Η Κολομβία, πατρίδα του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και του Φερνάντο Μποτέρο, είναι μια χώρα που βρίσκεται στα βορειοδυτικά της Νότιας Αμερικής και πήρε το όνομά της από τον Χριστόφορο Κολόμβο, τον μεγάλο εξερευνητή του Νέου Κόσμου. Είναι ένας τόπος με βουνά, κοιλάδες και δύο θαλάσσια μέτωπα: το ένα στην Καραϊβική Θάλασσα και το άλλο στον Ειρηνικό Ωκεανό. Οι προκολομβιανοί πολιτισμοί, η αποικιακή ιστορία της Κολομβίας και η φιλοξενία των κατοίκων αποτελούν αφορμή για να επισκεφθεί κανείς αυτή τη χώρα, το El Dorado των Ισπανών Κονκισταδόρ.
Μετά από 12 ώρες πτήσης, φτάνω επιτέλους στη Μπογκοτά από τη Φρανκφούρτη. Το αεροδρόμιο “El Dorado”, για μια πόλη των 7 εκατομμυρίων κατοίκων, μου φάνηκε μικρό και πολύ ήσυχο. Οι υπάλληλοι του αεροδρομίου δεν μιλάνε αγγλικά, και αυτό με δυσκολεύει αρκετά. Βγαίνοντας από το αεροδρόμιο, με πλησιάζουν οι οδηγοί των ταξί που είναι παρκαρισμένα έξω. Καθώς αρχίζει το παζάρι για το κόστος της διαδρομής, γίνονται όλο και πιο επιθετικοί. Επιλέγω τον λιγότερο επιθετικό και φεύγουμε. Είναι απόγευμα και ο καιρός είναι συννεφιασμένος. Όλα δείχνουν ότι προηγήθηκε μεγάλη βροχόπτωση. Καθώς πλησιάζουμε στο κέντρο της πόλης, σκέφτομαι αν η απόφασή μου να ξεκινήσω αυτό το οδοιπορικό ταξίδι στην Κεντρική Αμερική από την Κολομβία ήταν σωστή.
Στη θυελλώδη ιστορία της, η Κολομβία έχει βυθιστεί στο αίμα σε αναρίθμητους εμφύλιους πολέμους. Έχει υποστεί τη μεγαλύτερη αντάρτικη εξέγερση στην ήπειρο και επιπλέον είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός κοκαΐνης στον κόσμο. Στο τέλος της δεκαετίας του 1970 αναπτύχθηκαν ισχυρά και βίαια καρτέλ ναρκωτικών, τα οποία ενισχύθηκαν και τις επόμενες δεκαετίες. Ένα από αυτά ήταν το καρτέλ του Μεδεγίν, με αρχηγό τον Εσκομπάρ, το οποίο είχε ισχυρή παρουσία στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας. Με ένα τέτοιο υπόβαθρο, δεν είναι περίεργο που η βία ήταν ένα μόνιμο πρόβλημα στην Κολομβία για πολλά χρόνια. Πέρα απ’ αυτό, όμως, η Κολομβία είναι μια χώρα που συγκεντρώνει όλα όσα βρίσκονται στη Λατινική Αμερική. Στην πραγματικότητα, είναι πολλές χώρες που έχουν ενσωματωθεί σε μία. Οι κάτοικοι σχηματίζουν επίσης ένα συναρπαστικό εθνοτικό μωσαϊκό με περισσότερες από 50 διαφορετικές ινδιάνικες φυλές που εξακολουθούν να ζουν με παραδοσιακό τρόπο ζωής.
Καθώς διασχίζουμε την πόλη, μου κάνουν εντύπωση οι έντονες αντιθέσεις της. Ψηλά κτίρια δίπλα σε χαμόσπιτα, πανάκριβα αυτοκίνητα δίπλα σε παλιά, ξεχαρβαλωμένα, κομψοί Περουβιανοί να περπατούν στον δρόμο με συμπολίτες τους ντυμένους με παραδοσιακές ενδυμασίες, και βέβαια, δεν λείπουν οι ρακένδυτοι. Φτάνουμε στο hostel όπου πρόκειται να μείνω. Βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, σε μια κακόφημη συνοικία. Μια βόλτα που κάνω το βράδυ αρκεί για να το διαπιστώσω. Γυρίζω στο hostel αρκετά κουρασμένος.
Στο άδειο σαλόνι ακούγεται ο ήχος της τηλεόρασης, η οποία βρίσκεται μέσα σε σιδερένιο κουβούκλιο για προφανείς λόγους. Αργά τα μεσάνυχτα, ακούω από το παράθυρο, έξω στους δρόμους, φωνές γυναικών, φρεναρίσματα αυτοκινήτων, τζάμια να σπάνε. Ο άγριος κόσμος της νύχτας σε μια πόλη εξίσου άγρια. Εδώ στη Μπογκοτά, η ζωή της πόλης αρχίζει μετά τις 9 το πρωί. Πηγαίνω στην τράπεζα να αλλάξω χρήματα και συναντώ μια απίστευτη γραφειοκρατία. Έξω από την τράπεζα, οπλισμένοι αστυνομικοί με σκυλιά καραδοκούν για να αποφευχθεί το μοιραίο. Περνάω από ένα καφέ που το άρωμά του είναι τόσο έντονο που δεν μπορείς ν’ αντισταθείς. Φεύγω για το “Museo del Oro”, όπου η επίσκεψη είναι μια εμπειρία που δεν πρέπει να χάσουν όσοι επισκέπτονται τη χώρα. Στεγάζεται σε ένα τριώροφο κτίριο και εκθέτει τη μεγαλύτερη συλλογή από χρυσά αντικείμενα – γύρω στα 50.000 εκθέματα – που, μαζί με τα αγγεία, υφαντά και ξύλινα αντικείμενα, μαρτυρούν τη ζωή και τη σκέψη διαφορετικών κοινωνιών, όπως των ιθαγενών Κιμπάγια και Αϊρόνα, που ζούσαν στη σημερινή Κολομβία πριν από την ισπανική κατάκτηση της χώρας το 1499.
Επειδή ο χώρος είναι μικρός, για λόγους ασφαλείας, μπαίνουμε στις αίθουσες κατά ομάδες. Μετά από αρκετές ώρες περιπλάνησης, βγαίνω από το μουσείο ενθουσιασμένος. Δεξιά και αριστερά από την είσοδο, πάγκοι με εξαιρετικά αντίγραφα του μουσείου σε βάζουν σε πειρασμό για μια δεύτερη περιήγηση. Συνεχίζω προς την ιστορική συνοικία Λα Καντελαρία, που θεωρείται εξαιρετικό δείγμα της ισπανικής αποικιακής αρχιτεκτονικής. Εδώ βρίσκεται η πλατεία “Bolívar” με το άγαλμα του απελευθερωτή της Λατινικής Αμερικής. Στο νότιο μέρος της πλατείας, βρίσκεται ένα τεράστιο πέτρινο κτήριο σε αρχαιοελληνικό στυλ, που είναι το κοινοβούλιο της Μπογκοτά. Ακριβώς απέναντι, βρίσκεται το δικαστικό μέγαρο, το οποίο το 1985 ανατινάχθηκε από βαρόνους της κοκαΐνης. Την πλατεία συμπληρώνουν δύο υπέροχες καθολικές εκκλησίες σε αποικιακό στυλ. Αργά το απόγευμα, βγαίνω για βόλτα. Καθώς περπατάω, ο ήχος από σάλσα μουσική με οδηγεί σε ένα συγκρότημα που παίζει στη μέση ενός πάρκου. Κάθομαι και τους απολαμβάνω με ένα κολομβιανό “Aguardiente”, το ποτό που έπιναν όλοι οι ήρωες και οι αντιήρωες του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, το οποίο είναι απόσταγμα ζαχαροκάλαμου αρωματισμένο με βότανα. Ναι, τώρα το παζλ έχει συμπληρωθεί.
Την επόμενη μέρα στις 12:30 φεύγω για την Καρθαγένη. Βγαίνω για μια τελευταία βόλτα στη Μπογκοτά. Σήμερα έχει αρκετή κίνηση στους δρόμους, φαντάζομαι επειδή είναι Σάββατο. Σε λίγο, όμως, αντιλαμβάνομαι ότι η μέρα σήμερα είναι ξεχωριστή. Τα αυτοκίνητα στους δρόμους εξαφανίζονται και τη θέση τους παίρνουν νεαρά αγόρια και κορίτσια ντυμένα καρναβάλια, χορεύοντας σε ρυθμούς λατινικής μουσικής. Επισκέπτομαι το μουσείο Φερνάντο Μποτέρο, το οποίο στεγάζεται σε ένα πανέμορφο αποικιακό σπίτι. Ο Μποτέρο είναι από τους διασημότερους Κολομβιανούς ζωγράφους, ιδιαιτέρως γνωστός για το προσωπικό του ύφος, το οποίο απεικονίζει ανθρώπους και αντικείμενα σε παραμορφωμένες και ευμεγέθεις διαστάσεις. Αυτό που μου αρέσει στους πίνακές του είναι ο τρόπος που αντιλαμβάνεται και ερμηνεύει τον κόσμο. Έργα του έχουν εκτεθεί και στην Ελλάδα.
Δυστυχώς, ο χρόνος με πιέζει και πρέπει να φύγω. Επιστρέφω στο ξενοδοχείο, παίρνω το σακίδιό μου και φεύγω για τον σταθμό. Σε μισή ώρα περίπου επιβιβάζομαι σε ένα άνετο λεωφορείο με κλιματισμό και αναχωρούμε για την Καρθαγένη, όπου φτάνω την επόμενη μέρα στις 9 το πρωί. Κατεβαίνοντας από το λεωφορείο, νιώθω δυσφορία από την πολλή ζέστη. Βρίσκω ένα hostel με εσωτερική αυλή κοντά στην παλιά πόλη. Ρίχνω λίγο νερό στο πρόσωπό μου και ξεχύνομαι στους δρόμους της παλιάς πόλης. Η Καρθαγένη χρονολογείται από το 1533. Περιβάλλεται από τείχη και έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας αποικιακής πόλης αραβο-ισπανικής αρχιτεκτονικής: στενά πέτρινα σοκάκια, πανέμορφα χρωματιστά σπίτια με μπουκαμβίλιες, εκκλησίες και πολλές μικρές πλατείες. Θεωρείται από τις ομορφότερες πόλεις της Νότιας Αμερικής. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που η πόλη και το φρούριο της Καρθαγένης συγκαταλέγονται στα μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO. Από το λιμάνι της Καρθαγένης εξαγόταν κυρίως το περουβιανό ασήμι στην Ισπανία και εισάγονταν Αφρικανοί σκλάβοι. Γι’ αυτόν τον λόγο, η πόλη αποτέλεσε στόχο πειρατών και, για να την προφυλάξουν, έχτισαν τείχη και κάστρα γύρω από την πόλη.
Περπατώντας στην παλιά πόλη, έχεις την αίσθηση ότι βρίσκεσαι σε ένα ανοιχτό μουσείο του 16ου-17ου αιώνα. Μπαίνοντας από την καστρόπορτα “Porta del Reloj”, συναντώ την “Plaza de Los Coches”. Σε αυτήν την πλατεία στοιβάζονταν οι σκλάβοι από την Αφρική που έφερναν οι κατακτητές για να τους πουλήσουν σε εύπορους Ισπανούς. Είναι Κυριακή και οι περισσότεροι κάτοικοι αναζητούν δροσιά σε κάποια κοντινή παραλία. Μία από αυτές βρίσκεται στη La Boquilla, ένα γραφικό ψαροχώρι κοντά στην Καρθαγένη, όπου το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων είναι απόγονοι Αφρικανών σκλάβων. Πολλοί από αυτούς ψαρεύουν στην παραλία με “attarayas”, δηλαδή με δίχτυα.
Το απόγευμα πηγαίνω στο Getsemaní, μια συναρπαστική, νεόκτιστη γειτονιά στην Καρθαγένη. Κάποτε είχε τη φήμη ως κέντρο ένοπλης βίας και εγκλήματος, σήμερα όμως είναι ένα πολυσύχναστο hotspot που συνδυάζει ιστορικά κτήρια, πολιτιστική ταυτότητα, εκπληκτική τέχνη του δρόμου και εντυπωσιακή νυχτερινή ζωή με εξαιρετικά εστιατόρια. Το πρωί βγαίνω για μια τελευταία βόλτα στους δρόμους της Καρθαγένης. Τα μάτια μου πλημμυρίζουν από τα χρώματα της πόλης. Ώχρα, γαλάζιο και κόκκινο είναι τα χρώματα που κυριαρχούν. Η ζέστη και η υγρασία είναι αποπνικτικές. Βρίσκω καταφύγιο σε ένα καφέ. Βλέποντας σε ένα γυάλινο δοχείο τους κόκκους καφέ να χρυσαφίζουν από τον ήλιο, δεν δυσκολεύομαι καθόλου να επιλέξω ανάμεσα σε καφέ και χυμό από μανταρίνι. Βυθίζομαι σε μια πολυθρόνα με το αεράκι του ωκεανού να με δροσίζει, απολαμβάνοντας τον καφέ μου. Σκέφτομαι ότι δεν είναι τυχαίο που το λογοτεχνικό κίνημα του «μαγικού ρεαλισμού», που αναδεικνύει το μη πραγματικό ή αλλόκοτο ως κάτι καθημερινό, γεννήθηκε σε αυτή την υπέροχη χώρα με κύριο αφηγητή τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Η ώρα όμως έχει περάσει κι εγώ πρέπει να φύγω για το αεροδρόμιο, καθώς σε λίγη ώρα φεύγω για την Panama City.
Διαβάστε ακόμα:
Μεδεγίν: Ταξίδι στη διάσημη πόλη της Κολομβίας
3 δροσεροί προορισμοί για διακοπές εκτός Ελλάδας
Αθηναϊκή Ριβιέρα και Σούνιο: Βουτιές, επαφή με τη φύση κι ένα μαγευτικό ηλιοβασίλεμα