Στην επικράτεια της Ολύμπου, στην Άνω Κάρπαθο, ο τρόπος ζωής παίρνει μυστηριακές διαστάσεις. Κυρίως το γλέντι, αυτό το χαρμόσυνο ξεφάντωμα της κοινότητας που ζει στην κόψη των βουνών και των καιρών και επιδεικνύει με έναν τέτοιο φαντασμαγορικό τρόπο την ταυτότητά της που διατηρεί σαν τα μάτια της αιώνες τώρα. Ακόμη κι αυτό το τραγούδι που εισαγάγει την ομήγυρη στο κοσμικό μέρος του γλεντιού – μετά τις θρησκευτικές ακολουθίες και τα εκκλησιαστικά τροπάρια της εορτής –, το «Άρχοντες τρων και πίνουσι», διατηρεί την επικαιρότητά του αδιάλειπτα από τα χρόνια των βυζαντινών ηρώων:
Άρχοντες τρων και πίνουσι, σε μαρμαρένη τάβλα,
σε μαρμαρένη, σ’ αργυρή και σε μαλαματένη.
Κι όλοι τρώσι και πίνουσι, κι όλοι χαροκοπούσι
κι ο Κωνσταντίνος ο μικρός ας ελιανοτρα(γ)ούει,
τ’ Ανδρόνικου, τ’ αήττητου, του νιου του παινεμένου.
Μαύρος είσαι, μαύρα φορείς, μαύρον καβαλικεύεις,
μαθαίνεις τον να πορπατεί, μαθαίνεις τον να δρέμει,
μαθαίνεις τον να δέχεται, τον όχλο του πολέμου,
μαθαίνεις τον να πολεμά στεριάς και του πελά(γ)ου.
Αυτό το τραγούδι της τάβλας (το παλαιότερο, ίσως, που τραγουδιέται ακόμη στον ελλαδικό χώρο), αν και ακούγεται σε όλα τα ολυμπίτικα γλέντια, εδώ, στο χοροστάσι της χερσονήσου της Βρουκούντας, δίπλα στα λείψανα της αρχαίας πόλης και τους ανοιχτούς τάφους, ακούγεται διαφορετικά, καθώς ταιριάζει με τον αχό των κυμάτων του Καρπαθίου πελάγους που μάχονται εκ γενετής τα βράχια. Στις τάβλες κάθονται ο παπα-Γιάννης περιστοιχισμένος από τους μερακλήδες γλεντιστές, τα όργανα, τους πανηγυριώτες και τους περίεργους για τα μυστήρια της Ολύμπου επισκέπτες.
Όλοι θα ξημερωθούν εδώ αυτό το αυγουστιάτικο βράδυ στη χάρη του Αϊ Γιάννη και του ολυμπίτικου γλεντιού. Κι είναι τούτη η ιδιαιτερότητα και η νοστιμάδα, έως και φαντασμαγορία, αυτού του πανηγυριού. Όλοι έρχονται με τα πόδια από το στεριανό μονοπάτι ή με σκάφος από το θαλασσινό, για να ξωμείνουν εδώ και να κοιμηθούν λίγο στρώνοντας στο χώμα (κοιμητέες αποκαλούν αυτούς τους χώρους στην Όλυμπο) αισθανόμενοι τους κραδασμούς που προκαλούν τα πόδια των χορευτών που είναι πιασμένοι σταυρωτά στον «πάνω χορό» μέχρι να ξημερώσει και να ακουστεί καθαρά η καμπάνα που καλεί στη λειτουργία.
Δεν είναι μόνο οι πολύχρωμες ολυμπίτικες στολές που φορούν σχεδόν όλες οι γυναίκες (το «ερανί», βαθύ μπλε, καβάι οι νυμφευμένες και το σακοφούστανο οι ελεύθερες), αλλά και τα υφαντά στρωσίδια και τα δισάκια που είναι φορτωμένα στα γαϊδούρια και στα μουλάρια, που κάνουν αυτό το αστραφτερό ρυάκι γοητευτικό, καθώς κατηφορίζει από την Αυλώνα προς τη Βρουκούντα, από μια από τις θεαματικότερες διαδρομές που μπορεί να σου τύχει να περπατήσεις. Και βέβαια γι’ αυτά τα αρχαία μονοπάτια (όπως και στα διαστήματα μεταξύ των κοινών συμποσίων, το δείπνο μετά τον Εσπερινό και το γεύμα ανήμερα της γιορτής) υπάρχει το κατάλληλο προσφάι. Το λαχανοπίτι – οι ζυμαρένιες πίτες γεμιστές με χόρτα, ντομάτα, κρεμμύδι και ρύζι – κατοικοεδρεύουν στη συλλογική ανάμνηση και νοσταλγία. Το ζέστινο λαχανοπίτι που έβγαινε από τον παραδοσιακό φούρνο με τα ξύλα (τέτοιοι είναι ακόμη οι φούρνοι στην Όλυμπο, οικογενειακοί και δεν έχει ανοίξει ποτέ δημόσιος) το Σάββατο, όταν φούρνιζαν τα οικογενειακά ψωμιά ολόκληρης της εβδομάδας.
Πριν αρχίσει το γλέντι, ο παπα-Γιάννης στο απυρόβλητο του πορφυρού ηλιοβασιλέματος του Καρπάθιου πελάγους, μέσα στο υπόγειο σπήλαιο του Αϊ Γιάννη, βάζει το δοξαστικό εσπερινό, ρίχνοντας μπόλικο λιβάνι στο θυμιατό. Το αγίασμα σταλάζει στην πέτρινη κρήνη στο κέντρο του σπηλαίου και το λιγοστό φως που εισβάλει από το έμπα, σε αρμονία με τη φλόγα των κεριών, κάνει τα πρόσωπα γύρω να μοιάζουν με έναν μεταφυσικό χορό. Εδώ, όλα κινούνται πέρα από τα όρια των γνωστών και συνηθισμένων. Ακόμα και οι φουρνισμένοι και αυτοί στα ευωδιαστά «φρούανα» άρτοι, έτσι όπως τους κρατούν πάνω στο κεφάλι τους (τυλιγμένους σε κεντημένους μποξιάδες, μέσα σε μυρτιές και γεράνια) οι γυναίκες με τις παραδοσιακές στολές τους, καθώς κατεβαίνουν τη σκάλα που κρέμεται πάνω από την βραχώδη ακτή.
Αυτή η εικόνα μοιάζει αιώνια. Πολύχρωμες οι δίπλες του χορού και πολύχρωμες κι οι κοιμητέες δίπλα. Προσπαθείς να αρπάξει λίγο ο ύπνος έχοντας ακουμπισμένο το αυτί σου στο χώμα και ακούς και αισθάνεσαι το ποδοβολητό στο ρυθμό και τα βήματα του πάνω χορού. Κι όταν με το χάραμα σηκωθείς, πάλι βλέπεις την ίδια εικόνα που άφησες όταν πήγες να ξαπλώσεις κατάχαμα. Τα όργανα (η λύρα, η τσαμπούνα και το λαούτο) παίζουν στο κέντρο της ομήγυρης ανεβασμένα πάνω στις τάβλες του φαγητού. Γύρω τους κάθονται οι γλεντιστές και όλους μαζί τους περιτριγυρίζει ο κύκλος του χορού που δεν σταματά ποτέ. Όταν κάποιο από τα όργανα πρέπει να ξεκουραστεί, ο αντικαταστάτης του καθίζει δίπλα του και αρχίζει να παίζει και μόνο τότε σταματά εκείνος. Σχεδόν όλες οι κοπέλες φορούν με καμάρι την παραδοσιακή στολή που έχουν ράψει και κεντήσει η μητέρα ή η γιαγιά. Από τις πιο γλυκείς εικόνες στην Όλυμπο είναι όταν μια μεγαλύτερη «σκουφώνει» μια νεότερη, της φορά το μαντήλι, λευκό ή μαύρο, με τα μεγάλα ρόδα. Η κάθε, συγγενική συνήθως, ομάδα κοριτσιών, έχει επικεφαλής έναν άνδρα χορευτή, και περιμένει τη σειρά της να πιάσει μπροστά και να χορέψει στον κάβο του χορού. Όταν ολοκληρώσει τον κύκλο της, συνεχίζει να χορεύει στην πίσω άκρη του χορού.
Αυτός που έχει τον τίτλο του πρωτομερακλή στην Όλυμπο, δεν είναι απλώς καλός γλεντιστής – τραγουδά καλά, ξέρει τους σκοπούς και τα τραγούδια, ταιριάζει ωραίες μαντινάδες, είναι ετοιμόλογος ή παίζει εξαιρετικά κάποιο από τα όργανα – αλλά γνωρίζει την τάξη του γλεντιού και έχει το κύρος να την επιβάλλει. Μετά το φαγητό στα τραπέζια στο χοροστάσι στο φρύδι της ακτής, ο παπα-Γιάννης χτυπά κατά την παλαιά βυζαντινή συνήθεια το πιρούνι του στο πιάτο και αρχίζει μαζί με τους ψάλτες να ψέλνει το απολυτίκιο του Αϊ Γιάννη και τους ύμνους προς την Παναγία «Την ωραιότητα της παρθενίας Σου» και το «Θεοτόκε Παρθένε». Όταν κάθε τροπάριο ή τραγούδι τελειώνει, οι συνδαιτυμόνες «χειροκροτούν» χτυπώντας το δικό τους πιρούνι στο πιάτο τους. Μετά το «Άρχοντες τρων και πίνουσι», ακολουθούν, χωρίς τη συνοδεία οργάνων, τα άλλα τραγούδια της τάβλας, του «Κίτσου η μάνα κάθονταν», «Κόρη το μαξιλάρι σου», «Ο Διγενής ψυχομαχεί». Ο τελευταίος μακρόσυρτος ήχος των πιρουνιών που χτυπούν τα πιάτα σβήνει πάνω στο κούρδισμα των οργάνων που αρχίζουν να παίζουν τα συρματικά τραγούδια και μετά μαντινάδες.
Τι είχαν, όμως, μέσα τα άδεια πιάτα που χτυπούν με τα πιρούνια τους οι γλεντιστές; Φρόντισε γι’ αυτό ο Ηλίας Λιορεΐσης και οι βοηθοί του παραμάγειρες. Από το πρωί της παραμονής μέχρι την απόλυση του εσπερινού, πολεμούσαν αργαδιά πάνω στα μεγάλα καζάνια για να ετοιμάσουν το φαγητό του γλεντιού. Από νωρίς τσιγάρισε τις μερίδες από κατσίκια και τις έβρασε σε νερό και κρασί μαυροδάφνη για να βγάλει ζωμό για το πιλάφι. Παλιά δεν έκαναν πιλάφι, αλλά μακαρόνια που φυσικά έπλαθαν οι γυναίκες της Ολύμπου, χειροποίηση που συνεχίζουν ακόμη. Ανάμνηση εκείνης της συνήθειας αποτελεί ίσως το κριθαράκι που τσιγαρίζεται στην αρχή στον πάτο του καζανιού σε φυτικό βούτυρο και μετά σμίγει με μια ποικιλία χορταρικών και μυρωδικών (ψιλοκομμένη πράσινη πιπεριά, ντομάτα φρέσκια, παλιό κρεμμύδι, μαϊντανό, σκόρδο) πελτέ αραιωμένο με ζωμό κρέατος, αλάτι θαλασσινό χοντρό του βράχου και πιπέρι. Στο μεταξύ ο μάγειρας έχει μετρήσει το ζωμό των κρεάτων με τον μαστραπά και το προσθέτει ύστερα από το ρύζι. Το ιδιαίτερο εδώ είναι ότι βάζουν στο πιλάφι μια ακόμα ποικιλία λαχανικών, μπιζέλια, φασολάκια και καρότα ψιλοκομμένα όλα. Το πιλάφι, μαζί με το κατσίκι και τις πατάτες τηγανιτές είναι το φαγητό που κρατά τους γλεντιστές δυνατούς στο γλέντι, μέχρι την ώρα που ο παπά-Γιάννης θα σημάνει την καμπάνα για τη λειτουργία, αλλάζοντας ρόλο. Αλλά, καμιά φορά, όταν το κέφι διατηρείται αμείωτο, η θρησκευτική λειτουργία μπλέκεται με τη μουσική του γλεντιού, που, ούτως ή άλλως, στην Όλυμπο, είναι ομοούσιες και αχώριστες.
Την επομένη μαγειρεύουν ρεβίθια για το μεσημέρι. Γλεντούν και όταν ακόμα φεύγουν από αρχαίες σκάλες δίπλα σε παλαιά τείχη και ανοιχτούς λαξευτούς τάφους. Στην κορυφή του μονοπατιού της επιστροφής, στο ορόσημο της Χοντρής Ουλάς (της μεγάλης πέτρας) όπως την αποκαλούν οι αυτόχθονες, οι γλεντιστές κάνουν στάση και διανθίζουν την πεζοπορία με μια σύντομη έξαρση του διαρκούς γλεντιού τους, καμιά φορά όχι και πολύ σύντομη, όπως τότε που πνιγμένοι από τον καημό της αποχώρησης στην ξενιτιά, ο Ανδρέας Χηράκης τραγούδησε μια μαντινάδα που έμεινε στη συλλογική μνήμη της Ολύμπου:
Πίσω ‘πομένου τα βουνά, οι πέτρες και τ’ αγκάθια
και τα χωμοσκαλίσματα που αφήνουσι τα δάκρυα.
Αλλά δεν είναι μόνο οι αυτόχθονες που τους ακολουθεί η γενέθλια ατμόσφαιρα. Κι οι επισκέπτες μένουν με την επήρεια της μεγάλης ενέργειας του τοπίου και του πολιτισμού της Ολύμπου, η οποία συνεχίζεται και μετά τη στάση στη Χοντρή Ουλά στην Αυλώνα, τον αγροτικό οικισμό της Ολύμπου, για ένα ακόμη ξενύχτι με φαγητό, τραγούδι και χορό στη χάρη του Αϊ Γιάννη, αλλά, ουσιαστικά στη χάρη της ίδιας της Όλύμπου που συνεχίζει να λειτουργεί υπό την σκέπη των επουρανίων, εγγύτερα στο Άγιο και το Θείο.
Ο Νίκος Γ. Μαστροπαύλος είναι δημοσιογράφος, δημιουργός της eudemonia.gr, ιστοσελίδας αφιερωμένης στον πολιτισμό των καθημερινών απολαύσεων στην Ελλάδα και στην Κύπρο.
Διαβάστε ακόμα:
Late-summer απόδραση στο Νυμφαίο
Μπέλα Βράκα: Η ωραία των Συβότων
5 γραφικές, ατμοσφαιρικές Χώρες σε 5 πανέμορφα νησιά της Ελλάδας