Έχουν περάσει δέκα χρόνια από τον θάνατο του ποιητή των εικόνων, Θεόδωρου Αγγελόπουλου. Πριν μέρες στη Γάνδη, στη διάρκεια των World Soundtrack Awards, η συνθέτρια Ελένη Καραΐνδρου βραβεύτηκε για το σύνολο του έργου της, με το παγκόσμιο βραβείο Lifetime Achievement Award.
Όπως περιγράφει η ίδια, στον συνάδελφο Γιάννη Παναγόπουλο – στο Fragile.gr, «Ήταν μια βραδιά με μουσική για τον κινηματογράφο Ελλήνων συνθετών και ένα μεγάλο μέρος της δικής μου δουλειάς. Είναι συγκινητικό να ακούγεται αυτή η μουσική στην όπερα της Γάνδης, χωρητικότητας 1000 ανθρώπων. Κάναμε μια μεγάλη συνέντευξη τύπου, μιλήσαμε για τον Θόδωρο (σ.σ. Αγγελόπουλο), για την Ελλάδα, για τον τόπο μου».
Καθόλου τυχαία, λοιπόν, βρισκόμαστε στο «δεύτερο του σπίτι», όπως αποκαλούσε ο αγαπημένος, αείμνηστος σκηνοθέτης, το «Διεθνές». Φωτογραφίζω αφουγκραζόμενη, επιτρέποντας το κάλεσμα του κλικ μέσα από τις αισθήσεις. Φοιτητές από όλη την Ελλάδα, στις Τέχνες, τη Γεωπονική, τη Ψυχολογία και την Παιδαγωγική απολαμβάνουν από νωρίς κάτω από τις φυλλωσιές, στα τραπεζάκια του πεζοδρομίου τους μεζέδες του τσίπουρου.
Στους κορμούς των δέντρων κρέμονται μικρά, χρωματιστά, ξύλινα κλουβιά με καναρίνια να κελαηδάνε, κάνοντας συγχορδία με τα παλιά λαϊκά και τις καντάδες που ακούγονται από το ηχείο. Το κρύο έρχεται δειλά φέτος. Το «δηλώνουν» τα ροδοκίτρινα φύλλα που περιστρέφονται σε σούφικο χορό στα πεζοδρόμια.
«Είμαστε σε ένα εμβληματικό κτίριο που χτίστηκε το 1924-1925 για να πρωτοστεγάσει το Ξενοδοχείο “Διεθνές” από τα αδέρφια Γεώργιο, Ιωάννη και Ηλία Σίμου, που είχανε καταγωγή από το γειτονικό χωριό Άλωνα (Άρμενσκο). Ο Μεσοπόλεμος στην πόλη μας ανέδειξε εξαιρετικά κτίρια και αναπτύχθηκε μια τάξη κάπως αστική. Ο Γεώργιος Σίμος είχε διατελέσει Δήμαρχος Φλώρινας, ενώ το έργο χρηματοδοτήθηκε, από τον Ιωάννη, μετανάστη στις Η.Π.Α, σχεδιάστηκε από τον πολιτικό μηχανικό Αριστοτέλη Μελετίου -απόφοιτο του Σχολείου Τεχνών του ΕΜΠ (1890) με σπουδές στη Γάνδη και το Παρίσι. Σύμφωνα με τον Δημήτρη Μεκάση*, του ξενοδοχείου προϋπήρχε τούρκικο χάνι.
Η οικοδομική άδεια βγήκε το 1925 και ολοκληρώνεται το 1927, όταν στον τοπικό Τύπο δημοσιεύεται η πρώτη διαφήμιση: «Νεόκτιστο Ευρωπαϊκού τύπου ξενοδοχείου, άνοιξε στην πόλη μας». Είχαμε άλλα τρία ως τότε πανδοχεία, όπως το ακριβώς απέναντι – από το 1924 ξενοδοχείο – εγκαταλελειμμένο πλέον κτίσμα που διατηρεί αναλλοίωτη την αίγλη του.
Εδώ έμεναν οι περαστικοί που χρειαζόταν να διανυκτερεύσουν στην Φλώρινα, το τότε διαμετακομιστικό κέντρο προς Βοσνία, Σερβία, Αλβανία, Γιουγκοσλαβία μετέπειτα, προς την Νότια Ελλάδα, τη Θεσσαλονίκη και την υπόλοιπη δυτική Μακεδονία. Βλέπετε, ο μεσοπόλεμος ήταν μια εποχή έντονων μετακινήσεων, πληθυσμών, ιδεών και αρχιτεκτονικών ρευμάτων που άφηναν κάποιο αποτύπωμα σε ένα μέρος των έντεκα με δώδεκα περίπου χιλιάδων κατοίκων της», μας λέει η Δρ. Xρυσούλα Βοσκοπούλου, αρχιτέκτονας και διδάσκουσα στη Ρυθμολογία και Ιστορία Αρχιτεκτονικής στο τμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονία.
«Το Διεθνές, ήτανε το πρώτο ξενοδοχείο με ζεστό νερό, κοινόχρηστο λουτρό στον όροφο και σουίτα με βεράντα – που βρισκόταν πάνω από το καφενείο. Σήμερα, παραχωρείται από τους εφτά κληρονόμους στη Λέσχη Πολιτισμού όπου γίνονται μαθήματα φωτογραφίας, εικαστικών, σκάκι, χορού, ενώ γνωστή είναι η θαλπωρή της Κινηματογραφικής Λέσχης που γιορτάζει τα τριάντα της χρόνια. Χωρίς αυτήν είμαστε φτωχοί από την έβδομη Τέχνη που τόσο μας ενέπνευσε ο Αγγελόπουλος. Αναπολώ τις κοπάνες από τη σχολή με τις συμμαθήτριές μου, να παρακολουθούμε διψασμένες τα γυρίσματα των ταινιών του, στο Διεθνές και στην αγορά. Μέχρι και τη δεκαετία του 1980, βλέπετε, είχαμε δύο κινηματογράφους, το «Ολύμπιον» και το Ελληνίς».
«Εδώ, φιλοξενήθηκε ο Βενιζέλος, στη δεύτερη θητεία που εκλέχτηκε. Ήταν το πολυτελέστατο ξενοδοχείο μαζί με λίγα ακόμη της κεντρικής πλατείας και στο καφενείο έπινες καλοψημένο, μερακλίδικο καφέ ενώ σέρβιρε και τα πρωινά του ξενοδοχείου. Ονομάστηκε από την αρχή «Διεθνές». Ήταν η ονομασία της μόδας. Χτίστηκε με αρχιτεκτονική φροντίδα, απόδειξη το ότι ακόμη στέκει χωρίς καμία ρωγμή. Επιθυμούμε να οργανώσουμε μια επετειακή γιορτή για τα εκατό του χρόνια. Αρχές της δεκαετίας του ενενήντα, έγιναν προσπάθειες κι εκτιμήσεις για να αγοραστεί από το υπουργείο Πολιτισμού, που όμως κατέρρευσαν», συνεχίζει η αγαπητή Χρυσούλα.
Για τον θαμώνα Θόδωρο Αγγελόπουλο
Καθόμαστε στην πιο ηλιόλουστη γωνιά του μαγαζιού χαζεύοντας από τη βιτρίνα την χαλαρή κίνηση των γελαστών περαστικών. «Εδώ καθότανε πάντοτε ο πολυαγαπημένος μου φίλος, ο Θόδωρος, κι έπινε το κονιακάκι του, το πεντάρι του Μεταξά και το καφεδάκι του», μας λέει ο ιδιοκτήτης κύριος Γιώργος Βελλιάνης. Κι έτσι κάπως ξεκινάει και η κουβέντα γύρω από τον κυρ-Θόδωρο, ενώ οι πιπεριές Φλωρίνης, το σαγανάκι και οι κολοκυθοκεφτέδες συνοδεύουν τα τσίπουρα. Άλλωστε, ούτε οδηγούμε σήμερα.
«Εφτά ταινίες γύρισε εδώ κι όλες τις έχω δει. Ακόμη θυμούμαι την πρώτη φορά που ανταμώσαμε», συνεχίζει ο κυρ Γιώργος και δακρύζει. «Μπήκε μέσα, ήπιε καφεδάκι, γνωριστήκαμε. Ήταν τότες που μου είπε: “Θα έρχομαι εδώ, να γυρίσω κι άλλες ταινίες”. Τό’ πε και το’ κανε. Πρώτη ήταν το “Ταξίδι στα Κύθηρα”, το 1984 με τον Μάνο Κατράκη και τη Δώρα Βολανάκη. Το ασθενοφόρο παραδίπλα περίμενε τον Κατράκη να μπει να πάρει οξυγόνο μετά από κάθε γύρισμα. Ο Θόδωρος ξανάρθε το 1986 για τον “Μελισσοκόμο”, το 1988 για το «Τοπίο στην ομίχλη», το 1991 για το “Μετέωρο βλέμμα του πελαργού”, το 1995 για το “Βλέμμα του Οδυσσέα”, το 1998 για την “Αιωνιότητα και μια μέρα” και το 2004 για το “Λιβάδι που δακρύζει”. Πολλές οι σκηνές, μέσα, έξω, μπροστά, στο σταυροδρόμι. Τις θυμόμαστε με νοσταλγία. Ο Τζιαν Μαρία Βολοντέ, ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, η Ζαν Μορό, ο Χάρβεϊ Καϊτέλ, ο Αθηνόδωρος Προύσαλης, η Βάσια Παναγοπούλου και τόσοι άλλοι. Όταν είχαμε κόσμο κρατούσαμε μόνο τους κομπάρσους και άδειαζε το μαγαζί. Ήταν φερέγγυος ο Θόδωρος και μας αποζημίωνε. Ο λιγομίλητος Μαστρογιάνι ξεκουραζόταν σε τροχόσπιτο έξω από το μαγαζί κι οι υπόλοιποι μέσα. Ο Αγγελόπουλος όπως κι ο σκηνογράφος και ενδυματολόγος Μικές Καραπιπέρης ήταν απλοί κι ωραίοι. Ο Καϊτέλ ήταν ψυχούλα, ένα όνειρο ηθοποιού. Μου έλεγε “George, come here”. “What do you want me?” τον ρωτούσα κι έλεγε γελώντας: “Οne whiskey! You got it?”, “I got it”, του έλεγα με καναδέζικη προφορά. Καθόμασταν, πίναμε και συζητάγαμε δίπλα στην αναμμένη ξυλόσομπα για τη ζωή. εδώ και στην Αμερική. ‘’Πράγματι, η ζωή και το κλίμα είναι καλύτερα εδώ. Διασκεδάζετε! Είναι στη συνήθειά σας’’, έλεγε.
Όταν τελείωσαν τα γυρίσματα και τα μάζεψαν να φύγουνε, ήρθε να με αποχαιρετίσει, με αγκάλιασε και δάκρυσε λέγοντάς μου, ‘’Δεν έχω ξαναγνωρίσει τέτοιον άνθρωπο στο επάγγελμα αυτό’’. Όλοι έτρωγαν εδώ σάντουιτς με ομελέτα “χορωδία”, όπως λέμε την ομελέτα μας, με τυρί, ντομάτα, μαυροπίπερο, πιπεριά – καυτερή ή γλυκιά. Τους άρεσε να την τρώνε μέσα σε χωριάτικο καρβέλι ψωμί. Βλέπετε, έχω αυγά από ογδόντα αλανιάρες κότες σε κτήμα, μαζί με πάπιες, κουνέλια και περιστερώνα», μας εκμυστηρεύεται. «Κι όταν μια χρονιά κόψαμε βασιλόπιτα, ο κυρ-Θόδωρος μας είπε: “Εδώ, είναι το δεύτερό μου σπίτι και δεν φεύγω από δω πέρα”».
Για τα γεγονότα στο «Μετέωρο βήμα του Πελαργού»
Τον Δεκέμβριο του 1990 ήταν, ήδη, καταξιωμένος διεθνώς. Φθάνει στη Φλώρινα μαζί με τον Μαρτσέλο Μαστρογιάννι και τη Ζαν Μορό να γυρίσει «Το Μετέωρο Βήμα του Πελαργού». Στο σενάριο που έγραψε ο ίδιος, ένας νέος δημοσιογράφος στη διάρκεια ενός ρεπορτάζ στα σύνορα, ανακαλύπτει μια πόλη, ένα πρόσωπο κάποιου εξαφανισμένου πρώην πολιτικού και μια εικόνα. Η μικρή, συνοριακή πόλη, που μοιάζει με την άκρη του κόσμου, αποκαλείται από τους ντόπιους ως «αίθουσα αναμονής» επειδή κατοικείται από πρόσφυγες άλλων χωρών που κάποτε πέρασαν κρυφά τα σύνορα και ζουν εκεί, ονειρευόμενοι να φύγουν για να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους «αλλού». Η Ζαν Μορό λέει: «Το σενάριο του Αγγελόπουλου “σπάει” τα σύνορα και με όλα αυτά που συμβαίνουν στα χωριά εδώ, φέρνει την έκρηξη, την ελευθερία να μετακινούνται ελεύθερα οι άνθρωποι. Τα σύνορα είναι στα μυαλά των ανθρώπων, δεν τα βλέπουμε εδώ».
Γι’ αυτό κλονίστηκε ο τότε μητροπολίτης της πόλης Αυγουστίνος Καντιώτης, κι όταν έμαθε το σενάριο, ζήτησε να σταματήσει πριν καν ξεκινήσει. Είχε ήδη κατεδαφίσει το 1971 τον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Παντελεήμονα της Φλώρινας για να χτίσει νέο παρουσία του δικτάτορα Παπαδόπουλου, ενώ, το 1972, ερπυστριοφόρα που είχαν στη διάθεσή τους οι κρατικές αρχές, κατεδάφισαν την εκκλησία του Αμύνταιου και άλλες του νομού Φλώρινας καθώς ο Καντιώτης επικαλέστηκε κίνδυνο κατάρρευσης. Οι κάτοικοι, όμως, θυμούνται τους ναούς με περίφημες τοιχογραφίες και σλαβικές επιγραφές. Ο Καντιώτης εκφόβισε με αφορισμό τον Αγγελόπουλο και το πλήρωμα της ταινίας και στο τέλος πραγματοποίησε την απειλή του. Oι πιστοί κραύγαζαν: «Αφορισμένοι, αφορισμένοι!» κι ο Αγγελόπουλος χρησιμοποίησε τη σκηνή στην επόμενη ταινία του «Το βλέμμα του Οδυσσέα». Από τη μια οι ξακουστοί σκηνοθέτες Μπέργκμαν και Κουροσάβα κι από την άλλη ο κόσμος και ο παγκόσμιος Τύπος, στήριξαν τον σκηνοθέτη κι η ταινία γυρίστηκε φθάνοντας μέχρι τις Κάννες.
Η ιστορία του μαγαζιού
«Διεθνές – Γιώργος Βελλιάνης» αναγράφει η παλιά, ξύλινη ταμπέλα κρεμασμένη πάνω από την είσοδο. «Σαράντα ένα χρόνια κρεμασμένη εκεί έξω», μας λέει ο Γιώργος. «Μέχρι τότες, που λέτε έτρωγε κάποιος τον μεζέ του; Εγώ ήμουν ελαιοχρωματιστής. Σχόλαγα και πήγαινα σε ένα μπακάλικο να πιω ένα τσιπουράκι με ένα αυγό βραστό. Τίποτε άλλο. Το 1978, ‘79, και ’80. Είχα επιστρέψει το 1977 από τον Καναδά, όπου μετανάστευσα για έξι χρόνια. Είχα μεράκι τον μεζέ με το τσίπουρο. Ε, κι όταν είδα την αγανάκτηση του εργαζόμενου κόσμου να πιει το γλυκόπιοτο απόσταγμα ψάχνοντας στα μπακάλικα και σε ένα μικρό καφενέ, λίγο κρασί, τζατζίκι και μαρούλι … αυτό ήταν! Λέω στη γυναίκα μου, που είχε πτυχίο εργοδηγού και σκόπευε να μπει στο Δημόσιο: “Είτε πάμε να εργαστούμε μαζί, είτε ξαναφεύγουμε στον Καναδά”. Με ρωτά: “Τι να κάνουμε;” Της απαντώ: “Παίρνουμε τούτο το καφενείο και το μετατρέπουμε σε τσιπουράδικο”. Γέννημα θρέμμα Φλώρινα και οι δύο μας, το κάναμε. Στην κουζίνα από τότε, ακόμη μαζί μαγειρεύουμε. Τα μεσημέρια γινόταν παρέλαση. Από εμάς ξεκίνησε το «τσιπουράδικο με μεζέ» κι από τότε οι ανάσες στην πόλη μυρίζουν τσίπουρο. Δεν μύριζε παλιά κι ας παρήγαγε. Αποστάζουμε κάθε χρόνο σε δικά μας καζάνια. Τα πρώτα εδέσματα που φτιάχναμε με τη γυναίκα μου ήταν το πικάντικο, το λάχανο δηλαδή, το πολίτικο, γίγαντες στο φούρνο, τυροκαυτερή, τζατζίκι, σμυρναίικα κεφτεδάκια, μπακαλιάρο, τας κεμπάπ. Τελευταία βάλαμε τηγανιά χοιρινή, γύρο, πανσέτα καπνιστή, κι ότι περπατά στην κοινωνία. Αδύνατον να πετύχουν το σαγανάκι κεφαλοτύρι μας», λέει χαμογελώντας ταπεινά και κάπως περήφανα. «Το τηγάνι φταίει», συνεχίζει διασκεδάζοντας την παρέα του, ανάμεσα τους και ο συνταξιούχος κουρέα του Αγγελόπουλου, Λάζαρος Γρηγοριάδης.
Τα παιδιά του Γιώργου, Βίκυ και Δαμιανός, σερβίρουν αφθονία. Το «διάφορο τουρσί» με ντομάτα, λάχανο και κουνουπίδι, τη γεμιστή πιπεριά Φλωρίνης με λάχανο, σέλινο και καρότο, που μπαίνει μες το ξύδι για να «τραβήξει» και κατευθείαν στο πιάτο, τη γεμιστή μελιτζάνα με πιπεριά και κασέρι, τους κολοκυθοκεφτέδες. Κι η ξυλόσομπα ανάβει.
«Με τα χρόνια ο Θόδωρος ερχόταν για βόλτα με τις κόρες του, και έλεγε πάντα: “θα ξανάρθω, να ξέρεις”. Κι ερχόταν, μέχρι που δεν ξανάρθε. Όλοι τον κλάψαμε πολύ τότε. Νιώθω ευγνωμοσύνη τόσο για τη γνωστοποίηση του μαγαζιού όσο και για το πάθος να κρατώ αυτό το μαγαζί, που έγινε βίωμά μου», λέει ο Γιώργος. Από την κουζίνα, ακούγονται πιάτα να βροντάνε ρυθμικά. «Η γυναίκα του Θόδωρου έκανε παρέα με την κυρά μου και θυμόμαστε που μας ζητούσε το ζαχαρούχο γάλα. Στα γυρίσματα της ταινίας “Αιωνιότητα και μια μέρα” παίζω ο ίδιος και λέω στον Μπρούνο Γκανζ την ατάκα “Δύσκολο να βρεις ταξί, ο δρόμος είναι χάλια”, δίνοντας του ένα ποτήρι νερό από τον μπουφέ μου. Καταχείμωνο ήταν, κι η Φλώρινα στα λευκά της», μας διηγείται ακούραστα ο κυρ Γιώργος.
Απόγευμα η ώρα πέντε. Οι γλυκύτατοι ηλικιωμένοι θαμώνες περιμένουν να μπούνε για το καφεδάκι και το χαρτάκι τους. Με μια παιδιάστικη έκπληξη όλη η μικροκοινωνία του «Διεθνές» ποζάρει στον φακό.
Ωράριο: 07:30 π.μ. – 16:00 μ.μ. και 17:00 – 20:00 μ.μ.
Διεύθυνση: Μεγάλου Αλεξάνδρου 76, Φλώρινα
Τηλέφωνο: 2385023585
*Μεκάσης, Δ. (1996). Τα παλιά επαγγέλματα της Φλώρινας. Τόμος Α ́. Φλώρινα: Πρέσπες 1993, 126 – 129.