Ώρα 10 το πρωί. Υψόμετρο 850 μέτρα, στις βορεινές πλαγιές του βουνού Αυγό της οροσειράς των Διδύμων, στη νοτιοανατολική Αργολίδα. Στην τοποθεσία που οι ντόπιοι αποκαλούν «Βράχια».
Έχουμε ξεκινήσει από το χωριό Δίδυμα, έχουμε σκαρφαλώσει τις πλαγιές και μετά από 8 χιλιόμετρα οδήγησης σε χωματόδρομο, σταματάμε. Κοιτάζουμε, αναπνέουμε τον βουνίσιο αέρα και αισθανόμαστε. Δέος, συγκίνηση, φόβος και θαυμασμός διαδέχονται το ένα το άλλο. Βρισκόμαστε στη Ιερά Μονή Αγίου Δημητρίου, γνωστή και ως Μονή Αυγού.
Αυτό είναι ένα προσκύνημα διαφορετικό από τα άλλα. Όποιος κι αν είσαι, σε ό,τι κι αν πιστεύεις, δεν θα μείνεις ασυγκίνητος στη θέα του πέτρινου μοναστηριού που φωλιάζει στους κάθετους βράχους, φλερτάρει με τους γκρεμούς και επιβιώνει σε πείσμα των καταστροφών που υπέστη.
Το πέρασμα των αιώνων βαραίνει τις πλάτες του, όσο κι αν τις στηρίζουν τα τοιχώματα των βράχων. Μέχρι το 1990 που έγιναν εκτεταμένες εργασίες αποκατάστασης από τη Διεύθυνση Αναστήλωσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων, η μονή ήταν μισογκρεμισμένη.
Ένα καθολικό σκαμμένο στους βράχους
Αφήνοντας πίσω μας το ανακαινισμένο αρχονταρίκι που χτίστηκε τον 18ο αιώνα, θα περάσουμε την πύλη και θα φτάσουμε μπροστά στη μικρή πόρτα της εισόδου.
Κοιτάζοντας ψηλά, δεν μπορείς παρά να νιώσεις πολύ μικρός μπροστά στο μεγαλείο του φρουριακής μορφής συγκροτήματος με τα πολύ μικρά παράθυρα. Οι μοναχοί που το έχτισαν κι έσκαψαν μέσα στις σπηλιές και μόχθησαν σε αυτό το απομονωμένο από τους ανθρώπους μέρος, το πάντρεψαν για πάντα με τα θεόρατα βράχια, τα γεμάτα φλέβες γκρι, κόκκινες, πορτοκαλί, τα οποία κατρακυλάνε σαν ρυάκια γύρω του. «Γιγάντιες αρθρώσεις της δημιουργίας», όπως γράφει κι ένα κείμενο περιηγήτριας.
Τα υπερυψωμένα κτίσματα που έχουν δώσει στο μοναστήρι τον φρουριακό του χαρακτήρα βρίσκονται αριστερά από την είσοδο και έχουν πολεμίστρες μαζί με σειρές από φουρούσια. Το κυρίως κτίσμα είναι διώροφο. Σύμφωνα με μια απογραφή των Βενετών του 1691, καθώς και με μαρτυρίες ιστορικών και περιηγητών, η μονή είχε κι άλλα κτίσματα προς τα δυτικά όπου βρίσκεται το «φρύδι» της χαράδρας του Ράδου.
Σκύβοντας θα ανέβουμε τα στενά απότομα σκαλιά, θα περάσουμε τον πρώτο όροφο με τα άδεια κελιά, θα φτάσουμε στον δεύτερο. Οι πόρτες των κελιών, όπως και της εισόδου, είναι απίστευτα μικρές και σε ύψος που μόνο ένα παιδί χωράει να περάσει όρθιο. Λόγοι αμυντικοί υπαγόρευσαν το μέγεθός τους, δίνοντας στους αμυνόμενους την ευκαιρία να πλήξουν τον εχθρό που ήταν αναγκασμένος να μπει σκυφτός μέσα.
Έτσι σκυφτοί θα μπούμε κι εμείς στο δισυπόστατο καθολικό, με τις τρεις πλευρές του να είναι λαξευμένες στον βράχο. Δέσμες φωτός το καταυγάζουν, χαϊδεύουν τις μισοκατεστραμμένες τοιχογραφίες. Έμπειροι διευθυντές φωτογραφίας δύσκολα θα κατάφερναν αυτό το αποτέλεσμα.
Στο φως των κεριών που θα ανάψουμε οι πέτρινες κόγχες, τα σταυροθόλια, το Ιερό Βήμα, οι θόλοι, οι τοξωτές πυλίδες, αναδύονται το ένα μετά το άλλο από το σκοτάδι. Ο κυρίως ναός είναι αφιερωμένος στον Άγιο Δημήτριο και ο μικρότερος στους Αγίους Θεοδώρους. Μια πυρκαγιά κατέστρεψε το επίχρυσο ξυλόγλυπτο τέμπλο και τις τοιχογραφίες στο παρεκκλήσι του Αγίου Δημητρίου και μαύρισε τις τοιχογραφίες σε αυτό των Αγίων Θεοδώρων, οι οποίες έχουν χρονολογηθεί στον 17ο αιώνα.
Από μία ακόμη απόκρημνη σκάλα θα βγούμε ύστερα στη σκεπή, με τα σήμαντρα και την καμπάνα που στέκεται βουβή. Ο τρούλος του ναΐσκου των Αγίων Θεοδώρων προεξέχει ασβεστωμένος –το μοναδικό λευκό στοιχείο στο γκρίζο, πέτρινο συγκρότημα του μοναστηριού.
Πλάι του, ένα πολύ στενό άνοιγμα οδηγεί στο σπήλαιο-παρεκκλήσι της Μεταμόρφωσης. Εκεί τα σπαράγματα τοιχογραφιών θεωρούνται του 11ου αιώνα. Βαδίζοντας κατόπιν ως την άκρη της «ταράτσας» θα νιώσουμε λες και είμαστε έτοιμοι να απογειωθούμε: από κάτω μας οι κάθετοι γκρεμοί και η χαράδρα του ποταμού Ράδου, γύρω μας ένα τοπίο που μοιάζει να μην έχει όριο, με θέα που φθάνει ως το Ναύπλιο.
Μια ιστορία που ξεκινάει τον 11ο αιώνα
Η ασυνήθιστη ονομασία του μοναστηριού συνδέεται με διάφορους λαϊκούς μύθους, ωστόσο το πιθανότερο είναι ότι προέρχεται από τη φράση «γυμνή κορυφή» –χαρακτηριστικό του όρους Αυγό, όπου και χτίστηκε.
Σύμφωνα με τους ειδικούς θα πρέπει να συγκροτήθηκε τον 11ο αιώνα από μικρά ασκηταριά, τα οποία προϋπήρχαν στις σπηλιές. Ακολούθησαν διάφορα στάδια τόσο στο χτίσιμο, όσο και στην αγιογράφηση. Συνολικά το συγκρότημα το έχουν χρονολογήσει στο δεύτερο μισό του 15ου αιώνα, με πρώτο μισό του 16ου. Από το 1925 προστατεύεται ως βυζαντινό μνημείο και αρχαιολογικός χώρος.
Παρότι φαίνεται δύσκολο να το φανταστεί κανείς σήμερα, το συγκρότημα ήταν μεγάλο και περιλάμβανε έναν τριώροφο πύργο, κελιά, τράπεζα και μαγειρείο, αλώνι και νερόμυλο. Του ανήκαν τρία μετόχια-ξωκλήσια και διατηρούσε σημαντική περιουσία. Αναφέρεται ότι «το 1696 είχε 30 μοναχούς, πολλούς υπηρέτες και τεράστια κτηματική περιουσία». Αργότερα, σε πίνακα του 1820, γράφτηκε πως είχε 8 μοναχούς και κτήματα σε εγκατάλειψη.
Πώς χάθηκαν όλα; Η μονή πήρε μέρος στον Αγώνα του 1821 και πυρπολήθηκε από τον στρατό τον Ιμπραήμ στις 15 Ιουνίου 1825. Λειτούργησε και πάλι, αλλά έκλεισε οριστικά το 1833, όταν ο Όθωνας κατάργησε τις μονές που είχαν λιγότερους από 6 μοναχούς. Η περιουσία της εκποιήθηκε και κανείς δεν γνωρίζει πού κατέληξαν τα κειμήλια.
Διαβάστε ακόμα:
Αγήτρια: Το άγνωστο εκκλησάκι της Μάνης που «κρύβεται» μεταξύ γκρεμού και θάλασσας
Άγιος Νικόλαος Σίντζας: Το μοναστήρι που ξεπροβάλλει από μια επιβλητική σπηλιά
Άγιος Παύλος: Η απομονωμένη παραλία με τα υπέροχα νερά και το βυζαντινό εκκλησάκι