«Ποιο να ’ναι άραγε το μυστικό της γοητείας της Αίγινας; Είναι το φως της, όλη η ατμόσφαιρά της, που συνδυάζει την ιδιαιτερότητα της Αττικής με αυτή του νησιού. Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη και μαζί αισθάνεσαι το μάρμαρο του ναού της Αφαίας, του Παρθενώνα, να στεφανώνει τον ορίζοντά σου». Έτσι περιέγραφε η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ τον παράδεισό της και τα παιδικά της χρόνια στο σπίτι της, στο νησί.
«Τι έγινε στην Αίγινα» με ρωτάει ένας φίλος κάνοντας παρήχηση των δύο λέξεων (έγινε-Αίγινα), σε ένα χιουμοριστικό πλαίσιο πρώτης ανάγνωσης. «Πολλά και τρομερά» απαντάω χαζά επαναλαμβάνοντας ένα κλισέ. «Δηλαδή, λίγα και καθησυχαστικά» συμπληρώνω λέγοντας την αλήθεια, η οποία ποτέ δεν είναι κλισέ. Μόλις είχα γυρίσει από μια 48ωρη βόλτα.
Το καράβι έφευγε Παρασκευή μεσημεροαπόγευμα από το λιμάνι του Πειραιά, ενώ σε μία ώρα και ένα τέταρτο έφτανε στο κεντρικό λιμάνι του νησιού. Προς ενημέρωση υπάρχουν ακόμα τρία λιμάνια: Η Αγία Μαρίνα, η Σουβάλα και η Πέρδικα, το καθένα με τη δική του ζωή και δράση. Η Αγία Μαρίνα έχει πεύκα, τυρκουάζ νερά και άπειρο κόσμο, καθώς και τον ξακουστό, αρχαίο ναό της Αφαίας, ο οποίος βρίσκεται σε μια κορυφή 160 μ., στην ανατολική πλευρά του νησιού, περίπου δεκατρία χλμ. ανατολικά οδικώς από το κεντρικό λιμάνι, δίπλα στην Αγία Μαρίνα, ένα μικρό χωριό καλοκαιρινών, κυρίως οικογενειακών, διακοπών, και με μια κάποια βαβούρα. Το ιερό βρίσκεται 29,5 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Ακρόπολης των Αθηνών, η οποία μπορεί και να είναι ορατή μια ημέρα με καθαρό, ανέφελο ορίζοντα.
Ο μύθος λέει ότι Αφαία ήταν το όνομα μιας νέας γυναίκας από την Κρήτη, αξεπέραστης ομορφιάς. Μετά τη διαφυγή της από έναν ανεπιθύμητο γάμο διασώθηκε από έναν ψαρά από την Αίγινα, ο οποίος της πρότεινε ακόμη έναν ανεπιθύμητο γάμο για ανταμοιβή. Τρέχοντας να ξεφύγει ξανά η Αφαία, έξω από Αγία Μαρίνα, προς την κορυφή του βουνού, εξαφανίστηκε στο δάσος και κανείς δεν είδε έκτοτε. Λέγεται ότι ο ψαράς δημιούργησε ένα ιερό πιστεύοντας ότι η Αφαία έχει απαχθεί από τους θεούς, θέλοντας έτσι να τους εξευμενίσει. Το φως του ήλιου αντανακλά πάνω στα αρχαία και ο επισκέπτης μπορεί να δει το πέρασμα του χρόνου σαν timelapse μέσα από τα θολωμένα μάτια του.
Πιο εντυπωσιακό δε, είναι ότι ο ναός βρίσκεται σε ίση απόσταση από την Ακρόπολη των Αθηνών και τον ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο σχηματίζοντας ένα ισοσκελές τρίγωνο και κάμποσες ιστορίες μυστικισμού.
Η πόλη της Αίγινας αποτέλεσε την πρώτη πρωτεύουσα της Ελλάδας. Σήμερα είναι το δεύτερο μεγαλύτερο σε έκταση, πληθυσμό και ανάπτυξη νησί του Αργοσαρωνικού. Η πιο χαρακτηριστική ανάμνηση του τόπου αυτού είναι οι εκτάσεις με τις φιστικιές και η ώρα του δειλινού -λες και έχει πειράξει τα χρώματα ο κάμεραμαν αλλά χωρίς να σε ενοχλεί το φώτοσοπ.
Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία μάθαμε την Βαγία από το σήριαλ στην ΕΡΤ
Την ώρα που το πλοίο δένει στο λιμάνι και ο ήλιος γλύφει τα χαρακτηριστικά στα πρόσωπα των περαστικών, όλοι μοιάζουν με ήρωες του Ρέμπραντ. Το βλέμμα μου ταξιδεύει ανάμεσα στις υπομονετικές άμαξες, τα υπερήφανα αλλά υποταγμένα άλογα, τα παπάκια και τις βέσπες, τα αραγμένα σκάφη, τα ποδήλατα, τα ηλεκτρικά πατίνια, τους πεζούς που χαζεύουν τα κινητά τους, τους καθιστούς ρεμβαστές στο Αιάκειον και στα υπόλοιπα καφέ στη σειρά.
Το Αιάκειον το άνοιξε το 1958 η Ντόλυ Κουκούλη, κολωνακιώτισσα σύζυγος μεγαλογιατρού, στρώνοντας τον δρόμο της γυναικείας χειραφέτησης και επιχειρηματικότητας, σε μια εποχή που οι ασυνόδευτες γυναίκες στο λιμάνι ήταν δακτυλοδεικτούμενες. Ωραία ιστορία. Σαν την άλλη, στο κλασικό μυθιστόρημα της Ζωρζ Σαρρή, Ο θησαυρός της Βαγίας.
«Ένας θησαυρός στην Αίγινα; Και μάλιστα στη Βαγία; Ναι, στη Βαγία, εκεί που είχε “παντρευτεί” δώδεκα χρονών τον Παναγιώτη, τότε, στα 1936. Τώρα η Ζωή είναι πάλι στην Αίγινα, όχι παιδί ανέμελο, όχι κορίτσι στην Κατοχή, μα μεγάλη, απλά μεγάλη. Καλοκαίρι σ’ ένα ελληνικό νησί, καλοκαίρι με παιδιά. Καλοκαίρι μ’ ένα θησαυρό που περιμένει να τον βρουν». Οι μεγαλύτεροι θυμόμαστε το ομώνυμο σήριαλ, μεταφορά του βιβλίου στην ΕΡΤ και η ανάμνηση φέρνει χαρά και τη βαθιά συνειδητοποίηση ότι όλα αλλάζουν παραμένοντας ίδια. Ή τουλάχιστον αυτό είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε.
Κάποιοι λένε ότι η Βάγια ή Βαγία πήρε το όνομά της από τη λέξη «μαγεία» λόγω της ξεχωριστής ομορφιάς της. Μικρό χωριό, μέσα στο πράσινο, η εκκλησία αντικαθιστά την κεντρική πλατεία ενώ όλα τα δρομάκια οδηγούν στη θάλασσα. Τοποθετημένο στο βορειότερο τμήμα του νησιού, δώδεκα χλμ από το λιμάνι της Αίγινας, χρησιμεύει ως μια στάση για βουτιά και καφέ πριν επισκεφθεί κανείς δύο σημαντικά σημεία της Αίγινας, όπως τον Ναό της Αφαίας ή την Παλιαχώρα.
Η Παλιαχώρα, με το δικό της ύφος, θυμίζει αρκετά τον Μυστρά της Πελοποννήσου με βυζαντινές αναφορές και 38 σωζόμενες εκκλησίες (κάποτε υπήρχαν εκεί 366). Πηγάδια, στέρνες, σουβάλες με νερό, η θέα προς τον Μεσαγρό, το μελωμένο απόγευμα, από την κορυφή του λόφου μέσα στα απομεινάρια του Κάστρου, το οποίο χτίστηκε από τους Βενετούς, το 1654. Οι αμετακίνητες λεμονιές, οι νεραντζιές, οι ελιές μετρούν τον χρόνο που τρέχει, στο σημείο.
Η Βάγια φημίζεται για την αμμουδερή παραλία της, μόνο που τους μήνες της καλοκαιρινής αιχμής ο συνωστισμός τη μετατρέπει σε πολύβουο μελίσσι. Μία κάποια εναλλακτική, σε απόσταση αναπνοής, είναι ο κόλπος του Τούρλου, με ιστορία από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, όταν επιλέχθηκε από τους Γερμανούς σαν πιο στρατηγικό σημείο του νησιού.
Η χαρισάμενη ζωή στους κήπους πάνω από τη θάλασσα
Από τις πιο αγαπημένες βόλτες στο νησί, είναι η διαδρομή από το λιμάνι, μέχρι την Πέρδικα. Από τη μια κτήρια και από την άλλη θάλασσα. Σπίτια παλιά και καινούρια, ιστορικές επαύλεις με διπλές σκάλες εισόδου και πέτρινοι πύργοι, λευκά και χρωματιστά κτήρια, όλα αταίριαστα-ταιριαστά μεταξύ τους, αντικατοπτρίζουν κοινωνικές συνήθειες και αξίες, ενώ διαμορφώνουν το ίδιο το τοπίο που τα φιλοξενεί. Χαζεύω μια παρέα 25άρηδων, σε έναν κήπο, γελάει δυνατά γύρω από ένα μαρμάρινο τραπέζι, που φωτίζεται από τα σποτάκια του κήπου, κάπου υπάρχει και ο κλασικός, διακοσμητικός νάνος, μαζί με τη κυρίαρχη 70s ατμόσφαιρα και την έναστρη νύχτα να ορίζει την εικόνα. Χαρισάμενες στιγμές που ακροβατούν στον χρόνο, κάπου, κάποτε όλοι τις έχουμε ζήσει. Έχει πολλές τέτοιες η Αίγινα.
Το υπέροχο «Κουκούλι» του Νίκου Καζαντζάκη, το σπίτι που ο συγγραφέας ολοκλήρωσε την «Οδύσσεια», βρίσκεται στην άλλη πλευρά, στην παραλιακή προς τη Σουβάλα.
Οι πιο ρετρό παραλίες είναι από τον Μαραθώνα μεριά και πέρα, στη νότια Αίγινα. Η ομορφιά του τόπου, ανεπιτήδευτη, αφτιασίδωτη και πάντα οικεία. Με τον πιο γοητευτικό και αληθινό τρόπο. Με μια αίσθηση καθησυχαστικής γαλήνης. Εκεί λοιπόν, στον Μαραθώνα μεριά, εκεί που στα 80s υπήρχαν μόνο πεύκα μέσα στη θάλασσα, υπάρχει και η ταβέρνα του Τάσου του Πιτσιλού, από το 1968 μέχρι σήμερα, με τις θρυλικές, μυστικές συνταγές και την ελληνική νοστιμιά, «οι παλιοί τον θυμούνται να πουλάει βλίτα στη λαϊκή» μου λέει η φίλη μου, η Τίνα, που ξέρει το νησί σαν την παλάμη της.
Ενώ στο Ναύπλιο, στις Σπέτσες και τον Πόρο κατασκευάστηκαν επιβλητικά ξενοδοχεία Ξενία, στην Αίγινα δεν έγινε κάτι τέτοιο. Η ταμπέλα του Moondy Bay (σημερινό Lali Bay, αλλά κανείς δεν το λέει έτσι), μέσα στους πυκνούς, μυρωδάτους ευκαλύπτους, ορίζει την περιοχή της Αιγινήτισσας στην παραλιακή. Το ξενοδοχειακό συγκρότημα ήρθε στα 60s να καλύψει τις ανάγκες των επισκεπτών για ανώτερης ποιότητας διαμονή με τις μοντέρνες ανέσεις του τότε. Ο μύθος του Moondy Bay συνεχίζει να υπάρχει μέσα από ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, όπως «Νύχτες στο Miramare» του 1960, «Ο εμίρης και ο κακομοίρης» του 1964 και «Κάτι κουρασμένα παλικάρια» του 1967.
Παραδίπλα, το υπέροχα ξεχαρβαλωμένο, Aegina Maris, χτίστηκε επί χούντας, λειτούργησε μεγαλοπρεπώς στα 70s, στα μέσα των 80s παρήκμασε, με σοβαρά προβλήματα στην αποχέτευση και έκτοτε χάσκει άδειο στον χωροχρόνο κουβαλώντας μέρες και νύχτες δόξας, αλλοτινές. Ωραίο σημείο για πιο γλυκές βουτιές, κάπως μακριά από το πόπολο του beach bar, αριστερά στον κόλπο, κάτω από τις ψάθινες ομπρέλες, κοντά στην ντουζιέρα-κοντάρι.
To Κλήμα και το Κλειδί είναι οι δύο παραλίες που πάντα μπερδεύω. Και οι δύο έχουν beach bars και πολύ κόσμο. Δεν είναι τυχαίο που στο ίντερνετ υπάρχει το ερώτημα «Κλήμα ή Κλειδί;» στο γνωστό ύφος διλημμάτων του «κιθαρίστας ή ντράμερ;». Το πιο κοσμικό beach bar του νησιού είναι η Αιγινήτισσα, αλλά εγώ προτίμησα την ομώνυμη ταβέρνα, την ώρα του δειλινού -η μικρή παραλία με τις καλαμιές αριστερά μου θύμιζε κάτι κεντημένους, με βελονιά γκομπλέν, πίνακες της μητέρας μου.
Κολοκυθοκεφτέδες με θέα το αρχαίο λιμάνι και μια ντισκοτέκ που χάθηκε στα 90s
«Έχω φρέσκια τσιπούρα» λέει ο Αντρέας στην Καβουρίνα, στην άκρη της παραλιακής της Χώρας, μια ταβέρνα που θυμίζει σκηνικό ιταλικού νεορεαλισμού. Το εννοεί το φρέσκια. Το φαγητό συνοδεύεται από κάνα δυο ζευγάρια γατίσια μάτια που εκλιπαρούν και ανορθώνουν ουρά. Ο Βατζούλιας, το θρυλικό μαγειρείο, κοντά στους Ασώματους, φουλ παραδοσιακό και τιμημένο. «Να πας νωρίς, μετά δε βρίσκεις, ο μπαμπάς Βατζούλιας, κολλημένος με το ποδόσφαιρο, σου έβγαζε κόκκινη ή κίτρινη κάρτα αν παραπονιόσουν» συνεχίζει την ψαγμένη πληροφόρηση η φίλη μου, η Τίνα.
Στην άλλη μεριά του νησιού, στο λιμανάκι της Πέρδικας, ο Νώντας, στέκει εκεί από το 1936. Διάσημη ταβέρνα σε κομβικό σημείο με θέα και καλό φενγκ σούι. Σήμερα, έχει αναλάβει την επιχείρηση η κόρη του, η Σουζία.
Η Αίγινα έχει υψηλής ποιότητας μέλι καθώς η μελισσοκομική ήταν από τα παραδοσιακά επαγγέλματα του νησιού. Έχει ντόπια ρετσίνα και ντόπιες ποικιλίες κρασιού, ροδίτης και σαββατιανό, έχει τα δικά της ψάρια τις Κατσούλες, με γλυκιά γεύση, που εντοπίζονται κυρίως στα νερά του νησιού χάρη στην ιδιαίτερη σύστασή τους. Έχει ακόμα και δύο τοπικά τυριά, το γκερεμέζι και το λαδοτύρι.
«Υπήρχε η ξακουστή Οινόη, προς τον Μαραθώνα, από τις καλύτερες ντισκοτέκ στον Αργοσαρωνικό τις δεκαετίες του ’70, του ’80 και του ’90. Έπαιξε S’Express και Tecnotronic. Κράτησε μέχρι το ’92» θυμάται η Τίνα και τα μάτια της γυαλίζουν από λαχτάρα, όταν η κουβέντα πάει στη νυχτερινή ζωή του νησιού. Ήταν θαμώνας και έχει πολλά να πει από τα βράδια εκείνα.
«Το μπαρ Περδικιώτικα, μέσα στην πόλη, έχει ζήσει μεγάλες δόξες. Κάποιοι λένε ότι είναι το ωραιότερο μπαρ του Σαρωνικού. Βρίσκεται στο ιστορικό κτήριο που ήταν η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, μετά μπακάλικο, μετά μπαρ» συνεχίζει ακάθεκτη. «Για καφέ στη Ρέμβη του Κυριάκου, για ποτό στο Inn on the beach, στο γήπεδο, στην άκρη της πόλης, με ηλιοβασίλεμα» μου δίνει έξτρα ίνφο που δεν προλαβαίνω, όμως, να αξιοποιήσω. Την άλλη φορά. Η Αίγινα άλλωστε είναι το Long Island της Αθήνας, δεν είναι;