Παρά τη δημοφιλία των χωριών της ορεινής Αρκαδίας και τη γοργή ανάπτυξη που γνώρισαν τα τελευταία χρόνια ως προορισμοί τόσο για χειμερινές, όσο και για θερινές εξορμήσεις, ο καταρράκτης Βρόντου παραμένει ένα από τα μικρά μυστικά της ευρύτερης περιοχής.
Γνωστός μόνο σε όσους έχουν εξερευνήσει κάθε βουνίσια πτυχή του αρκαδικού τοπίου, ο καταρράκτης Βρόντου (και όχι καταρράκτες, όπως κάποιες φορές γράφεται –είναι ένας μόνο) αποδεικνύεται όνομα και πράγμα: δεν χρωστά την ιδιαίτερη ονομασία του σε κάποιο κοντινό, ομώνυμο χωριό, μα στον βρόντο τον οποίον κάνουν τα νερά του καθώς γκρεμίζονται από 17 μέτρα ύψος, μέσα στην πυκνή βλάστηση της γύρω δασικής έκτασης.
Η παρουσία της τελευταίας, βέβαια, παίζει καταλυτικό ρόλο για το ποια είναι η κατάλληλη εποχή για να έρθετε ως αυτή τη γωνιά της ορεινής Αρκαδίας. Θα χαρείτε δηλαδή το όλο τοπίο πιο πολύ την άνοιξη και το καλοκαίρι, όταν άλλωστε έχουν ξεπαγώσει και τα νερά του καταρράκτη, ρέοντας σε όλο τους το μεγαλείο μέχρι το σημείο που ενώνονται με τον ποταμό Αλφειό, λίγα μέτρα παρακάτω.
Πλατάνια και πλατύφυλλα δέντρα δημιουργούν ένα ονειρικό σκηνικό δάσους που κρατάει μπόλικη δροσιά ακόμα και τα ζεστά μεσημέρια του καλοκαιριού, ενώ η παρουσία του Αλφειού εγγυάται ότι θα βρείτε και υποδομές για κανό, καγιάκ και rafting, εάν επιθυμείτε να συνδέσετε την επίσκεψη στον καταρράκτη με τέτοια ποτάμια σπορ. Στους πιο τολμηρούς λάτρεις των βουνίσιων νερών, ωστόσο, συστήνεται κι ένα θερινό μπάνιο στα κρύα, πεντακάθαρα νερά του Βρόντου.
Φτάνοντας ως εδώ, επίσης, αξίζει τον κόπο να πάτε να δείτε και το πέτρινο, τοξωτό γεφύρι του Κούκου, το οποίο στα παλιότερα χρόνια διευκόλυνε την εμπορική μετακίνηση από τη Γορτυνία προς την Ανδρίτσαινα –σήμερα συνδέει απλά τα χωριά Βλαχορράπτη και Κώτιλο. Βρίσκεται στην τοποθεσία που οι ντόπιοι ξέρουν ως Τρία Αλώνια, πολύ κοντά στον καταρράκτη (θα φτάσετε περπατώντας), στο πιο στενό και βραχώδες πέρασμα του Αλφειού, λίγο πριν τη συνάντησή του με τον Λούσιο.
Οι ειδικοί το χαρακτηρίζουν ως θαύμα της μηχανικής του 19ου αιώνα, δίνοντας τα εύσημα στον Λαγκαδιανό πρωτομάστορα Αντώνη Κάτσιανο, ο οποίος το κατασκεύασε το 1880 στο επιβλητικό ύψος των 34 μέτρων. Μάλιστα, σύμφωνα με τις τοπικές διηγήσεις, πέτυχε εκεί όπου απέτυχαν πολλοί τεχνίτες πριν από αυτόν, χάρη στην ιδέα του να στηρίξει τη σκαλωσιά σε ένα δίχτυ φτιαγμένο από τριχιά, που στη συνέχεια κρέμασε από δέντρα. Όσο για το όνομα, η προφορική παράδοση της περιοχής το αποδίδει σε κάποιον Κούκο από το Κώτιλο, τον οποίον μαχαίρωσε ο νονός του για κτηνοτροφικές διαφωνίες: όταν έχει νύχτα δίχως αστέρια, λένε, ακούγεται ακόμα η φωνή του σκοτωμένου μέσα στο βούισμα του αέρα, να καταριέται τον δολοφόνο του. Πιο βάσιμη θεωρία, πάντως, είναι ότι ο Κούκος –περίφημος ζωοκλέφτης της περιοχής– πλήρωσε τα έξοδα της ανέγερσης.
Πώς θα πάτε
Για να φτάσετε στον καταρράκτη, θα ξεκινήσετε από την Καρύταινα –έναν από τους πιο διάσημους προορισμούς στην ορεινή Αρκαδία. Παίρνοντας την επαρχιακή οδό που οδηγεί στην Ανδρίτσαινα της Ηλείας, θα δείτε πινακίδα για Βρόντο στο 7ο χιλιόμετρο. Εκεί θα στρίψετε και θα ακολουθήσετε έναν χωματόδρομο και αμέσως μετά μια τσιμεντένια κατηφόρα. Διανύοντας 3 ακόμα χιλιόμετρα, θα έχετε φτάσει. Το πιο κοντινό χωριό είναι ο Βλαχορράπτης (γνωστό και ως Μάραθα), που βρίσκεται σε απόσταση περίπου 4 χιλιομέτρων.
Διαβάστε ακόμα:
Νεμούτα: Οι άγνωστοι καταρράκτες της ορεινής Ηλείας που προσφέρουν ένα μοναδικό υδάτινο θέαμα
Μονοπάτι Παλαιάς Καβάλας: Μια μικρή «ζούγκλα», με τον δικό της υπέροχο καταρράκτη