Πριν ξεκινήσεις να λες μία ιστορία για ένα μεγάλο, γιορτινό ταξίδι με αυτοκίνητο που καθόρισε ανεπιστρεπτί τη ζωή σου, ίσως, να πρέπει να απαντήσεις σε ένα βασικό κοινωνικό-γεωπολιτικό ερώτημα, από εκείνα που επηρεάζουν ριζικά (είτε το αντιλαμβανόμαστε εκείνη τη δεδομένη, χρονική στιγμή είτε όχι) τον τρόπο με τον οποίο βιώνουμε τα πράγματα που συμβαίνουν γύρω μας. Πότε η Ελλάδα «ανακάλυψε» τον κόσμο;
Προφανώς τα ταξίδια στο εξωτερικό, κυριότερα στην Ευρώπη, ήταν σαν μία γενική ιδέα οικεία στους Έλληνες ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα. Παρέμενε, ωστόσο, μία μακρινή πραγματικότητα, από εκείνες για τις οποίες η συντριπτική πλειοψηφία μάθαινε μόνο μέσα από τις σελίδες κλασικών μυθιστορημάτων, από εκείνες οι οποίες στην πράξη αφορούσαν αποκλειστικά μία πολύ μικρή μερίδα ανθρώπων που είχαν την τύχη και το προνόμιο να μπορούν να υποστηρίξουν οικονομικά μία τέτοια δραστηριότητα.
Το σκηνικό άλλαξε αρκετά στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 ή στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 όταν τα οργανωμένα ταξίδια σε μεγάλες πρωτεύουσες του εξωτερικού έγιναν πιο προσιτά για πολύ μεγαλύτερο τμήμα του ελληνικού πληθυσμού που έβλεπε τον τραπεζικό του λογαριασμό να ανθίζει και να όνειρα του, δικαίως, να πολλαπλασιάζονται.
Ταξίδεψα για πρώτη φορά στο εξωτερικό όταν ήμουν τριών ετών. Όμως τίποτα απ’ όσα είχα δει και είχε ζήσει έως τότε, σε μέρη αρκετά διαφορετικά από τη χώρα μου, δεν μπορούν να συγκριθούν με εκείνο το roadtrip διαρκείας που έκανα με τους γονείς μου το καλοκαίρι του 1993. Μέσα σε ένα ολοκαίνουργιο, πράσινο ηλεκτρίκ Fiat Τipo που θα «έστρωνε» στον δρόμο, ξεκινώντας με το καράβι από την Πάτρα για να φτάσουμε στο Παρίσι και από εκεί να καταλήξουμε στη Γερμανία. Και πάλι πίσω.
Ξεκινήσαμε από την Αθήνα για το λιμάνι της Πάτρας μία αυγουστιάτικη μέρα του 1993. Κανείς από τους τρεις μας δε θυμάται πια την ημερομηνία. Εγώ θυμάμαι, όμως, καθαρά τη στιγμή που μπήκαμε στο αυτοκίνητο, ότι δεν ήταν υπερβολικά φορτωμένο, πως στο κάθισμα δίπλα μου υπήρχε ένα μικρό μαξιλαράκι για να μπορώ να κοιμηθώ στον δρόμο και στα πόδια της μητέρας μου θερμός με καφέ και νερό και ένα μαύρο βαλιτσάκι με μία ολοκαίνουργια βιντεοκάμερα που λειτουργούσε με μικρές κασετούλες VHS. Είχαν πια περάσει, για μένα, τα χρόνια που ένα παιδί ρωτά κάθε πέντε λεπτά τους γονείς του «φτάσαμε επιτέλους;» και έτσι απολάμβανα τη διαδρομή, κοιτάζοντας έξω από το αυτοκίνητο την εθνική οδό Aθηνών-Πατρών. Ο δρόμος έτρεχε μαζί με μας κάτω από τον καθαρό ουρανό και τις ψηλές κολώνες της ΔΕΗ και προσπαθούσα να καταλάβω που ακριβώς πηγαίνω, ανυπομονώντας, την ίδια στιγμή, να φάω παγωτό με σοκολάτα στο λιμάνι.
Το πλοίο που μάς πήγε μέχρι το Μπάρι της Ιταλίας ήταν – στα μάτια μου- τεράστιο με διαφορετικούς ορόφους, πολλά εστιατόρια και αμέτρητες καμπίνες. Ανέβηκα στον επάνω όροφο της κουκέτας και πέρασα λίγες ώρες παίζοντας ξερή με τον πατέρα μου μέχρι που αποκοιμήθηκα για να ξυπνήσω το πρωί στη μέση της Αδριατικής. Η Ελλάδα ήταν ήδη 10 ώρες πίσω μας και η Ευρώπη απλωνόταν τεράστια μπροστά μας.
Ιταλία
Κατεβήκαμε από το καράβι νωρίς το απόγευμα και είχαμε σχεδιάσει να περάσουμε το πρώτο βράδυ στη Νάπολη, η οποία απέχει οδικώς από το λιμάνι του Μπάρι περίπου 2μιση ώρες. Για όποιον θέλει να διασχίσει σχεδόν ολόκληρη την Ιταλία με αυτοκίνητο η άφιξη στο Μπάρι είναι ο κανόνας, ενώ αν θέλετε να φτάσετε γρηγορότερα στο βόρειο τμήμα της χώρας τότε το λιμάνι της Ανκόνα είναι η ιδανική λύση, εξασφαλίζοντας ότι θα χρειαστεί να ταξιδέψετε οδικώς μόλις 3 ώρες και κάτι ψιλά για να προσεγγίσετε τη Φλωρεντία, τη Βενετία ή τη Ρώμη. Τη στιγμή που μπαίναμε στην πόλη της κεντρικής Ιταλίας, που έχει γίνει σημείο αναφοράς σε δεκάδες ταινίες του ιταλικού Νεορεαλισμού, αλλά και των εραστών της αυθεντικής ναπολιτάνικης μακαρονάδας, το σκοτάδι είχε αρχίσει να πέφτει.
Ίσως μία λάθος στροφή ήταν αρκετή για να ξεκινήσει το μπέρδεμα που μας έβγαλε κατευθείαν στην πιο κακόφημη συνοικία της πόλης, τη Scampia. Είχα ακούσει πολλά γι’ αυτή την πόλη με τη μεγάλη , αμφιλεγόμενη ιστορία, μία πόλη έντονων αντιθέσεων όπου αν ήσουν πλούσιος ζούσες σε έναν ολότελα αλλιώτικο κόσμο από εκείνον που ζούσες αν ήσουν φτωχός. Κι όμως, η απόσταση που χώριζε αυτές τις δύο πραγματικότητες ήταν τόσο μικρή που αντιστοιχούσε απλά σε μία φαρδιά, κεντρική λεωφόρο. Μόλις την περνούσες τα πάντα άλλαζαν.
Η Νάπολη στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ήταν μία πόλη όπου τα ποσοστά εγκληματικότητας βρισκόντουσαν στα ύψη και η παραμονή εκεί χωρίς προφύλαξη μπορούσε να αποδειχθεί μία αληθινή περιπέτεια. Πριν ταξιδέψουμε είχαμε πληροφορηθεί ότι έπρεπε να είμαστε πολύ προσεκτικοί, ειδικά σε ό,τι αφορά το αυτοκίνητο. Αρκετοί τουρίστες που ταξίδευαν στην Ιταλία με αμάξι κατέληγαν συχνά χωρίς μηχανή, ακόμα και χωρίς ζάντες. Από την αρχή καταλάβαμε ότι βρισκόμασταν στο λάθος μέρος: η ωμή, γκρίζα αγριότητα του τεράστιου συμπλέγματος κατοικιών, γνωστό ως Le Vele, μπροστά στα μάτια μας, οι μπουγάδες που ήταν απλωμένες απ’ άκρη σε άκρη στη μέση του δρόμου και τα μικρά παιδιά που έτρεχαν μισόγυμνα με ακατάστατα μαλλιά πίσω από το αυτοκίνητο προκαλούσαν μία άβολη και έντονη ανησυχία μέσα σου. Μπορεί να ήταν προκατάληψη, ίσως και υπερβολή, αλλά οι δικοί μου αποφάσισαν να κατευθυνθούμε προς τη Ρώμη το ίδιο κι όλας βράδυ. Καθώς δεν μπορούσαμε να εντοπίσουμε την έξοδο για την εθνική οδό, ζητήσαμε πληροφορίες από δύο αστυνομικούς που ήταν σταθμευμένοι σε ένα φανάρι. Λίγο αργότερα, αρκετά χιλιόμετρα έξω από την πόλη, σταματήσαμε σε ένα βενζινάδικο. Εκεί μας πλησίασε ένα νιόπαντρο ζευγάρι Ελλήνων, λέγοντας μας ότι μας ακολουθούν με το αυτοκίνητο τους από τη Νάπολη και ότι χρειάζονται βοήθεια για να φτάσουν στη Ρώμη, καθώς τους έκλεψαν χρήματα και επίσημα έγγραφα όταν σταμάτησαν για φαγητό σε μία από τις δεκάδες τρατορίες της πόλης. Τους βοηθήσαμε να επικοινωνήσουν με συγγενείς στην Αθήνα και ο πατέρας μου τούς είπα να μας ακολουθήσουν. Όταν πολύ αργά το βράδυ φτάσαμε στη Ρώμη οι δρόμοι μας χωρίστηκαν. Πολλές φορές από τότε έχω αναρωτηθεί τι να απέγιναν τελικά εκείνον τον Αύγουστο. Αν γύρισαν εσπευσμένα στην Ελλάδα ή αν βρήκαν τρόπο να συνεχίσουν τις διακοπές τους. Κι αν θυμούνται ακόμα εκείνο το παράξενο, σύντομο απόγευμα στη Νάπολη.
Στη Ρώμη είχαμε κλείσει ξενοδοχείο στην Piazza Venezia στην καρδιά του ιστορικού κέντρου της πόλης, εκεί όπου δεσπόζει περήφανο, με την ιταλική σημαία να ανεμίζει, το μνημείο Altare della Patria που χτίστηκε προς τιμήν του πρώτου βασιλιά της ενωμένης Ιταλίας Vittorio Emmanuelle ΙΙ. Στις 12 τη νύχτα κανείς μας δεν είχε κουράγιο να το αναζητήσει. Και έτσι καταλήξαμε στο πρώτο κατάλυμα που βρήκαμε μπροστά μας. Ένα τεράστιο, υπερπολυτελές, σύγχρονο ξενοδοχείο πάνω στη Via Veneto που είχε υπέροχα κρεβάτια και θαυμάσιο πρωινό και σέρβιρε τη ζεστή σοκολάτα μέσα σε μία λευκή, πορσελάνινη κανάτα. Η θέα από το δωμάτιο ήταν εκτυφλωτική, τόσο εκτυφλωτική που σκέφτηκα ότι δεν θα τη ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου. 26 χρόνια μετά θυμάμαι ακόμα το πώς ένιωσα όταν τράβηξα τη χοντρή, μαλακή κουρτίνα και αντίκρισα τα χιλιάδες φωτάκια της αιώνιας πόλης να λάμπουν κάτω από τα παιδικά πόδια μου.
Περάσαμε 3 μέρες στην πρωτεύουσα της Ιταλίας. Είδαμε το Βατικανό, όπου ο πατέρας μου γκρίνιαζε για πολλή ώρα επειδή δεν τον άφησαν να μπει στην εκκλησία του Αγίου Πέτρου γιατί φορούσε βερμούδα. Είδαμε την Piazza Navona, το Κολοσσαίο και πιάσαμε κουβέντα με τους τύπους που κυκλοφορούν έξω από το αρχαίο μνημείο ντυμένοι Ρωμαίοι και σε ρωτούν αν θέλεις να βγεις αναμνηστική φωτογραφία μαζί τους. Φάγαμε λεπτή, κρατσανιστή πίτσα σε ένα εστιατόριο κάτω από τα Ισπανικά Σκαλιά και χαζέψαμε τις υπερπολυτελείς βιτρίνες στα καταστήματα των μεγάλων οίκων στη διάσημη Via Condotti. Κάναμε βόλτα με νοικιασμένο ποδήλατο στο μεγάλο πάρκο της Villa Borghese, ενώ στην πόλη είχε 40 βαθμούς, και αναζητήσαμε σαν τρελοί καντίνα για να αγοράσουμε νερό – στη Ρώμη το νερό δεν είναι μία απλή υπόθεση, πρώτον γιατί δυσκολεύεσαι αρκετά να συνεννοηθείς στα αγγλικά και δεύτερον γιατί, όπως στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές πόλεις, δεν υπάρχουν περίπτερα. Οπότε, ίσως, χρειαστεί σε ορισμένες περιπτώσεις να περπατήσεις λίγο παραπάνω για να εξασφαλίσεις ένα δροσερό μπουκάλι. Έπειτα, εγώ έκανα μία ευχή πετώντας κέρμα στη Fontana di Trevi και πρέπει να αναφέρω ότι όντως πραγματοποιήθηκε παρά το γεγονός ότι ήταν μία κάπως παράξενη ευχή, με χαμηλά προγνωστικά επιτυχίας. Το τελευταίο βράδυ είδαμε ολοζώντανο μπροστά μας ένα μαχαίρωμα, σε μία μικρή πλατεία σχετικά κοντά στο ξενοδοχείο: όλα έγιναν υπερβολικά γρήγορα δίπλα σε ένα παγκάκι. Ένας τύπος ήταν ξαπλωμένος στο έδαφος και ένας άλλος, όρθιος μπροστά του, τού κάρφωσε ένα μαχαίρι στην κοιλιά. Το είδα σαν σύντομο καρέ από ταινία σε fast forward και η μητέρα μου έβαλε το χέρι της μπροστά στα μάτια μου, τραβώντας με μακριά.
Το επόμενο πρωί φύγαμε με προορισμό τη νότια Γαλλία. Στο δρόμο κάναμε μία στάση στο Σαν Μαρίνο, το ανεξάρτητο, ιταλικό κρατίδιο που αποτελεί μία από τις πιο μικρές πόλεις του κόσμου. Η συνολική του έκταση είναι μόλις 61 τετραγωνικά χιλιόμετρα, ενώ ο μόνιμος πληθυσμός της χώρας δεν ξεπερνά τους 34 χιλιάδες κατοίκους. Περιπλανηθήκαμε στα ανηφορικά, τουριστικά σοκάκια και καταλήξαμε κάτω από το πανέμορφο μεσαιωνικό κάστρο της Guaita, μίας από τις τρεις κορυφές του Monte Titano. Το βουνό σκεπάζει με τον ίσκιο του το γραφικό Σαν Μαρίνο, αποτελώντας τμήμα των Απέννινων Όρων, της οροσειράς που καλύπτει ένα πολύ μεγάλο μέρος της ιταλικής χερσονήσου.
Γαλλία
Παντοτινός προορισμός του διεθνούς τζετ σετ, φόντο για μερικές από τις πιο διάσημες ταινίες του γαλλικού σινεμά, με πρωταγωνίστρια τη Μπριζίτ Μπαρντό να λιάζεται υπέροχη και σέξι στην άμμο, γνωστή για τα εντυπωσιακά, ακριβά ξενοδοχεία της, τον φάρο του Σεν Τροπέ, το καζίνο του Μόντε Κάρλο και το Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών, η Γαλλική Ριβιέρα καταλαμβάνει την ακτογραμμή της νότιας Γαλλίας που γλείφει τη Μεσόγειο, γεννώντας φωτογενή όνειρα κοσμοπολιτισμού και μίας απίστευτα χλιδάτης απόδρασης.
Εκεί όλα είναι στην υπερβολή τους. Από τα μπαλκόνια στα δωμάτια των ξενοδοχείων που αντικρίζουν τις ομπρέλες των πλαζ, μεγάλες, ριγέ και σικάτες, μέχρι τα λινά, λευκά τραπεζομάντιλα στα εστιατόρια. Επιλέξαμε να μείνουμε στη Νίκαια γιατί τα δωμάτια στις υπόλοιπες πόλεις ήταν – και λόγω Αυγούστου – εξωφρενικά ακριβά, και κάπως έτσι, από αυτή τη μικρή, πολύχρωμη πόλη που αγγίζει το νερό, ξεκίνησε η επαφή μου με τη Γαλλία, μίας επαφής που εξελίχθηκε σχεδόν αυτόματα σε μία σχέση πάθους, η οποία παραμένει ζωντανή μέχρι σήμερα.
Είχα ένα μαγιό μοβ με φούξια βούλες και ανυπομονούσα να κάνω βουτιά στη θάλασσα. Ένιωθα σαν ηρωίδα στο «Δύο εγκλήματα κάτω απ’ τον ήλιο» της Αγκάθα Κρίστι και περπατούσα με αέρα ντίβας στην αμμουδιά αν και ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος και το νερό είχε σηκώσει μεγάλα κύματα. Θυμάμαι ακόμα την απογοήτευση μου όταν έφτασα στην ακροθαλλασιά: δεν υπήρχαν πουθενά τα τιρκουάζ, κρυστάλλινα νερά που είχα δει στις ταινίες του Λουίς ντε Φινές, μονάχα η μπερδευτική αίσθηση που αφήνει πίσω της το θαμπό ανακάτεμα της καφέ λάσπης με τα μαύρα φύκια. Μεγαλώνοντας μπήκα στη διαδικασία να αναζητήσω περισσότερες πληροφορίες για τα απογοητευτικά νερά της γαλλικής Ριβιέρας, ψάχνοντας μία ικανοποιητική απάντηση για τα-παλιά- διαψευσμένα μου όνειρα. Σε εκτενές άρθρο της γαλλικής εφημερίδας Le Figaro στις αρχές της δεκαετίας των 00s γινόταν αναφορά στον συστηματικό, βιολογικό καθαρισμό στην περιοχή, η οποία αποσκοπούσε στο να βελτιωθεί σημαντικά η κατάσταση. Για πάρα πολλά χρόνια το πρόβλημα της αυξανόμενης μόλυνσης στις παραλίες της Νίκαιας, των Καννών, του Σεν Τροπέ, του Μονακό και του Μόντε Κάρλο ήταν μεγάλο εξαιτίας του τεράστιου αριθμού σκαφών και ιδιωτικών γιοτ που αράζουν στις πολυσύχναστρες μαρίνες κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.
Είχα για πολλά χρόνια μία φωτογραφία από το παλάτι του Μονακό σε περίοπτη θέση στο άλμπουμ μου σαν μικρή ονειροπόλα που γαλουχήθηκε με παραμύθια όπως η Χιονάτη και η Σταχτοπούτα, ανήμπορη να κατανοήσει την «παγίδα» πίσω από όλη αυτή την ιστορία. Αναπολούσα το ταξίδι μας, κοιτάζοντας το μέρος όπου κάποτε έζησε η Γκρέις Κέλι αγκαλιά με τον Ρενιέ, το μέρος που ο αστικός μύθος λέει πως «η Κατάρα των Γκριμάλντι» έχει φέρει δυστυχία. Το ασυνήθιστο αυτό οίκημα, που δεν θυμίζει παλάτι με την αναμενόμενη έννοια του όρου, με γοήτευσε από την πρώτη στιγμή με τη διαφορετικότητα του και με την αφοπλιστική του λιτότητα. Θυμάμαι αμυδρά την αλλαγή φρουράς, να στεκόμαστε να τη χαζεύουμε μέσα στο πλήθος, τραβώντας τη διαδικασία με τη βιντεοκάμερα. Θυμάμαι τις πόζες μπροστά από το σιντριβάνι του Μόντε Κάρλο και ένα δείπνο με θέα πιάτο στο κοσμικό πριγκιπάτο.
Όπως και στην Ιταλία, οι αυτοκινητόδρομοι στη Γαλλία ήταν τεράστιοι, ατελείωτοι, ολόισιοι. Δίχως μισή λακκούβα να φρενάρει για μία στιγμή το αμάξι σου, καλυμμένοι απ’ άκρη σ’άκρη με ταμπέλες που προειδοποιούσαν και ενημέρωναν για κοντινά εστιατόρια, τουαλέτες, πρατήρια βενζίνης και σούπερ μάρκετ πάνω στην εθνική οδό. Μου άρεσε υπερβολικά πολύ να μαζεύω τα λευκά χαρτάκια από τους αυτόματους σταθμούς των διοδίων που είχαν καλαθάκια για πετάς μέσα τα κέρματα και να μετράω τα εστιατόρια και τα καφέ που περνούσαμε στον δρόμο. Κάναμε στάση για φαγητό στον αυτοκινητόδρομο ενώ κατευθυνόμασταν προς τη γραφική Τουλόν, μία κουκλίστικη πόλη λίγο έξω από τη Μασσαλία, γνωστή για την εντυπωσιακή όπερα, τις μεγάλες υπαίθριες αγορές και τα καταπληκτικά, γαλλικά κρασιά. Η Τουλόν δεν είναι συνηθισμένος προορισμός για όσους διασχίζουν τη Γαλλία οδικώς, καθώς η πλειοψηφία επιλέγει να κάνει στάση στην πολύ πιο διάσημη Μασσαλία που απέχει μόλις 50 λεπτά. Περάσαμε το βράδυ σε ένα μικροσκοπικό boutique ξενοδοχείο, χωρίς ασανσέρ, με στενή σκάλα καλυμμένη με βελούδινη μοκέτα, η οποία μόλις πατούσες πάνω έτριζε. Ήταν καταπληκτικό. Το επόμενο πρωί ο πατέρας μου οδήγησε 840 χιλιόμετρα σε περίπου 9 ώρες και νωρίς το απόγευμα βρεθήκαμε έξω από το πολυπρόσωπο, αχανές Παρίσι, την πατρίδα του Ιμπρεσιονισμού και του Φρανσουά Τριφό. Μέσα σε μία μέρα είδα σχεδόν ολόκληρη τη Γαλλία πίσω από το παράθυρο του πράσινο Fiat Tipo, ακούγοντας με τα ακουστικά του walkman μου Meatloaf, Τake That, Μariah Carey, Βοn Jovi και μία κασέτα των Abba.
«Θα έχουμε πάντα το Παρίσι» είπε το 1942 ο Humphrey Bogart στην Ingrid Bergman στην ταινία Casablanca. Ωστόσο, μέχρι να φτάσεις πράγματι στο Παρίσι, να μπερδευτείς στο roundabout που οδηγεί στην πόλη, να σηκώσεις το βλέμμα προς τις επιβλητικές αγριοκαστανιές των Ηλυσίων Πεδίων και να πιεις καφέ με κρέμα στα μπιστρό του Saint Germain δεν μπορείς να αντιληφθείς ακριβώς τη δύναμη και τη διαχρονικότητα της συγκεκριμένης φράσης.
Η στιγμή που στάθηκα μπροστά στη Νίκη της Σαμοθράκης στο Λούβρο ήταν μία μαγική στιγμή. Τα κιτρινισμένα – από τη βαριά πατίνα του χρόνου – φτερά της φάνταζαν ολοζώντανα, υπερκάλυπταν την απουσία του κεφαλιού, έκαναν αυτό το φτερωτό, θεϊκό πλάσμα να μοιάζει με αληθινή υπερδύναμη έτοιμη να παρασύρει τα πάντα στο πέταγμα της. Νιώθω ότι ποτέ ξανά έκθεμα δεν τοποθετήθηκε σε μουσείο με τρόπο ιδανικότερο, καταλληλότερο και, εν τέλει, εξυπνότερο. Από τα χιλιάδες σπουδαία πράγματα που μπορεί να θαυμάσει κανείς στο μουσείο με τη μεγαλύτερη επισκεψιμότητα στον κόσμο, ακόμα πιο εκτυφλωτική από τη Μόνα Λίζα, την Αφροδίτη της Μήλου ή την πανέμορφη αιγυπτιακή συλλογή του Λούβρου, η Νίκη ήταν αυτό που συνεπήρε την 11χρονη ψυχή μου με τόση φόρα, κάνοντας με να αγαπήσω τα μουσεία, να αγαπήσω τα βιβλία, να αγαπήσω την τέχνη.
Τα χρόνια πέρασαν και ακόμα κρατώ λίγη κακία στους γονείς μου επειδή δεν είχαμε πάει στο μουσείο Ορσέ να δούμε τους πίνακες τους Ιμπρεσιονιστών. Στο Παρίσι, όμως, περάσαμε μία διασκεδαστική βραδιά στο Moulin Rouge και ο πατέρας μου μού είπε ιστορίες που είχε διαβάσει για το ιστορικό Μaxim’s στα γιορτινά χρόνια του Μεσοπολέμου. Τα αμέτρητα ερεθίσματα γύρω μου έμοιαζαν με παραμύθι, λες και κάθε γωνιά άνηκε σε άλλο κεφάλαιο στην ιστορίας αυτής της πολύβουης πόλης πλημμυρισμένη από επαναστατικές ιδέες και φινέτσα, με εκατοντάδες σκαλιά για να ανεβοκατέβεις και ένα φαρδύ, βαθύ ποτάμι για να σουλατσάρεις στις όχθες του. Σκαρφαλώσαμε στην εκκλησία της Ιερής Καρδιάς στη συνοικία της Μονμάρτης και κοιτάξαμε με τα κιάλια το Παρίσι, έβαζες ένα κέρμα στο πλάι και τα κιάλια ξαφνικά λειτουργούσαν, αποκαλύπτοντας όλες τις καμινάδες της Πόλη του Φωτός. Είδαμε ρούχα και αρώματα στο μεγάλο πολυκατάστημα Galleries Lafayette και μετά δεν μπορούσαμε να βρούμε τον δρόμο για την έξοδο. Ζητήσαμε τα μπιφτέκια μας καλοψημένα και πάλι ήταν ροζ στο εσωτερικό τους, αγοράσαμε αγγλόφωνα βιβλία από το Shakespeare&Co., στο πατάρι του οποίου κάθισε ο Τζέιμς Τζόις για να γράψει τον «Οδυσσέα» του, ένα από τα επιδραστικότερα μυθιστορήματα της παγκόσμιας, μοντέρνας λογοτεχνίας. Εκεί, αν το ζητήσεις, σου βάζουν μία σφραγίδα με το κεφάλι του William Shakespeare στην πρώτη σελίδα του βιβλίου σου για να θυμάσαι για μία ζωή από πού το αγόρασες. Κι όταν είδα για πρώτη φορά τον Πύργο του Άιφελ άφησα να μου ξεφύγει μία κραυγή, γιορτινή και αυθόρμητη – αυτή είναι, για μένα, η πόλη που δεν τελειώνει ποτέ και η ιδέα αυτή θα είναι για πάντα ισχυρή μέσα μου.
Toν Απρίλιο του 1992, μόλις έναν χρόνο πριν, εγκαταστάθηκε και στην Ευρώπη το όνειρο κάθε μικρού παιδιού. Η Eurodisney, στην κωμόπολη Chessy, 32 χιλιόμετρα από το κέντρου Παρισιού, άνοιξε τις πόρτες της και ήταν πραγματικά μεγάλο γεγονός. Τα νεοσύστατα -τότε -ιδιωτικά κανάλια μετέδιδαν εικόνες από το πάρκο, οι εφημερίδες έγραφαν μεγάλα άρθρα για τα εγκαίνια. Και το καλοκαίρι του 1993 στάθηκα στην ουρά μαζί με τους γονείς μου και περίμενα με καρδιοχτύπι να πάρω κι εγώ στα χέρια μου το δικό μου εισιτήριο, που ήταν, τελικά, μία κάρτα που έμοιαζε με πιστωτική, σε κόκκινο χρώμα, με τη μικρή γοργόνα τυπωμένη στο μπροστινό μέρος της. Είχα ένα μικρό τσαντάκι και την έκρυψα μέσα, εκεί βρίσκεται ακόμα και σήμερα κάπου θαμμένη στα συρτάρια ενός παλιού γραφείου. Κι όταν μπήκαμε μέσα στο μεγάλο παραμυθένιο πάρκο το επιβλητικό κάστρο της Ωραίας Κοιμωμένης «γυάλιζε» στον λόφο του με μία πριγκιπική γέφυρα μπροστά του και ήταν ακριβώς ίδιο με εκείνο στο παραμύθι. Η Μinnie, o Μicky, o Donald και ο Goofy χόρευαν ανάμεσα στο πλήθος σε ένα τεράστιο, ξέφρενο, παιδικό πάρτι. Λίγη ώρα αργότερα, χάθηκα. Ξαφνικά, γύρισα το κεφάλι μου και δεν μπορούσα να εντοπίσω τους γονείς μου, γύριζα γύρω γύρω από ένα μικρό λεωφορειάκι που μετέφερε τους επισκέπτες από το ένα σημείο του πάρκου στο άλλο, τρομαγμένη . Όλο αυτό δεν κράτησε περισσότερο από λίγα λεπτά, αλλά ήταν αρκετό για να πανικοβληθώ τόσο πολύ που το θυμάμαι ακόμα. Με την ψυχραιμία και την ωριμότητα των 38 μου – σήμερα – χρόνων μπορώ να πω ότι η αντίδραση των δικών μου όταν συνειδητοποίησαν ότι είχα εξαφανιστεί ήταν δικαιολογημένη και κωμικοτραγική την ίδια στιγμή.
Φύγαμε από τη Γαλλία για τη Γερμανία, κάνοντας μία στάση στα «χρυσά» ανάκτορα των Βερσαλλιών, αλλά και στη μικρή πόλη του Φοντενεμπλό, εκεί όπου η Μαρία Αντουανέτα βρήκε κάποτε το αγαπημένο της θερινό καταφύγιο. Ο αστικός μύθος λέει ότι η τελευταία αυτοκράτειρα της Γαλλίας αγαπούσε να κάθεται σε ένα συγκεκριμένο παγκάκι του τεράστιου, βασιλικού κήπου, ενώ της άρεσε να ντύνεται με απλά ρούχα και να προσποιείται ότι ήταν μία φτωχή χωρική που τάιζε της πάπιες παρέα με τις κυρίες επί των τιμών που ήταν πάντα στη συντροφιά της.
Γερμανία
Μπήκαμε στη Στουτγάρδη νωρίς το βράδυ, μετά από 6μιση ώρες οδήγησης. Στον δρόμο είχαμε σταματήσει για φαγητό και, κατά λάθος, παραγγείλαμε ομελέτα γεμιστή με μακαρόνια – πιθανότατα το χειρότερο πιάτο που έχω δοκιμάσει ποτέ στη ζωή μου μέχρι και σήμερα. Ευτυχώς στο ζεστό σπίτι των θείων του πατέρα μου, οι οποίοι περνούσαν τους έξι χειμερινούς μήνες του έτους στην Ελλάδα και τους έξι καλοκαιρινούς στη Γερμανία, γιατί έλεγαν ότι δεν άντεχαν τη ζέστη, υπήρχε έτοιμο το αγαπημένο μου φαγητό και ένα ευχάριστο διάλειμμα από τη πολυήμερη διαμονή σε ξενοδοχεία.
Οι θείοι μου κάθε Μάιο μάζευαν τα πράγματα τους, βαλίτσες, νεσεσέρ, φορητό ψυγειάκι και διέσχιζαν με το αυτοκίνητο ολόκληρη την πρώην Γιουγκοσλαβία, για να καταλήξουν στη Στουτγάρδη, στο δεύτερο σπίτι τους. Εκεί ο θείος του πατέρα μου είχε περάσει τα νιάτα του, είχε δουλέψει, είχε κερδίσει χρήματα και είχε βρει στις ψυχές των Γερμανών, ενός λαού ακόμα αμφιλεγόμενου στις καρδιές και τα μάτια των Ελλήνων, κάτι που αγάπησε, νομίζω, περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο στη ζωή του. Για κάποιον λόγο, που ποτέ δεν κατάλαβα, δεν δεχόταν να ταξιδέψει μέχρι τη Στουτγάρδη με οποιοδήποτε άλλο μέσο εκτός από αυτοκίνητο και επέμενε να διασχίζει τα Βαλκάνια ακόμα και εν μέσω πολέμου λες και αυτή η διαδικασία αποτελούσε, παρά τους κινδύνους, αναπόσπαστο μέρος της προσωπικής του ευτυχίας. Πιθανόν για εκείνον να μην μετρούσε τελικά τόσο πολύ η Γερμανία, όσο το ταξίδι μέχρι εκεί.
Από τη Στουτγκάρδη αυτό που θυμάμαι πιο έντονα είναι ένας μεγάλος πεζόδρομος στην κέντρο της πόλης, γεμάτος στη δεξιά πλευρά με αμέτρητα καταστήματα και ένα τεράστιο, καταπράσινο πάρκο στα αριστερά σου. Στο βάθος του δρόμου η εντυπωσιακή Palace Square με το πανέμορφο παλιό παλάτι να στέκεται καθηλωτικό στο κέντρο της. Πλέον φιλοξενεί το Württemberg State Museum, προσελκύοντας όλους όσους κάνουν μία στάση σε αυτή τη μοντέρνα, βιομηχανική πόλη της Γερμανίας. Εκεί τα πολυκαταστήματα βρίσκονταν παντού και όλοι έπιναν νερό στο όνομα των C&A (στα γερμανικά το πρόφεραν Tσου εν Α), ένα από τα πιο διάσημα πολυκαταστήματα της Ευρώπης τη δεκαετία του 1990. Ο κόσμος μπαινόβγαινε κρατώντας μεγάλες, νάιλον σακούλες με σεντόνια, κατσαρολικά, πλεκτά και πουπουλένια μπουφάν, μπαινόβγαινα κι εγώ λιγάκι ζαλισμένη, ανακαλύπτοντας για πρώτη φορά τον άκρατο καταναλωτισμό τούτου του κόσμου. Ο πατέρας μου αναζητούσε το πιο υπερσύγχρονο κομπιουτεράκι Casio για να αγοράσει, ενώ εγώ και η μητέρα μου τρώγαμε από μία φέτα κούχεν με σοκολάτα και βύσσινα, πιθανότατα το πιο νόστιμο κέικ που έχω φάει ποτέ, στα καφέ που υπήρχαν στους τελευταίους ορόφους των πολυκαταστημάτων. Σε κάθε πολυκατάστημα υπήρχε και μία καφετέρια και έπαιρνες ό,τι ήθελες με τη μέθοδο του take away, τότε δεν ήμουν εξοικειωμένη με όλο αυτό και απολάμβανα να παίρνω τον δίσκο μου και να βάζω πάνω ό,τι λαχταρούσε η ψυχή μου. Τα απογεύματα, όταν οι άλλοι βαριόντουσαν να ξαναβγούν, η θεία μου με έπαιρνε από το χέρι και πηγαίναμε μαζί βόλτα στη γειτονιά για να μου αγοράσει teen περιοδικά που είχαν αστραφτερούς ήρωες της ποπ στο εξώφυλλο. Δεν καταλάβαινα τίποτα από τα όσα ήταν γραμμένα στις σελίδες τους, αλλά μου άρεσε να κοιτάζω τις φωτογραφίες και να μαζεύω τις αφίσες που ήταν καρφιτσωμένες στη μέση. Μείναμε στη Στουτγάρδη 10 μέρες και εκείνη η ζεστή φιλοξενία αναμεμειγμένη με μία βαθιά αίσθηση δοτικότητας έχει μείνει φωτεινή μέσα μου, σαν ένας φάρος που δείχνει μέχρι και τώρα τον δρόμο για όλα όσα πρέπει να κάνουμε για εκείνους που αγαπάμε.
Ελβετία
Η βορειότερη πόλη της Ελβετίας ονομάζεται Σαφχάουζεν. Εκεί, στα σύνορα με τη Γερμανία, πέφτουν με θόρυβο και ένταση οι ομώνυμοι καταρράκτες, οι οποίοι, αντίθετα με την επικρατέστερη άποψη, δεν είναι οι ψηλότεροι της Ευρώπης, αλλά οι φαρδύτεροι με 150 μέτρα πλάτος. Γνωστοί και ως καταρράκτες του Ρήνου, είναι ένα μέρος με απερίγραπτη φυσική ομορφιά, το σημείο στο οποίο αξίζει να σταματήσετε για λίγο αν διασχίζετε τη Γερμανία και την Ελβετία οδικώς. Ο κόσμος ήταν πολύς και όλοι στριμώχνονταν για να πλησιάσουν όσο το δυνατόν πιο κοντά στην άκρη, να αγγίξουν σχεδόν το νερό που έσκαγε θεαματικά ανάμεσα σε πράσινες πλαγιές και βράχια, σχηματίζοντας έντονους αφρούς, καταλήγοντας με ορμή στο πανέμορφο ποτάμι της κεντρικής Ευρώπης που έφερνε στον νου απέραντη θάλασσα – τόσο τεράστιο και φαρδύ χυνόταν μπροστά μας. Τραβούσαμε τα πάντα με τη βιντεοκάμερα και αν έπρεπε να περιγράψω εκείνες τις στιγμές με μία μόνο λέξη θα έλεγα ότι αυτή θα ήταν η λέξη «θόρυβος». Ο θόρυβος από τους καταρράκτες τη στιγμή που έπεφταν απότομα δίπλα μας, ένας θόρυβος τόσο ισχυρός που δεν άκουγες καν τι σου έλεγε ο διπλανός σου.
Διασχίζοντας την Ελβετία, ανάμεσα στις πλαγιές των Άλπεων, πάνω στον γρήγορο, ελικοειδή αυτοκινητόδρομο San Bernardido (γνωστό και ως San Bernardido pass), που έκοβε στα δύο τη μεγαλύτερη οροσειρά της Ευρώπης, προσπαθούσα να χωνέψω κάπως τις τρεις εβδομάδες που πέρασαν. Η καταπράσινη αυτή χώρα κυκλωμένη από την Γαλλία, τη Γερμανία, τη Ιταλία, την Αυστρία και το Λίχτενστάιν, ταξίδευε πλάι στο Fiat μας και εμείς μπαίναμε σε μεγάλα τούνελ που έκαναν τα ψηλά, απότομα βουνά να δείχνουν παιχνιδάκι. Στα μισά της ημέρας, διασχίσαμε το τεράστιο τούνελ Gotthard (ή αλλιώς τούνελ του Gotthard Road), το οποίο όταν ολοκληρώθηκε το 1980 ήταν το μεγαλύτερο τούνελ πάνω σε αυτοκινητόδρομο σε ολόκληρο τον κόσμο. Μπαίνετε στα σκοτάδια του από την πλευρά της ελβετικής πόλης Εrtsfeld και βγαίνετε 17 χιλιόμετρα αργότερα στην μικρή πόλη Bodio, στην ιταλάφωνη πλευρά της Ελβετίας, μόλις τρία τέταρτα από το Λουγκάνο. Αν και ήταν Αύγουστος στην κεντρική Ευρώπη έκανε ψύχρα και θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι φορούσα μονίμως ένα τζιν μπουφάν, μόλις όμως έβγαινες στην απέναντι πλευρά, λίγο πριν τα ιταλικά σύνορα το σκηνικό άλλαζε εντελώς και το καλοκαίρι ήταν και πάλι παρών. Ήταν σαν μαγική εικόνα που δεν ένωνε απλά δύο πόλεις, αλλά και δύο διαφορετικές εποχές.
Στο Λουγκάνο κάναμε μία στάση για φωτογραφίες και φαγητό δίπλα στη λίμνη και αμέσως μετά ξεκινήσαμε για το Ρίμινι απ’ όπου το επόμενο πρωί θα παίρναμε το πλοίο της επιστροφής για την Πάτρα. Το κρύο της Γερμανίας, ο εκκωφαντικός ήχος του Ρήνου που κυλούσε με θόρυβο από 23 μέτρα ύψος, και οι πλαγιές της Ελβετίας ήταν ήδη πίσω μας και εκείνη η νύχτα στην Ιταλία ήταν μία από τις πιο ζεστές που έχω βιώσει στη ζωή μου. Για κάποιον διεστραμμένο λόγο το ξενοδοχείο που βρήκαμε τυχαία μετά από μία βιαστική βόλτα στο γνωστό λιμάνι της Ιταλίας ήταν ακριβώς δίπλα στις γραμμές του τρένου και όλο το βράδυ άκουγα τους συρμούς να περνούν, με μία αφύσικη συχνότητα δεδομένου ότι ήταν ξημερώματα. Ξυπνούσα κυριολεκτικά κάθε μισάωρο και από ένα σημείο και μετά μπορούσα να καταλάβω πότε το τρένο πλησίαζε, το κτήριο έτριζε ολόκληρο, και εγώ άνοιγα τα μάτια και περίμενα. Η συγκεκριμένη εμπειρία με έκανε με αισθανθώ την παροδικότητα των ταξιδιών, κόσμος έφτανε εκεί από παντού, περνούσε και έφευγε, κάποιοι έμεναν το βράδυ, περιμένοντας να επιβιβαστούν το επόμενο πρωί σε κάποιο πλοίο με νέο προορισμό. Υπήρχε μέσα σε όλο αυτό μία αιφνιδιαστική προχειρότητα, μία παράξενη αίσθηση του προσωρινού, η οποία ερχόταν σε απόλυτη αντίθεση με ό,τι είχα δει και νιώσει μέχρι εκείνη την ημέρα.
Έχω σκεφτεί αρκετές φορές σε ποιο σημείο της ζωής μου θα ήθελα να επιστρέψω, αν υπήρχαν μαγικά χαπάκια που τα παίρνεις και πηγαίνεις για ακόμη μία φορά όπου λαχταράει η καρδιά σου. Νομίζω τελικά ότι εκείνο το μεσημέρι του Αυγούστου, όταν ο πατέρας μου, με ένα δερμάτινο τσαντάκι-μπανάνα στη μέση, επέστρεψε στο σπίτι για να μας ανακοινώσει ότι ανυπομονούσε τόσο πολύ να ξεκινήσουμε που είχε μόλις αλλάξει τα εισιτήρια του πλοίου για να φύγουμε μία μέρα νωρίτερα, είναι το σημείο που θα ήθελα να βρεθώ και πάλι. Το μέρος όπου ξεκίνησαν πολλά πράγματα μέσα μου μα, πάνω απ’ όλα, η διαδρομή προς έναν τρόπο σκέψης μέσα στον οποίο δεν θα ήμουν ποτέ ξανά το κέντρο αυτού του απέραντου, περίπλοκου κόσμου.
Να παίρνετε τα παιδιά σας μαζί στα ταξίδια. Να τα παίρνετε σε θάλασσες και βουνά, σε κωμοπόλεις και νησιά, σε μεγάλες πρωτεύουσες και μικρά χωριά, σε αξιοθέατα και μαγαζιά, σε ποτάμια και αυτοκινητοδρόμους. Μπορεί να είναι αρκετά μικρά για να θυμούνται αργότερα όλες τις λεπτομέρειες: τα ονόματα των ξενοδοχείων που κοιμηθήκατε, τα εστιατόρια που φάγατε, πώς λέγονταν ένα προς ένα τα μνημεία και τα μουσεία που επισκεφθήκατε. Ποτέ, όμως, δεν θα είναι αρκετά μικρά για μη μπορούν να νιώσουν την ομορφιά πίσω από το άγνωστο και την αίσθηση περιπέτειας που υποβόσκει κάθε φορά που ανακαλύπτεις κάθετι καινούργιο στη ζωή. Ποτέ δεν θα είναι αρκετά μικρά για να γουρλώσουν τα μάτια με θαυμασμό και για να ανοίξουν την καρδιά τους σε νέους ανθρώπους, γλώσσες και συνήθειες. Ίσως ξεχάσουν τα μέρη, αλλά δεν θα ξεχάσουν ποτέ πώς ένιωσαν κοιτώντας τα.