Οι λαϊκές αγορές και τα παζάρια μου αρέσουν για τον ίδιο λόγο που μου αρέσουν τα ταξίδια: περιπλανιέμαι άσκοπα, παρατηρώ αβίαστα, και κατευθύνομαι αυθόρμητα προς ό,τι μου κινεί το ενδιαφέρον. Κοντοστέκομαι σε σκηνές που με εξιτάρουν, συμμετέχω σε απρόσμενες στιχομυθίες και «γεμίζω» από γεύσεις, μυρωδιές και εικόνες.

10

Εκπλήσσομαι, εμπνέομαι και το σημαντικότερο, διασκεδάζω. Μέσα στο χάος και τον πανζουρλισμό της λαϊκής, όλα μοιάζουν κωμικά και ατάκες που, υπό άλλες συνθήκες, θα έμοιαζαν cringe και κακόγουστες, αποκτούν μια άλλη χροιά όταν ξεστομίζονται με στόμφο από πνευματώδεις λαϊκατζήδες.

Στη αγορά εξάλλου δεν επιλέγεις προϊόντα, αλλά πωλητές. Εκείνη ή εκείνον που θα σε κερδίσει με την αφοπλιστική του αυτοπεποίθηση, με την πιο σπιρτόζικη ατάκα, το πιο σουρεάλ ταμπελάκι για ντομάτες.

Ο πάγκος της λαϊκής είναι εκεί που το επιθετικό μάρκετινγκ παντρεύεται τη λογοπαικτική ευρηματικότητα, γεννώντας ατάκες του τύπου «Το ‘φαγε η πεθερά και τα έγραψε όλα στο όνομά του», «δεν παχαίνει, ομορφαίνει» και τα λοιπά γνωστά και καθιερωμένα.

Η λαϊκή αγορά μοιάζει με ένα θέατρο του παραλόγου με μεγάλο ανθρωπολογικό ενδιαφέρον. Ακόμη και σήμερα, που ο βίαιος εξευγενισμός του αθηναϊκού κέντρου σαρώνει τις λαϊκές (βλ. Καλλιδρομίου), αυτές με κάποιον τρόπο καταφέρνουν να διατηρούν τη γοητεία τους. Κι αυτό γιατί παραμένουν ένα σταυροδρόμι για τους ανθρώπους της γειτονιάς, ένας κοινός τόπος για τους μεν και τους δε, ένας χρωματιστός χώρος συνάθροισης που, προσελκύοντας «κάθε καρυδιάς καρύδι», σκιαγραφεί πιστά το πορτρέτο της κάθε συνοικίας.

Στις λαϊκές και τα παζάρια λοιπόν νιώθω ότι ταξιδεύω, ότι γνωρίζω την πόλη και την ψυχογραφώ, και όταν πάλι ταξιδεύω, πάντοτε καταλήγω στα παζάρια και τις λαϊκές.

Αθήνα

Τιφλίδα

Τουρκία -Καππαδοκία και Μαρντίν

Μαρόκο