Καθώς διανύουμε την Εποχή της Πληροφορίας, γίνεται όλο και πιο δύσκολο να δούμε επίθετα όπως π.χ. «άγνωστος», «μυστικός», «κρυμμένος» κτλ. με την παλιά τους έννοια, όσον αφορά τους ταξιδιωτικούς προορισμούς: περισσότερο, πια, είναι μια γοητευτική σύμβαση τόσο για τους δημοσιογράφους, όσο και για το αναγνωστικό κοινό –γι’ αυτό και τέτοιες λέξεις μπαίνουν όλο και συχνότερα ανάμεσα σε εισαγωγικά.
Γεγονός είναι, όμως, ότι μια χώρα σαν την Ελλάδα έχει πολλές, πάμπολλες γωνιές. Κι έτσι, ακόμα και στην Εποχή της Πληροφορίας, το φως της δημοσιότητας δεν γίνεται να πέσει ισομερώς πάνω σε μια τόσο μεγάλη ποικιλία. Όλο και κάποια παραλία θα ξεφύγει, λοιπόν, όλο και κάποιο χωριό από τα λιγότερο αναπτυγμένα θα μείνει υποφωτισμένο, όλο και κάποια βουνίσια τοποθεσία με τρεχούμενα νερά θα μείνει έξω από τη εστίαση των ιντερνετικών ρεπορτάζ.
Μια τέτοια περίπτωση είναι και η ποταμιά του Χρούσια με τους καταρράκτες της Κουιάσας. Ονόματα που δεν φέρνουν κάποια άμεση παραπομπή όταν τα πρωτακούς, μα σηματοδοτούν έναν τόπο που κατάφερε να παραμείνει σχετικά κρυμμένος, όντας γνώριμος μόνο στους λίγους που έχουν γνωρίσει καλά τα Αθαμανικά Όρη της δυτικής Ελλάδας –αυτά που οι περισσότεροι ξέρουμε ως Τζουμέρκα. Πρόκειται ωστόσο για τοπίο μεγάλης φυσικής ομορφιάς, το οποίο δίνει, συνάμα, την ευκαιρία για μια καλοκαιρινή εξόρμηση διαφορετική από τα συνηθισμένα.
Ποταμίσια δροσιά, καταρράκτες και επιβλητικό, βουνίσιο πράσινο
Ο ορεινός όγκος των Τζουμέρκων θεωρείται νότια προέκταση της Πίνδου και διατρέχει δύο διαφορετικές περιφερειακές ενότητες της Ηπείρου, την Άρτα και τα Γιάννενα. Η εστίαση στον ποταμό Χρούσια, ωστόσο, μας τοποθετεί γεωγραφικά στα δεύτερα –και άρα στο βόρειο τμήμα των Τζουμέρκων, αυτό με τις ψηλότερες βουνοκορφές– στην έκταση ανάμεσα στα χωριά Συρράκο και Καλαρρύτες.
Πρόκειται για δύο από τα πιο όμορφα χωριά των Ιωαννίνων. Οι Καλαρρύτες είναι χτισμένοι σε υψόμετρο 1.200 μέτρων, στο χείλος μιας απότομης χαράδρας στις δυτικές παρυφές των Τζουμέρκων, που καταλήγει στον ποταμό Καλαρρύτικο. Το Συρράκο, πάλι, είναι παραδοσιακός οικισμός στα 1.150 μέτρα υψόμετρο, στις πλαγιές του βουνού Λάκμος, και είναι αυτό που στέκεται ακριβώς πάνω από τη χαράδρα του ποταμού Χρούσια.
Ο Χρούσιας, τώρα, είναι παραπόταμος του Άραχθου και συμβάλλει κι εκείνος, με τα νερά του, στον καταπράσινο χαρακτήρα μιας περιοχής με οργιώδη, βουνίσια βλάστηση, στην οποία κυριαρχούν τα πλατάνια και άλλα υδρόφιλα φυτά. Τα ίδια νερά, ασφαλώς, τροφοδοτούν και τις πετροχτισμένες, παραδοσιακές βρύσες των τριγύρω χωριών. Μάλιστα, υπάρχει και μια ξεχασμένη ιστορική λεπτομέρεια η οποία αφορά τον Χρούσια, γιατί ήταν το ποτάμι αυτό που αποτέλεσε το σύνορο μεταξύ του βασιλείου της Ελλάδας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1881, όταν η Συνθήκη του Βερολίνου έδωσε τους Καλαρρύτες στη χώρα μας, μα κράτησε το Συρράκο στην τουρκική επικράτεια.
Η πρόσβαση στην ποταμιά του Χρούσια και στους καταρράκτες της Κουιάσας, τώρα, γίνεται μέσω των ιστορικών μονοπατιών της περιοχής, τα οποία συνήθως απασχολούν τους φίλους των οργανωμένων πεζοποριών. Στην περίπτωση αυτή, όμως, δεν μιλάμε για κάποια πεζοπορία που απευθύνεται σε όσους διαθέτουν εμπειρία και πολύ καλή φυσική κατάσταση, αλλά για μια μάλλον εύκολη διαδρομή, διαθέσιμη στους πάντες, καθώς το σχετικό μονοπάτι είναι και βατό και περιποιημένο. Όσοι ενδιαφέρονται για μεγαλύτερες πεζοπορίες, φυσικά, θα βρουν ευκαιρίες και για κάτι παραπάνω. Πριν από τα πρώτα σπίτια του Συρράκου, ας πούμε, υπάρχει πρόσβαση προς το φαράγγι του Σταυραετού (ή αλλιώς Μπόζιας), το οποίο απαιτεί 3 ώρες canyoning πριν συναντήσει τελικά τον Χρούσια.
Το περιβάλλον που θα βρείτε εδώ διατηρεί έναν σχεδόν ανέγγιχτο χαρακτήρα και ίσως σας κάνει, φευγαλέα, να αισθανθείτε σαν εξερευνητές σε κάποιον άγνωστο, χαμένο κόσμο, βγαλμένο από τις σελίδες του σερ Άρθουρ Κόναν Ντόιλ. Αλλά το ιστορικό, πετρόχτιστο γεφύρι που θα συναντήσετε στη διαδρομή, όπως και οι παραδοσιακοί νερόμυλοι της περιοχής –με τους οποίους οι παλιοί κάτοικοι προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν τα νερά του Χρούσια– θα σας επαναφέρουν σύντομα σε μια περασμένη, μα ακόμα αναγνωρίσιμη πραγματικότητα της ελληνικής υπαίθρου. Στο παρελθόν οι νερόμυλοι αυτοί ήταν τρεις, ένας κοινοτικός και δύο ιδιωτικοί. Ο πρώτος καταστράφηκε από τους Οθωμανούς, ως αντίποινα για την (ανεπιτυχή) συμμετοχή του Συρράκου στην Επανάσταση του 1821. Οι άλλοι δύο εξακολούθησαν να λειτουργούν μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1970.
Το τοπίο είναι επισκέψιμο σε όλη τη διάρκεια του έτους. Αρκεί, φυσικά, να έχει καλό καιρό και να μην έχουν προηγηθεί ημέρες με έντονη βροχόπτωση –γιατί κάτι τέτοιο μπορεί να κάνει τον Χρούσια να έχει πιο ορμητικά, άρα και πιο επικίνδυνα, νερά. Η ιδανική εποχή για να έρθετε, ωστόσο, είναι το καλοκαίρι. Φαντάζει ίσως παράδοξο για μια χώρα που έχει συνδυάσει την περίοδο αυτή με νησιά και θάλασσα, όμως η υπέροχη δροσιά που θα βρείτε εδώ, συνδυαστικά με το εκπληκτικό φυσικό τοπίο, αποτελεί πρόταση για μια διαφορετική μα εξίσου έντονη θερινή εμπειρία. Άλλωστε το κολύμπι δεν θα σας λείψει, αφού μπορείτε να πέσετε στα κρυστάλλινα νερά του Χρούσια ή να κάνετε αξέχαστες βουτιές στα κρύα, τονωτικά νερά των καταρρακτών της Κουιάσας. Ένα ακόμα παράξενο όνομα, που δείχνει να προέρχεται από τις παλιές βλάχικες γλώσσες των βορείων Τζουμέρκων, σημαίνοντας «μέρος με σκιά». Έτσι ήταν αιώνες πριν, έτσι παραμένει και σήμερα.
Πώς θα έρθετε εδώ
Καθώς το σηματοδοτημένο μονοπάτι που θα σας φέρει στον Χρούσια και στην Κουιάσα είναι αυτό που ενώνει το Συρράκο με τους Καλαρρύτες, μπορείτε να ξεκινήσετε από οποιοδήποτε από τα δύο χωριά, αναλόγως με το πού θα έχετε τη «βάση» σας ή με το τι θα σας βολεύει περισσότερο, εάν έρχεστε από τα Γιάννενα ή από την Άρτα. Όπως είπαμε και πιο πριν, ο βαθμός δυσκολίας της απαιτούμενης πεζοπορίας είναι χαμηλός, ωστόσο λάβετε υπόψη ότι υπάρχει κάμποση ανηφόρα, καθώς υψομετρικά κινείστε σε ένα φάσμα από τα 900 ως τα 1.200 μέτρα. Με μια αρκετά καλή φυσική κατάσταση, υπολογίστε ότι θα κάνετε τη διαδρομή μεταξύ των δύο χωριών μέσα σε 1,5 ώρα.
Αν βρίσκεστε στους Καλαρρύτες, λοιπόν, θα εκκινήσετε από τη θέση που οι ντόπιοι γνωρίζουν ως «Στρατώνες» (όπου θα δείτε και δίγλωσση πινακίδα για το πέτρινο γεφύρι της Κουιάσας) και θα κατευθυνθείτε προς Σκάλα. Από εκεί κι έπειτα, προς Συρράκο και Καλαρρύτικο ποταμό, χρειάζεται προσοχή, ειδικά σε ορισμένα αρκετά κατηφορικά σημεία. Στο Συρράκο, πάλι, όπου δεν επιτρέπονται τα αυτοκίνητα, θα αφήσετε το όχημά σας στην είσοδο του χωριού, θα το διασχίσετε και θα βγείτε στην άλλη του άκρη, όπου θα δείτε και σχετική πινακίδα, να αναγράφει «Χρούσια Ποταμό Καλαρρύτες». Αυτή είναι και η αρχή του μονοπατιού Κουιάσα-Πουλιάνα.
Από εκεί, θα ακολουθήσετε τη διαδρομή προς τον Μύλο Κουιάσας –τον παλιό, πέτρινο νερόμυλο, που βρίσκεται σχεδόν κρυμμένος μέσα στο καταπράσινο δάσος. Δεξιά σας θα δείτε άφθονα τρεχούμενα νερά και μερικούς μικρούς καταρράκτες. Αριστερά σας, πάλι, θα ρέει ο Καλλαρύτικος. Στα 200 μέτρα θα δείτε το μονότοξο Γεφύρι της Κουιάσας, το οποίο στέκει εκεί από το 1800. Μόλις το περάσετε, θα δείτε τον μύλο, ο οποίος έχει μετατραπεί, πλέον, σε καφέ. Λειτουργεί μόνο κατά τη θερινή περίοδο, πάντως αξίζει να κάτσετε στην επιστροφή σας, ειδικά για τη σπιτική του λεμονάδα με ανθρακικό και τα χειροποίητα γλυκά: δοκιμάστε π.χ. εκμέκ, αλλά και καρυδόπιτα (εάν είναι διαθέσιμη).
Πίσω ακριβώς από το καφέ, τώρα, ξεκινά ένα στενό μονοπάτι, το οποίο μέσα σε μόλις 5 λεπτά θα σας βγάλει στον εντυπωσιακό καταρράκτη της Κουιάσας και την όμορφη λίμνη του, με τα σχεδόν γαλανά νερά. Μάλιστα, τα άφθονα βρύα και η υγρασία θυμίζουν σε κάποιους το πιο γνωστό Πάντα Βρέχει της Ευρυτανίας. Ακόμα κι αν βρίσκετε την αναλογία υπερβολική, όμως, είναι εδώ όπου αξίζει να βουτήξετε, για ένα καλοκαιρινό, δροσερό μπάνιο που θα σας μείνει αλησμόνητο.
Διαβάστε ακόμα:
Γερολίμνη: Το καταπράσινο φυσικό θαύμα των Κυκλάδων
Γλυκά Νερά: Η κρυμμένη ακτή της νότιας Κρήτης με τη βαθυγάλανη θάλασσα και τις πηγές πόσιμου ύδατος