Καθώς περιδιαβαίνεις τα γραφικά σοκάκια της Δάφνης, δύσκολα υποψιάζεσαι ότι περπατάς σε ένα μέρος που μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1960 λογιζόταν ως το τρίτο πολυπληθέστερο κέντρο της Αχαΐας, μετά από την πρωτεύουσα Πάτρα και το Αίγιο. Σύμφωνα άλλωστε με την απογραφή του 2011 η σημερινή Δάφνη μετρά 436 κατοίκους, με τον πληθυσμό της να έχει υποστεί ραγδαία μείωση κατά τα τελευταία 20 χρόνια.
Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για ένα ορεινό χωριό, χτισμένο σε υψόμετρο 641 μέτρων στους καταπράσινους πρόποδες του βουνού Άγιος Μάμας, έχοντας ανοιχτό ορίζοντα προς τα νότια και τα ανατολικά. Μέχρι το 1928 ήταν γνωστή ως Στρέζοβα, αλλά μετονομάστηκε τότε στο πλαίσιο της γενικότερης αντικατάστασης των παλιών σλαβικών τοπωνυμίων με ελληνικά.
Γεωγραφικά η Δάφνη εντοπίζεται κοντά στη λίμνη του Λάδωνα, σε μια περιοχή μεταξύ Αχαΐας και Αρκαδίας πλούσια σε φυσικά, τρεχούμενα νερά. Διοικητικά υπάγεται στην πρώτη, όμως έχει βαθιές σχέσεις και με τη δεύτερη, οι οποίες ανάγονται στην αρχαία Ελλάδα. Τότε, βέβαια, δεν υπήρχε ακόμα ούτε Δάφνη, ούτε Στρέζοβα, παρά μόνο η αρκαδική πόλη-κράτος Κλείτωρ, στην οποία κι άνηκε η δασική έκταση όπου στέκεται το σύγχρονο χωριό.
Ένα μεσαιωνικό χωριό
Το παλιό όνομα Στρέζοβα προδίδει και το απώτερο παρελθόν του χωριού, το οποίο φαίνεται να ιδρύθηκε κατά τον Μεσαίωνα, γύρω στο 900, από Σλάβους αποίκους –«στρέζοβα», άλλωστε, σημαίνει «βελανιδιά» στη γλώσσα τους, πράγμα που μάλλον επιβεβαιώνει ότι μέχρι τότε η περιοχή αποτελούσε δασική έκταση, όπως ακριβώς και στην αρχαιότητα.
Όταν η Πελοπόννησος έπεσε στα χέρια των Φράγκων (1205), η Στρέζοβα έγινε Estransses και εντάχθηκε στη Βαρωνία της Άκοβας. Το 1320 επανήλθαν οι Βυζαντινοί, ενώ μετά την πτώση της αυτοκρατορίας κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς (1420). Η ανθηρή κωμόπολη συμμετείχε ενεργά στην Επανάσταση του 1821 –πράγμα το οποίο πλήρωσε, καθώς ο Ιμπραήμ την κατέκαψε το 1826. Μπόρεσε όμως να ανακάμψει ξανά μετά την ένταξή της στο ελληνικό κράτος (1830), εξακολουθώντας να αποτελεί σημαίνον οικονομικό και διοικητικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής.
Φτάνοντας στη Δάφνη
Η Δάφνη απέχει 44 χιλιόμετρα από τα Καλάβρυτα, 110 χιλιόμετρα από την Πάτρα και 68 χιλιόμετρα από την Τρίπολη και προσεγγίζεται εύκολα οδικώς, από όποια κατεύθυνση κι αν έρθετε. Υπολογίστε ότι θα φτάσετε σε 1,5 ώρα από την Πάτρα και σε περίπου 2,5 ώρες, εάν ξεκινήσετε από την Αθήνα.
Πρόκειται για ένα όμορφο χωριό, με κατηφορικά δρομάκια, γραφικά καλντερίμια και παραδοσιακά σπίτια με ξύλινα μπαλκόνια. Κάνοντας μια βόλτα τριγύρω, ωστόσο, θα εντυπωσιαστείτε και από τις θολωτές, πέτρινες βρύσες, οι οποίες αντιπροσωπεύουν το πλούσιο υδάτινο τοπίο της περιοχής, όπως και από ορισμένες παλιές εκκλησίες –της Αγίας Παρασκευής, λ.χ., η οποία σώζει βυζαντινές αγιογραφίες ή της Παναγίας, που θεωρείται χτισμένη πριν το 1500.
Αξιοθέατα, όμως, θα δείτε και βγαίνοντας λίγο έξω από τα όρια του οικισμού. Γύρω στο 1 χιλιόμετρο μακριά, ας πούμε, βρίσκεται το χαρακτηριστικό πέτρινο γεφύρι που οι ντόπιοι ξέρουν ως «Τρικάμαρο» –ονομασία που αντανακλά τα τρία ανισομερή του τόξα. Είναι παραδοσιακής κατασκευής, πρόσφατα επισκευασμένο και συντηρημένο, στέκεται δε πάνω από τον τοπικό χείμαρρο Πάο (ή Πάιο). Συστήνεται να το επισκεφθείτε αργά το φθινόπωρο, τον χειμώνα ή την άνοιξη, καθώς το καλοκαίρι τα νερά συνήθως χάνονται εντελώς λόγω ζέστης και ξηρασίας.
Πέρα από το Τρικάμαρο αξίζει να αναζητήσετε και τα διάσπαρτα φυσικά πηγάδια των περιχώρων, ενώ, εάν είστε λάτρεις των πεζοποριών, δεν πρέπει να χάσετε την ευκαιρία να πάρετε τον (βατό) χωματόδρομο που θα σας οδηγήσει στο Μοναστήρι της Ευαγγελίστριας, σε υψόμετρο 1.000 μέτρων. Η απόσταση ανέρχεται στα 3 χιλιόμετρα (υπολογίστε βέβαια και την επιστροφή).
Διαμονή-καφές-ποτό-φαγητό
Το χωριό διαθέτει επιλογές διαμονής για όσους θα επιθυμούσαν να περάσουν κάποιες ημέρες στο κατάφυτο τοπίο του, χρησιμοποιώντάς το ως ορμητήριο για τις εκδρομές τους προς τα νερά του Λάδωνα. Το ξενοδοχείο 3 αστέρων «Dimitra», λ.χ. έχει καθαρά διαμερίσματα με ωραία θέα και προσφέρει δωρεάν πάρκινγκ, ενώ διαθέτει και μπάρα για ΑμεΑ.
Στο καφέ-ψησταριά-πιτσαρία «Ο Φερλές» μπορείτε να κάτσετε για καφέ, μη φύγετε όμως δίχως να δοκιμάσετε τη νόστιμη πίτσα-γίγας του. Θα εντοπίσετε βέβαια και ορισμένα παραδοσιακά καφενεία, ενώ για ποτό αξίζει να κάτσετε στο «Υποδηματοποιείον Μπουσιούτη», το άτυπο μπαρ του χωριού.
Για φαγητό, τέλος, υπάρχει και η οικογενειακή ταβέρνα «Τζόλας», η οποία ειδικεύεται σε ποιοτικά και καλοψημένα κρεατικά.
Διαβάστε ακόμα:
Long weekend στη Ζαρούχλα -Το ελατοσκέπαστο χωριό της ορεινής Αχαΐας
Η αβάσταχτη γοητεία του Πλανητέρου -Αιωνόβια πλατάνια και τρεχούμενα νερά σε ένα μυθικό σκηνικό
Σελιάνα: Πώς ένα παραμυθένιο χωριό πήγε από τον απαρφανισμό στην αναβίωση