρι εντοπίζεται μεταξύ της ομώνυμης νησίδας και του νοτιότερου τμήματος της Λακωνίας, μόλις ελάχιστα μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, ενώ θεωρείται παγκόσμιο φαινόμενο καθώς είναι η μοναδική βυθισμένη, αρχαία πόλη που χαρτογραφήθηκε πλήρως το 1968 από την επιστημονική ομάδα του πανεπιστημίου του Cambridge.

Στο Παυλοπέτρι, σε βάθος 4 μέτρων, διασώζονται 15 κτήρια, ενώ στον βυθό ξεχωρίζουν τα ίχνη των δημόσιων δρόμων, αλλά και το νεκροταφείο του αρχαίου οικισμού. Αν και αρχικά οι επιστήμονες πίστευαν ότι η πόλη είχε χτιστεί στη νότια Λακωνία μεταξύ του 1600 και του 1100 π.Χ. οι πιο σύγχρονες μελέτες έχουν καταλήξει ότι πιθανότατα το Παυλοπέτρι κατοικούνταν ήδη από το 2800 π.Χ. Κάτι που το καθιστά την αρχαιότερη βυθισμένη πόλη σε ολόκληρο τον κόσμο. Βασισμένοι στα ευρήματα, κυρίως σε κάποια μεγάλα, πήλινα πιθάρια που χρησίμευαν για την αποθήκευση εμπορευμάτων και τροφίμων, οι αρχαιολόγοι έχουν καταλήξει ότι η αρχαία πόλη υπήρξε ισχυρό εμπορικό λιμάνι της αρχαίας Ελλάδας.

Port Royale, Τζαμάικα

Σήμερα βρίσκεται χαμένο στον βυθό της Καραϊβικής θάλασσας. Παρόλα αυτά, στα τέλη του 16ου αιώνα το Port Royale υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές πόλεις, μόλις δεύτερη μετά τη Βοστώνη, ξεχωρίζοντας για την ομορφιά της και την οικονομική δύναμη της ανάμεσα στις πολλές βρετανικές αποικίες της εποχής. Σταδιακά το εντυπωσιακό αυτό λιμάνι, στο νοτιοανατολικό τμήμα της Τζαμάικα, έγινε λατρεμένο στέκι πειρατών, αλλά και το αγαπημένο σποτ των Βρετανών που έκαναν εκεί στάση για να πιούν αυθεντικό ρούμι και να γλεντήσουν. Με τα χρόνια η πόλη σημαδεύτηκε από μία εξαιρετικά κακή φήμη γενόμενη κέντρο του sex trafficking, τη στιγμή που οι πιο σκληροί πειρατές του Ατλαντικού τη χρησιμοποιούσαν ως «καταφύγιο» για τους ανεκτίμητους θησαυρούς που κουβαλούσαν με τα πλοία τους από διάφορα σημεία του ωκεανού.

Στα τέλη του 17ου αιώνα το Port Royale θεωρούταν ένα αληθινά σκοτεινό μέρος όπου κανείς δεν ήταν πραγματικά ασφαλής, με την πόλη να έχει καταγραφεί σε ιστορικά κείμενα ως «ο πιο αμαρτωλός τόπος σε ολόκληρο τον κόσμο». Όμως, στις 7 Ιουνίου του 1692 ένας τεράστιος, φονικός σεισμός 7,2 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ ισοπέδωσε κυριολεκτικά την πόλη, η οποία ήταν χτισμένη, κυρίως, πάνω στην άμμο. Κτήρια, δρόμοι και κάτοικοι έγιναν από τη μία στιγμή στην άλλη «ένα» με το έδαφος που έτρεμε για ατελείωτα λεπτά, ενώ λίγο αργότερα ένα γιγάντιο τσουνάμι ήρθε για να «ρουφήξει» ένα τεράστιο τμήμα της πόλης κάτω από το νερό. Υπολογίζεται ότι εκείνη την ημέρα χάθηκαν περίπου 33 στρέμματα της πόλης, ενώ 2000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους μέσα σε λίγες ώρες.

Από τη δεκαετία του 1950 υποθαλάσσιες έρευνες στην περιοχή έχουν καταφέρει να εντοπίσουν ένα πολύ μεγάλο μέρος του Port Royale, ενώ το 1969 ο ερευνητής Edwin Link αντίκρυσε το πιο εντυπωσιακό και διάσημο εύρημα που έχει εντοπιστεί, μέχρι σήμερα, στο σημείο. Ένα ρολόι τσέπης, το οποίο χρονολογείται πίσω στο 1686, και το οποίο σταμάτησε να λειτουργεί την ημέρα του σεισμού στις 11:43 το πρωί ακριβώς.