Επισκεπτόμαστε ένα από τα πιο ατμοσφαιρικά χωριά της Βόρειας Ελλάδας, το φημισμένο Νυμφαίο. Σύντομα, ο λιθόστρωτος οικισμός, χαμένος στα βουνά της Φλώρινας, αρχίζει να αποχαιρετά τον λευκό του μανδύα -αυτόν που τον σκεπάζει για τους περισσότερους μήνες του χρόνου. Με τον ερχομό της άνοιξης, σκορπίζονται μυρωδιές και χρώματα παντού, μεταμορφώνοντάς τον σε έναν τόπο γαλήνιο, με μικρά αγριολούλουδα να ξεπροβάλλουν σε κάθε του γωνιά. Η γκρίζα απόχρωση και η περίτεχνη αρχιτεκτονική-πρότυπο του οικισμού τώρα αναδεικνύονται με το φως του ήλιου, επιτρέποντας στις λεπτομέρειες να ξεχωρίσουν. Φυσικά, η διέλευση αυτοκινήτων στο ιστορικό κέντρο του χωριού δεν επιτρέπεται. Η εξερεύνησή του απαιτεί σακίδιο, άνετα παπούτσια και διάθεση για περατζάδα. Φύγαμε λοιπόν!

20

Πρωινή περιήγηση στα μονοπάτια του Νυμφαίου

Στα ακανόνιστα δρομάκια μάς βρίσκει ο πρωινός περίπατος, με τα μικρά στενάκια να διακόπτουν συχνά την πορεία μας, καλώντας μας σε ακόμη μία εξερεύνηση. Γύρω μου, όλα είναι κτισμένα με πελεκημένη πέτρα. Οι άλλοτε χιονισμένες στέγες των σπιτιών είναι τώρα γυμνές και αστράφτουν σαν ασήμι στις ακτίνες του ήλιου. Τα παραθυρόφυλλα είναι ορθάνοιχτα, αφήνοντας τις μυρωδιές από τις κουζίνες των νοικοκυριών να ξετρυπώνουν, ενώ στα κατώφλια οι μόνιμοι κάτοικοι ανταλλάσσουν πρωινές κουβέντες, βρέχοντας τις φροντισμένες αυλές τους. Είναι η αύρα του χωριού που μεταφράζει στα μάτια και τα αυτιά του επισκέπτη τη σημασία του τόπου.

Ένδοξοι τεχνίτες, έμποροι καπνού ή βαμβακιού και αργυροχρυσοχόοι: ιστορίες ανθρώπων που κράτησαν ζωντανή τη μνήμη του πολεοδομικού ιστού, επιτρέποντας την ανάδειξή του έως και σήμερα. Κτίσματα ζηλευτά -μαρτυρούν το ακμάζον παρελθόν- επιτρέπουν σε όποιον τα αντικρίσει να παρατηρήσει τις λιθοδομημένες προσόψεις, τις περίτεχνες σοφίτες, τα χαρακτηριστικά μακεδονικά ταβάνια και τις εντυπωσιακές εισόδους. Από τις βρύσες που ρέουν μέσα στον οικισμό θα δροσιστώ, πίνοντας τρεχούμενο νερό από το δάσος – από εκείνο το αγνό και το γνήσιο που συναντάς στα ορεινά χωριά- και, ύστερα, θα συνεχίσω να εξερευνώ τις σελίδες του παραμυθιού που ξετυλίγονται μπροστά μου.

Οι πρώτες ονομασίες του χωριού ήταν Νιβέστα ή Νέβεσκα, δηλαδή Νύφη, Αθέατη ή Χιονάτη -κάθε σημασία φανερώνει και ένα στοιχείο για το οποίο το χωριό ξεχωρίζει. Το 1926 μετονομάστηκε σε Νυμφαίο, και όσα κι αν έχεις ακούσει, όσες φορές κι αν το έχεις επισκεφθεί, ποτέ δεν είναι αρκετό.

Επίσκεψη στα τοπόσημα του οικισμού

Το Μουσείο Αργυροχρυσοχοΐας, Λαογραφίας και Ιστορίας Νυμφαίου -γνωστό και ως Σπίτι των Χρυσικών- με ξεναγεί σε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που ενώνουν το παρελθόν με το παρόν του χωριού. Τα εκθέματα που παρουσιάζονται εξιστορούν τον πολιτισμό, την οικονομία και την παράδοση της περιοχής. Αντικείμενα καθημερινής χρήσης, έπιπλα, τοιχογραφίες, αυθεντικές στολές, εργαλεία και χρυσά κοσμήματα εμπεριέχουν την ουσία του Νυμφαίου. Βγαίνοντας από το τριώροφο κτίριο – πιστό αντίγραφο παραδοσιακού αρχοντικού- τα βήματά μου με οδηγούν στην εντυπωσιακή είσοδο του κεντρικού ναού του χωριού, αφιερωμένου στον Άγιο Νικόλαο. Η εκκλησία βρίσκεται σε περίοπτη θέση, είναι τρίκλιτη, ξυλόστεγη βασιλική και συνεχίζει να λειτουργεί στον ίδιο χώρο, παρά τις λεηλασίες που υπέστη με το πέρασμα των χρόνων.

Κάτω από τα ψηλόκορμα δέντρα της περιποιημένης αυλής, ένα ξύλινο παγκάκι με συντροφεύει καθώς απολαμβάνω την εντυπωσιακή ύφανση του οικισμού και εντοπίζω τον επόμενό μου στόχο, που ξεχωρίζει ανάμεσα στα γκρίζα τεχνήματα. Πρόκειται για ένα πετρόκτιστο κτήριο -μα κυρίως, πολύ ξεχωριστό. Είναι η Νίκειος Σχολή. Περπατώ στον προαύλιο χώρο και κοιτάζω τον πυργίσκο με το ρολόι. Στέκομαι για μια στιγμή και φαντάζομαι το μέρος το 1928, τότε που έσφυζε από εκατοντάδες παιδικές φωνές που φοιτούσαν εδώ. Σήμερα, ο εκπαιδευτικός του ρόλος παραμένει ζωντανός, λειτουργώντας ως κέντρο ενημέρωσης για την καφέ αρκούδα. Απευθύνεται σε άτομα κάθε ηλικίας και αποτελεί την ιδανική «εισαγωγή» στη φιλοσοφία του Οργανισμού, πριν γνωρίσετε από κοντά τις αρκούδες που φιλοξενούνται στον Αρκτούρο.

Στον Αρκτούρο

Ακολουθώ το μονοπάτι που οδηγεί στο Καταφύγιο με μια συγκίνηση. Το δάσος Ραδόσι, ντυμένο με τις ανθισμένες οξιές του, απλώνει τα ανοιχτοπράσινα φύλλα του γύρω από το Νυμφαίο, ξεχειλίζοντάς το από ζωντάνια. Ταμπέλες μου υποδεικνύουν πόσο αθέατη και σιωπηλή θα πρέπει να διατηρήσω την παρουσία μου. Η διαδρομή ξεχειλίζει φύση και εγώ, συχνά, ψάχνω να ακολουθήσω με το μάτι το φτερούγισμα ή το κελάηδισμα κάποιου πουλιού που δίνει ρυθμό στην ανοιξιάτικη ατμόσφαιρα.

Ο ξεναγός μάς οδηγεί στο μονοπάτι του ειδικά διαμορφωμένου χώρου, για να παρατηρήσουμε όλες τις αρκούδες που φιλοξενούνται σήμερα εδώ, προστατευμένες. Μια εμπειρία που δύσκολα περιγράφεται. Εδώ γνωρίζεις τη δύναμη της φύσης και πώς εκείνη θεραπεύει και αναγεννά. Το έργο του ΑΡΚΤΟΥΡΟΥ είναι εξαιρετικά σημαντικό. Πέρα από την προστασία και τη φροντίδα των ζώων που έχουν διασωθεί, ο Οργανισμός πραγματοποιεί συχνά επιστημονικές μελέτες και δράσεις, με κύριο στόχο τη διασφάλιση των απειλούμενων ειδών και τη διατήρηση της άγριας ζωής.

Αποχαιρετώντας τον οικισμό

Η επιστροφή στα καλντερίμια του χωριού, με τις σχισμές που διατηρούν μνήμες αιώνων, σηματοδοτεί την ώρα του μεσημεριανού. Διαλέγουμε το κεντρικό τραπέζι στην πλατεία, αφήνοντας τον μακεδονικό ήλιο να ζεστάνει το μέσα μας. Πιάτα γεμάτα αγαθά που απλόχερα χαρίζει το περιβάλλον, ορεκτικά με πιπεριές και μελωμένοι γίγαντες εντυπωσιάζουν με τη γεύση τους, ενώ η κανατούλα με το ερυθρό κρασί Αμυνταίου γεμίζει το χαμηλό ποτήρι μου και ευφραίνει την καρδιά μου. Μου μένουν μερικές γουλιές ακόμη να ευχαριστηθώ σε ένα από τα κάποτε μεγαλύτερα κέντρα αργυροχρυσοχοΐας στα Βαλκάνια.

Ένας μακεδονικός τόπος με γενναιόδωρη ομορφιά που, όσες φορές κι αν τον επισκεφθείς, το συναίσθημα παραμένει αναλλοίωτο. Ένας τόπος που με τίποτε δε μοιάζει, αλλά τόσα γνώριμα θυμίζει. Είναι από εκείνα τα ταξίδια όπου η ομορφιά φανερώνεται στα απλά πράγματα, που βρίσκουν έναν τρόπο και «κουμπώνουν» μέσα μας μοναδικά: η φυσιογνωμία ενός ντόπιου που μοιράστηκε μαζί μας μια κουβέντα, το άρωμα του ανθισμένου αγριολούλουδου, το δάσος και τα μονοπάτια που περιηγηθήκαμε. Κι αυτά μένουν μαζί μας, πολύ μετά την αναχώρησή μας από αυτό το χωριό, κουβαλώντας ένα κομμάτι πάντοτε φυλαγμένο στην ταξιδιωτική μας μνήμη. Εις υγείαν του Νυμφαίου!

Οινικές επιλογές στο Νυμφαίο

*Από την Λίλλυ Χαλικιά

Αν και η «νύμφη» της Δυτικής Μακεδονίας δεν έχει δικό της οινοποιείο, ανήκει στο Νομό Φλωρίνης και βρίσκεται πολύ κοντά στο Αμύνταιο. Οι δύο αυτές σημαντικές αμπελουργικές ζώνες παράγουν οίνους Π.Γ.Ε και Π.Ο.Π με βασική ποικιλία το Ξινόμαυρο. Το Κτήμα Καρανίκα που βρίσκεται στην περιοχή του Αμύνταιου, καλλιεργεί σταφύλια σε επτά διαφορετικά χωριά αξιοποιώντας τα χαρακτηριστικά κάθε terroir. H μοναδική σύνθεση του εδάφους παρόμοια με εκείνου της Σαμπάνιας, καθώς και ο τρόπος οινοποίησης, κάνει τα αφρώδη του κρασιά τόσο ξεχωριστά. Επιλέγουμε το Cuvée Prestige Extra Brut 2017 από τις ποικιλίες Ασύρτικο 70% και Ξινόμαυρο 30%. Το Ασύρτικο ζυμώνει σε δρύινα βαρέλια 225-2000 λίτρων, ενώ το Ξινόμαυρο σε δεξαμενή. Η δεύτερη ζύμωση γίνεται στη φιάλη όπου και παραμένει για 48-90 μήνες. Ένα λευκό, ξηρό κρασί (Blanc de Noir) με ευχάριστες φυσαλίδες και δροσερή οξύτητα. Έχει λεμονάτο χαρακτήρα με αρώματα ζύμης, εσπεριδοειδών φρούτων με έντονο λεμόνι, ήπια βοτανικά αλλά και βουτυρένια στοιχεία. Θα το πίναμε με μια τραγανή, βλάχικη πίτα. Συνεχίζουμε με ένα ρoζέ Π.Ο.Π οίνο από το Kτήμα Άλφα με τον ιδιόκτητο αμπελώνα του να βρίσκεται επίσης στο Αμύνταιο. Εδώ τα σταφύλια προέρχονται από δύο αμπελοτεμάχια σε υψηλό υψόμετρο. Η προσεκτική οινοποίηση σε χαμηλές θερμοκρασίες και η παραμονή του κρασιού στις φίνες οινολάσπες, δίνουν ένα κρασί με δομή και ισορροπία. Πλούσιο, φρουτώδες αρωματικό, με ισορροπημένη οξύτητα, μπορεί να σταθεί δίπλα στα πιάτα του Νυμφαίου με τις παραδοσιακές χυλοπίτες ακόμα και με την κλασική τους φασολάδα.

Από τις επιλογές μας δεν θα μπορούσε να λείψει κρασί από το οινοποιείο Κυρ Γιάννη. Διαλέγουμε το Ντρούμο, το όνομά του παίρνει από το ομόνυμο αμπελοτόπι που βρίσκεται στον Άγιο Παντελεήμονα του Αμυνταίου και σε υψόμετρο άνω των 700 μέτρων. Σταφύλια Sauvignon Blanc 100% διαλέγονται προσεκτικά και ζυμώνουν σε ανοξείδωτες δεξαμενές. Εκεί μένουν με τις οινολάσπες για 5 μήνες. Στη μύτη είναι έντονο, με αρώματα λευκόσαρκου ροδάκινου, γλυκολέμονου, πράσινης πιπεριάς και γρασιδιού όπου ακολουθούν και στο στόμα. Η υψηλή οξύτητα και η κρεμώδης υφή θα αναδείξουν τα παστά ψάρια της περιοχής αλλά και τα λιπαρά ψητά και σουβλιστά κρεατικά.

Διαβάστε ακόμα:

Δημήτρης Νούλης: Ζωγραφίζοντας (σ)το Νυμφαίο της Φλώρινας

6+1 μοναδικές εμπειρίες με αφετηρία το Νυμφαίο

Νυμφαίο Φλώρινας: Βαρκάδες, θαυμαστή αρχιτεκτονική και βόλτα στον «Αρκτούρο»