Στην αρχαία γη της Αλμωπίας συναντάμε το όρος Τζένα, ένα από τα πιο όμορφα και σχετικά άγνωστα βουνά της βόρειας Ελλάδας. Στη γειτονιά του βρίσκεται και το Πίνοβο, αλλά και το Πάικο, και φυσικά ο Βόρας, με το περίφημο Καϊμακτσαλάν. Η κορυφή της Τζένα έχει υψόμετρο 2.182 μέτρα και συγκαταλέγεται στις προστατευόμενες περιοχές Natura 2000, προσφέροντας έτσι έναν σημαντικό βιότοπο για πολλά είδη φυτών και ζώων.
Το συγκεκριμένο βουνό στο βόρειο τμήμα της Πέλλας επέλεξε προς εκτενή μελέτη ο Μηνάς Χασάπης, δασολόγος στο Δασαρχείο Αριδαίας, πραγματοποιώντας τη διδακτορική του διατριβή με τίτλο «Χλωρίδα και Βλάστηση του όρους Τζένα», η οποία δημοσιεύτηκε το 2017. Όπως σημειώνει και ο ίδιος, «η γνώση της χλωρίδας και της βλάστησης μιας περιοχής αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα εργαλεία ορθολογικής διαχείρισης, παρακολούθησης και προστασίας του φυσικού της περιβάλλοντος».
Σκοπός της μελέτης του ήταν λοιπόν η πλήρης καταγραφή των φυτών της περιοχής, περιλαμβάνοντας 1.266 φυτικά είδη, από τα οποία τα 904 καταγράφηκαν για πρώτη φορά. Παλαιότερες έρευνες, σε συνεργασία Ελλήνων και ξένων βοτανολόγων –με τελευταία καταγραφή το 2005– είχαν εντοπίσει μόνο 390. Κι αυτά σε συγκεκριμένους οικοτόπους του βουνού.
Όπως μας αναφέρει ο κ. Χασάπης, η φυτοποικιλότητα είναι εξαιρετικά υψηλή συγκριτικά με τη μικρή έκταση του όρους Τζένα. Ξεκινώντας από τα χαμηλά υψόμετρα προς τα πάνω συναντάμε θερμόβια φυλλοβόλα πλατύφυλλα δέντρα, όπως διάφορα είδη δρυός, γαύρους, οστρυές, φράξους, καθώς και ποικιλίες σφενδάμου. Ανεβαίνοντας έπειτα στις επόμενες ζώνες βλάστησης βρίσκουμε πυκνά δάση οξιάς σε μίξη (κατά θέσεις) με αγριοπλάτανο, ελάτη, συμήδα, μαύρη, αλλά και δασική πεύκη.
Ανάμεσά τους, μάλιστα, υπάρχει και ποικιλία βοτάνων και άγριων φρούτων, όπως για παράδειγμα μέντα (Mentha spp), καρποί αγριοτριανταφυλλιάς (Rosa spp), άνθη κουφοξυλιάς (Sambucus nigra), μύρτιλλα (Vaccinium myrtillus), σμέουρα (Rubus idaeus), βατόμουρα (Rubus hirtus), φράουλες (Fragaria Vesca) και κορόμηλα (Prunus cocomilia), που ο επισκέπτης του βουνού μπορεί να απολαύσει ελεύθερα, πάντα όμως φειδωλά και με σεβασμό.
Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι για πρώτη φορά καταγράφηκαν (ή επιβεβαιώθηκε η παρουσία τους στην Ελλάδα) 4 φυτικά είδη. Η ίριδα η ποικιλόχρωμη (Iris variegata), καλλωπιστικό μα και φαρμακευτικό φυτό πολύτιμο για την υγεία του δέρματος, με ιδιότητες γνωστές ήδη από την αρχαιότητα, αλλά και η φεστούκα η μικρόφυλλη (Festuca microphylla), της οποίας συγγενικά είδη βρίσκουμε συχνά ως διακοσμητικά φυτά.
Ξεχωριστή αξία έχει η λακτούκα η δρυόμορφη (Lactuca quercina), που τελευταία φορά αναφέρθηκε από κάποιον Αυστριακό ερευνητή το 1902 και από τότε δεν εντοπίστηκε ξανά, με αποτέλεσμα να θεωρείται ως φυτό το οποίο έχει εκλείψει από την ελληνική χλωρίδα. Έχει ενδιαφέρον πως συγγενικά της είδη βρίσκουμε μέχρι και στους δρόμους των πόλεων. Τα φυτά αυτού του είδους έχουν δραστικά συστατικά κι έτσι χρησιμοποιούνται στη φαρμακευτική ως σπασμολυτικά, διουρητικά, υπνωτικά και καταπραϋντικά.
Το τέταρτο φυτό που βρέθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα είναι ένα είδος κενταύριας, η Centaurea kotshyana. Η οποία, όπως μας εξηγεί ο κ. Χασάπης, συνυπάρχει στο όρος Τζένα με το βαλκανικό, ενδημικό είδος κενταύριας, την Centaurea grbavacensis. Το λουλούδι πήρε το όνομά του από τον Κένταυρο Χείρωνα, που κατά τη μυθολογία δίδαξε στους ανθρώπους τη θεραπευτική δύναμη των βοτάνων. Οι πρώτες καταγεγραμμένες αναφορές για τις θεραπευτικές του ιδιότητες ανάγονται στο 12ο αιώνα και αφορούν κυρίως την καταπραϋντική του δράση.
Ανάμεσα στα φυτά που περιορίζονται στο συγκεκριμένο βουνά και σε λίγα γειτονικά της Βόρειας Μακεδονίας βρέθηκε και το σπάνιο ελληνικό λευκό τσάι (Stachys horvaticii), καθώς και το διάσημο τσάι του βουνού (Sideritis scardica). Από τα 163 ενδημικά είδη που καταγράφηκαν εδώ στα πλαίσια της συγκεκριμένης διδακτορικής έρευνας ξεχωρίζουν επιπλέον η Campanula formanekiana, η Viola frondosa, η Achillea ageratifolia subsp. aizoon (αχίλλεα η αγέραστη) και το Allium macedonicum, γνωστό και ως σκόρδο της Μακεδονίας.
Έχει ενδιαφέρον πως, ανεβαίνοντας πάνω από τα 1.800 μέτρα, συναντάμε τα ψευδαλπικά λιβάδια, τα οποία δεν εξηγούνται με βάση τους αβιοτικούς παράγοντες, που συνιστούν το κλίμα και το έδαφος, αλλά με τους βιοτικούς και ιστορικούς παράγοντες –δηλαδή την παρουσία ανθρώπων και ζώων. Με άλλα λόγια, εκεί που κανονικά θα υπήρχε δάσος, διαμορφώθηκαν λιβάδια χαμηλής βλάστησης λόγω της ανθρώπινης δραστηριότητας και κυρίως της εντατικής, επί χιλιετίες, κτηνοτροφίας. Κάθε τι που γίνεται με μέτρο μπορεί, βέβαια, να αποτελέσει βιώσιμη πρακτική. Αλλά η ανεξέλεγκτη βόσκηση έχει υπάρξει απειλή για πολλά φυτικά είδη, έχοντας ως επιπλέον αρνητική επίπτωση τη διάβρωση των εδαφών. Δημιουργώντας έτσι ένα περιβάλλον πιο ευαίσθητο σε φυσικές καταστροφές, όπως οι πλημμύρες.
Η σωστή διαχείριση και προστασία αυτής της μεγάλης φυτοποικιλότητας έχει σημασία και για τα άγρια ζώα και τα πτηνά του οικοσυστήματος, όπως μας τονίζει ο Παντελής Κωνσταντίνου, ορνιθολόγος στο Δασαρχείο Αριδαίας. Είναι λ.χ. ζωτική για είδη πανίδας όπως το ζαρκάδι (Capreolus capreolus), το αγριόγιδο (Rupicapra rupicapra balcanica), η δασόκοτα (Bonasa bonasia), ο αγριόκουρκος (Tetrao urogallus, είδος άγριας γαλοπούλας) και το αγριοπερίστερο (Columba livia), που, επιπλέον, απειλούνται έντονα και από αθέμιτες κυνηγετικές πρακτικές. Ακόμη και τα μεγάλα σαρκοφάγα ζώα τρέφονται σε μεγάλο βαθμό με αυτά τα φυτά. Όπως η αρκούδα, για παράδειγμα, αφού βρίσκει το 80% της διατροφής της σε καρπούς και μανιτάρια του δάσους.
Μεγάλο κίνδυνο για την ισορροπία του οικοσυστήματος αποτελεί βέβαια και η παράνομη υλοτομία, ιδίως τα τελευταία χρόνια, καθώς έχει ενταθεί λόγω της ενεργειακής κρίσης. Η υλοτομία ως παρέμβαση, τονίζει ο κ. Κωνσταντίνου, αν δεν γίνει με την κατάλληλη σήμανση –στη βάση δηλαδή της διαχειριστικής μελέτης που λαμβάνει υπόψη το σύνολο των παραγόντων– αλλάζει απότομα τις ισορροπίες του δάσους, επηρεάζοντας κάθε μορφή ζωής.
Πριν 15 χρόνια υπήρχαν στην περιοχή 4 σπουδαία είδη γύπα, στα οποία συμπεριλαμβάνονταν και κάποια από τα τελευταία αρσενικά των Βαλκανίων: ο γυπαετός (Gypaetus barbatus), ο ασπροπάρης (Neophron percnopterus), ο μαύρος γύπας (Aegipius monachus) και το όρνιο (Gyps fulvus), όλα πολύ σημαντικά για τη φυσική εξυγίανση των υπαλπικών βιοτόπων. Σήμερα, όμως, τέτοια, μα και ανάλογα πτηνά, όπως π.χ. ο χρυσαετός (Aquila chrysaetos), ο οποίος βρίσκει τροφή και θέσεις φωλεοποίησης μέσα στα γηραιά δάση, εκλείπουν σχεδόν τελείως. Όλα αυτά μας θυμίζουν ότι άνθρωποι, ζώα, πτηνά και φυτά είμαστε άρρηκτα συνδεδεμένοι κρίκοι της ίδιας αλυσίδας, μοιραζόμενοι ένα σπουδαίο οικοσύστημα, ευαίσθητο όμως στις επεμβάσεις.
Είναι λοιπόν εντυπωσιακό ότι τα ελληνικά βουνά κρύβουν ακόμα πολλές εκπλήξεις για τους λάτρεις της φύσης, κυρίως όμως για τους επιστήμονες, οι οποίοι μόλις στις πρόσφατες δεκαετίες άρχισαν να εκπονούν στοχευμένες μελέτες σε μεγάλη κλίμακα. Υπάρχουν ασφαλώς αναφορές και παλαιότερα δείγματα, πάντως ο δρόμος της ανακάλυψης της βιοποικιλότητας φαίνεται να είναι μακρύς και γεμάτος νέα ευρήματα. Μια βιοποικιλότητα που είναι χρέος μας να προστατέψουμε, μαζί με κάθε πολύτιμο μέρος του οικοσυστήματος.
Διαβάστε ακόμα:
Τα βότανα του Πηλίου -Εξερεύνηση στο «Βουνό των Κενταύρων» με τον φυτικό πλούτο
Τα βότανα των Σερρών: Αρωματικά, θεραπευτικά, κατάλληλα για ευφάνταστες συνταγές