Ένα χειμωνιάτικο τριήμερο σε μέρη διόλου εξωτικά, σίγουρα πάντως ελαφρώς λησμονημένα από τον εγχώριο τουριστικό πυρετό, άρα ήμερα (σχετικά) και γεμάτα έμπνευση, για όποιο μάτι την αναζητήσει σε αυτά. Η Αχαΐα και η Αιτωλοακαρνανία, λίγο μόνο μακριά από την Αθήνα, προσφέρεται κάλλιστα για μια χορταστική βόλτα διάρκειας 72 ωρών.
Τυγχάνω λάτρης των νησιών του Αιγαίου και ως Κρητικομανιάτισσα, της Κρήτης και της Μάνης-τι πιο σύνηθες; Τόποι συνδεδεμένοι με διακοπές, ηλιοβασιλέματα, συγκλονιστικές παραλίες, άγριες ομορφιές και πλούσια ποικιλία φύσης-όλες οι αποχρώσεις του πράσινου και του γαλάζιου. Στην Αιτωλοακαρνανία δεν είχα πάει μέχρι πρόσφατα και Αιτωλοακαρνανία, ως γνωστόν, σημαίνει βασικά Μεσολόγγι, Ναύπακτος, Αγρίνιο. Μέχρι που επιβιβάστηκα με τον καλό μου Φ. ένα ωραίο μεσημέρι Παρασκευής και κινήσαμε. Και δεν πήγαμε μόνο Αιτωλοακαρνανία, γιατί η πρώτη μας στάση ήταν το Αίγιο. Ένας καφές στην παραλία και μια σύντομη βόλτα στην περατζάδα, στο λιμανάκι. Ο ουρανός, χειμωνιάτικος, πηχτός σαν γάλα, η διάθεση παραδόξως μελαγχολική, αλλά όχι πεσμένη.
Το Αίγιο της Αχαΐας είναι γνωστό για τα πολλά αξιόλογα διατηρητέα του κτήρια, όπως το νεοκλασικό Μέγαρο Παναγιωτόπουλου με τις θαυμάσιες τοιχογραφίες στο εσωτερικό του, ένα σημαντικό δείγμα νεοκλασικής αρχιτεκτονικής στη Νοτιοδυτική Ελλάδα, το Αρχαιολογικό Μουσείο του Τσίλερ, το Δημαρχιακό Μέγαρο και το κτήριο του Ιστορικού και Λαογραφικού Μουσείου. Οι παλιές σταφιδαποθήκες έχουν μετατραπεί σε αμφιβόλου αισθητικής καφέ και το παλαιό εργοστάσιο χαρτοποιίας έμελλε να γίνει το βιομηχανικό μνημείο της πόλης. Θα τα δούμε, είπαμε, την επόμενη φορά. «Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική», τον χειμώνα ομορφότερη από ποτέ, μας μαύλισε, ακολύμπητη, ατάραχη από σώματα και επιθέσεις βουτιών, όλη να ανήκει στο βλέμμα το δικό μας.
Ο δρόμος συνέχισε και τι ωραίο είναι να ταξιδεύεις νύχτα, σε τόπο που δεν γνωρίζεις, σε θέα που αντικρίζεις (έστω και στα σκοτεινά) για πρώτη φορά. Κάμπος, πεδιάδες, καμία αγριοσύνη ή δυσάρεστη έκπληξη με στροφές, ανόδους και καθόδους. Ο πρώτος ύπνος έγινε στο σπίτι στο Ευηνοχώρι, που έχει πάρει το όνομά του από τον γενναιόδωρο στα χρόνια Εύηνο ποταμό. Σταύρωσαν οι δρόμοι μας με τον Αμερικανό Chris King, τον εθνομουσικολόγο, συγγραφέα, παραγωγό και πρεσβευτή της παραδοσιακής μουσικής. Βρισκόταν εκεί για μια συνεννόηση που ήθελε να κάνει με ντόπιους μουσικούς, με την βοήθεια του Φ. για κάποιο από τα πρότζεκτ του.
Μοιραστήκαμε αυγοτάραχο, ματιά (παραδοσιακό πιάτο από χοιρινά εντόσθια), σαλάτες, λουκάνικα και ρακές, πλάι στο τζάκι του σαλονιού του Φ., μαζί με τους γονείς του. Έψαξα με το βλέμμα μου την μεγάλη βιβλιοθήκη τους, μήπως ανακαλύψω κάποιο βιβλίο του Μεσολογγίτη Θωμά Γκόρπα που, εκτός από τον τρισμέγιστο ορισμό του για την ποίηση (ποίηση/ανάμνηση από φίλντισι/άναμμα τσιγάρου κατά λάθος από φεγγάρι/νύχτα στρωμένη τσιγάρα λέξεις), έχει γράψει πολλά, τρυφερά πράγματα για τον ωραίο τόπο του, να, όπως αυτό: «Τα μόνα δικά μου ήταν η θάλασσα η λιμνοθάλασσα και τα σάλτσινά της και ξένα όλα τ’ άλλα κ’ η θάλασσα ήταν απέραντη μεγάλη τραγουδίστρια Ανατολής και Δύσης και τα σάλτσινά της παραδεισένιοι κήποι μ’ άνθη-παιδιά πουλιά-αετούς την μπάλα για νεράιδα…».
Το πρωί με περίμενε μια περιποιημένη βόλτα στη λιμνοθάλασσα και στο ιστορικό Μεσολόγγι, όπου δεν τόλμησα να σηκώσω κάμερα, παρασυρμένη από την ομορφιά και κάπως διστάζοντας να την αποτυπώσω. Η μέρα μέσα από τα παράθυρα του σπιτιού της αγάπης μου τρύπωνε κατακάθαρη. Μπορούσα να δω λίγα κατσίκια από το απέναντι σπίτι να βοσκάν και έναν ουρανό που έμοιαζε ανοιξιάτικος. Δέντρα, εύφορη γη, χαμηλά σπίτια, κάναμε μια στάση σε ένα κοντινό καφέ και όλο το τοπίο τώρα αποκαλυπτόταν κάπως απογυμνωμένο, ίσως φτωχό, μου έμοιασε για Βαλκάνια, μου θύμισε κάποιες πόλεις της Αλβανίας, που είχε τύχει να επισκεφθώ προ ετών. Σπίτια παστρικά, φροντισμένα, όχι ιδιαίτερη ζωή στους δρόμους, άνθρωποι μαζεμένοι στα φιλόξενα σαλόνια τους, κι ας οργίαζε ο καιρός έξω, αλκυονίδα μέρα ή ίσως απλώς κλιματική αλλαγή.
Στον δρόμο για Μεσολόγγι, είδα καλαμιές, βλάστηση και, φυσικά, το όρος Βαράσοβα, ανατολικά του Εύηνου ποταμού και δυτικά του Αντιρρίου και της Παλιοβούνας. Λέγεται και «Άγιον Όρος» της Αιτωλίας, επειδή εκεί ασκήτευαν την εποχή του Βυζαντίου πλήθος μοναχών. Μεγάλος είναι επίσης ο αριθμός των εκκλησιών, ερειπωμένων μονών και ασκηταριών που βρίσκονται εκεί, ενώ υπάρχει βεβαίως και το Μοναστήρι-Εγκλείστρα του Αγίου Νικολάου, που η κτίση του ανάγεται από τον 10ο αιώνα. Βρίσκεται σε ένα σπήλαιο στην νότια πλευρά του βουνού και πρόσβαση σε αυτό γίνεται από την θάλασσα. Δεν προλαβαίναμε (ίσως δεν θέλαμε και τόσο) να αναρριχηθούμε και να επισκεφθούμε τα ιερά αυτά σημεία-κι ο δρόμος είναι ιερός!-αλλά πρόλαβα να παρατηρήσω τον δεινόσαυρο που μου υπέδειξε ο Φ. ότι «κοιμάται» πάνω στο βουνό, με την τεράστια ουρά του, έτοιμος να ξυπνήσει ανά πάσα στιγμή και να μας καταβροχθίσει καθώς εμείς καταπίνουμε χιλιόμετρα. Αν περάσετε από εκεί, θυμηθείτε να τον αναζητήσετε και εσείς-στ’ αλήθεια μοιάζει έτσι το βουνό αυτό.
Φθάσαμε στη Λιμνοθάλασσα και ήταν όνειρο, γεμάτη παραμύθια και χάρες. Πρόκειται για ένα μοναδικό τοπίο φυσικής ομορφιάς που αποτελεί και έναν από τους σημαντικότερους υγροβιότοπους της Mεσογείου, προστατευμένος επισήμως από αρκετές συνθήκες. Τα φλαμίνγκο είναι μόνιμοι κάτοικοι εκεί και σε παλαιότερη μέτρηση που είχε γίνει από την Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία είχαν καταμετρηθεί 7.500 χιλιάδες φλαμίνγκο στην λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου-Αιτωλικού. Δεν πίστευα ότι έβλεπα φλαμίνγκο, μην με κοροϊδέψετε, αλλά δεν είχα ξαναδεί ποτέ και, σίγουρα, δεν είχα δει φλαμίνγκο να τσακώνονται, με φωνή που δεν περιμένεις με τίποτα να ακούσεις από αυτά: στριγκή, σαν γλαροπούλια.
Η λιμνοθάλασσα είναι ωραία, νωχελική, προσιτή. Κλέβει αρώματα από τους ελαιώνες και τους πορτοκαλαιώνες που φύονται γύρω από την πόλη, αυτή την πόλη με τη βαριά ιστορία (μια βόλτα στον Κήπο των Ηρώων αρκεί για να θυμηθούμε όσα μάθαμε στο σχολείο), αυτή την πόλη που την αισθάνομαι αναξιοποίητη: δεν είναι μόνο το αρχαίο θέατρο της Καλυδώνας στο οποίο θα μπορούσαν να συμβαίνουν τόσα και τόσα όμορφα πράγματα. Είναι ένα vibe που πλανάται, ότι εδώ θα μπορούσαν να γίνονται θαύματα, ότι η αισθητική θα μπορούσε να βρίσκεται σε λίγο καλύτερη συμφωνία με την φύση, ότι η ιστορία θα μπορούσε να επιστρέψει μόνο ηρωική αυτή τη φορά, καθόλου πένθιμη. Ιδρυμένος με διαταγή του Καποδίστρια, προς τιμήν των πεσόντων του Αγώνα, ο κήπος φιλοξενεί τον εμβληματικό Τύμβο των Ηρώων, που φιλοξενεί τα οστά των ανώνυμων Ελεύθερων Πολιορκημένων.
Μια επίσκεψη στο σπίτι-μουσείο του Κωστή Παλαμά και στο αντίστοιχο των αδελφών Τρικούπη, που εντυπωσιάζει με τους κήπους τους και τη λιτή αρχιτεκτονική τους όψη δεν μπορεί να λείψει από το ταξιδιωτικό πλάνο. Απ’ έξω, αμάξια με μουσικές στη διαπασών διασχίζουν τον τόπο και τον χρόνο, με τρόπο που κάνει τα πάντα τελικά να μοιάζουν αβαρή. Κι όμως, αυτή εδώ η πόλη, κατάφερε να μαγέψει και να εμπνεύσει τον διάσημο Φιλέλληνα Λόρδο Βύρωνα και τον εθνικό ποιητή της Ελλάδας Διονύσιο Σολωμό. Πράγματι, οι ψαροκαλύβες πάνω στους πασσάλους, το νησάκι της Κλείσοβας, η νησίδα του Αγίου Σώστη συνθέτουν στην περιοχή του Μεσολογγίου ένα σκηνικό άκρως ποιητικό. Αρκεί να έχεις τα μάτια να το εντοπίσεις. Ψωνίζουμε αυγοτάραχο, αυθεντικό με το σήμα ΠΟΠ, τυποποιημένο από τον Αλιευτικό Συνεταιρισμό Μεσολογγίου Αναγέννηση και μερικά γλυκάκια από το ωραίο ζαχαροπλαστείο στην πλατεία του Δημαρχείου (δεν θυμάμαι το όνομά του τώρα), στην οποία μικρά παιδιά απολάμβαναν την ραστώνη του Σαββάτου με τα ποδήλατα και τις μπάλες τους. Άχρονα.
Δώδεκα χιλιόμετρα από το Μεσολόγγι, βρίσκεται το χωριό του Γκόρπα, το Αιτωλικό, μια κωμόπολη τοποθετημένη σε μια νησίδα, που χωρίζει τη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου από αυτήν του Αιτωλικού. Μικρά σπίτια με μποστάνια, στάβλοι με άλογα, πουλιά και βάρκες που επιπλέουν στο νερό μάς ξεμυαλίζουν για τα καλά. Στάση για φαγητό στην ξακουστή ταβέρνα του Μονόματου και φάγαμε νόστιμα ψημένο ψάρι και θαλασσινά. Μια νύχτα στο Αιτωλικό, αφιερωμένη στο διάβασμα και την ξεκούραση, έκανε την επόμενη μέρα (και τελευταία μας της εκδρομής) να ξημερώσει γρήγορα. Μετά τον πρωινό καφέ με θέα υδάτινη φυσικά, κινήσαμε για Αγρίνιο, για να πούμε ένα γεια σε κάτι φίλους μουσικούς Ρομά.
Φθάνουμε στον καταυλισμό και χαιρετάμε τα παιδιά που παίζουν στον δρόμο έξω από τα σπίτια. Επικρατεί κέφι, χαρά της ζωής, μάτια σαν βρεγμένα κάρβουνα, χεράκια βρώμικα από το παιχνίδι. Οι γονείς στις δουλειές, στη λάτρα, στη γύρα. Ένα κλικ επιβάλλεται, εδώ. Το Αγρίνιο δεν μου αρέσει, δεν μου δίνει καμία νότα χαράς, νοσταλγίας ή γραφικότητας. Φθάνουμε μέχρι τα ΚΤΕΛ να χαιρετίσουμε κάτι γνωστούς που έφευγαν ή έρχονταν (δεν θυμάμαι)-θα ήθελα να δώσω δεύτερη ευκαιρία, το συντομότερο, γιατί το ένιωσα, σε κάθε περίπτωση, φιλικό και ζεστό μέρος. Καμιά φορά, δεν γίνεται να ερωτεύεσαι κάτι ή κάποιον με την πρώτη ματιά.
Το Αγρίνιο είναι ο κρίκος που συνδέει την Αιτωλία με την Ακαρνανία. Μπόλικα τα αξιοθέατά του, ελάχιστα περιτρέξαμε με τα μάτια: οι διατηρητέες αποθήκες της καπνοβιομηχανίας Παπαστράτου, ο βυζαντινός ναός της Αγίας Τριάδας του Μαύρικα, ο Άγιος Χριστόφορος, το Παπαστράτειο Δημοτικό Πάρκο και βέβαια η ομώνυμη Δημοτική Βιβλιοθήκη, το Αρχαιολογικό Μουσείο, το Λαογραφικό Μουσείο, οι διατηρητέες καπναποθήκες Παπαστράτου και Παπαπέτρου, το Μνημείο Μικρασιατών προσφύγων, ο πρώην Σιδηροδρομικός Σταθμός, ο παλιός μιναρές στην περιοχή Μεγάλη Χώρα (Ζαπάντι), το άλσος του Αγίου Χριστοφόρου κι άλλα ακόμα, κι άλλα.
Η επιστροφή στην Αθήνα ξημερώματα Δευτέρας είναι ήσυχη, χωρίς πολλή κίνηση, αλλά με τσουχτερά διόδια και λίγη κούραση, επιθυμία για επιστροφή στο σπίτι.
Από ένα ταξίδι μένουν στιγμές, σπαραγματικές αναμνήσεις, χαμόγελα, εικόνες που αποφάσισαν από μόνες τους να καρφωθούν στο νου. Από ένα roadtrip μένει ο δρόμος, πάντα ανοιχτός για την επόμενη περιπέτεια. Ένα αυτοκίνητο με αρκετά σκουπίδια, περισσότερα φιλιά και μουσικές, μια φωτογραφική με μερικές χειροπιαστές ομορφιές να έχεις να τις βλέπεις, να τις θυμάσαι και, ίσως, και κανένα κείμενο. Για να βιώσουμε τους τόπους πρέπει να τους ζήσουμε περισσότερο καιρό. Αλλά η ζωή είναι μικρή και δεν φτάνει. Γι’ αυτό έχουμε τα ταξίδια, μικρά σφηνάκια αίσθησης παντοδυναμίας. Αίσθησης ότι ο κόσμος είναι δικός μας και μας περιμένει να τον απολαύσουμε με όλες μας τις αισθήσεις. Ανυπομονώ κιόλας για το επόμενο, η ομορφιά είναι περισσότερο κοντά μας από ό, τι μπορεί να πιστεύουμε.
Διαβάστε ακόμα:
Παλιά Πλαγιά: Το επισκέψιμο χωριό-φάντασμα της Αιτωλοακαρνανίας
Λεύκα: Ένα καταπράσινο χωριό-ησυχαστήριο
Μεσολόγγι-Αιτωλικό: Οι λιμνοθάλασσες στρώνουν πλουσιοπάροχο τραπέζι