Δεν είναι και η πιο οικεία ή αναγνωρίσιμη ελληνική λέξη το τέναγος: πρόκειται για απευθείας δάνειο από την αρχαία γλώσσα, το οποίο επιβίωσε στον επίσημο λόγο της χώρας μας για να υποδηλώσει έναν τόπο γεμάτο με στάσιμα, αβαθή νερά –δηλαδή ως ένα λόγιο συνώνυμο του «έλους» ή του «βάλτου».
Αναλόγως άγνωστη, όμως, ακόμα και σε ανθρώπους που έχουν επισκεφθεί τακτικά την ανατολική Μακεδονία, είναι και η περιοχή που επικράτησε να λέμε Τενάγη Φιλίππων. Σε πρώτη όψη, βέβαια, μια τέτοια ονομασία τα συσχετίζει με τους Φιλίππους της Καβάλας και με την πεδιάδα τους, κάτι γεωγραφικά ακριβές. Αλλά, ιστορικά μιλώντας, επεκτείνονταν σε ολόκληρο σχεδόν το νοτιότερο τμήμα της πεδιάδας της Δράμας.
Στην αρχική τους μορφή, όπως λέει και η λέξη, επρόκειτο για ένα εκτεταμένο σύστημα βάλτων και υγροτόπων, το οποίο μπορεί να κάλυπτε και (περίπου) 35 τ. χλμ. εδάφους (ή, αλλιώς, 350.000 στρέμματα). Σκέψεις για τη μερική ή και την πλήρη αποξήρανσή τους υπήρξαν ήδη από την προσάρτηση της περιοχής στο Βασίλειο της Ελλάδας, κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, με στόχο την εξασφάλιση περισσότερης καλλιεργήσιμης γης για τον ντόπιο πληθυσμό. Κάτι που αρχικά δεν προχώρησε, μα επέστρεψε επιτακτικά ύστερα από τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922), ειδικά από τη στιγμή που ο μεγαλύτερος όγκος των προσφύγων εγκαταστάθηκε στη Μακεδονία.
Ο υγρότοπος με το διεθνούς σημασίας κλιματικό αρχείο
Τα τενάγη των Φιλίππων είναι συνδεδεμένα με τις πηγές του ποταμού Αγγίτη, οι οποίες εντοπίζονται στην περιοχή τους, καθώς και στις πηγές Αγίας Βαρβάρας Δράμας, όπως και στο χωριό της Δράμας που επίσης φέρει το όνομα Αγγίτης. Πρόκειται για τον μεγαλύτερο από τους παραποτάμους του πιο διάσημου Στρυμόνα, με τον οποίον κι ενώνεται τελικά, μετά από ροή (περίπου) 75 χιλιομέτρων.
Πέρα από τις πηγές του Αγγίτη, τώρα, τα ιστορικά σύνορα αυτού του αρχέγονου οικοσυστήματος οριοθετούνταν από τα βουνά της περιοχής: το Παγγαίο στα δυτικά, τα Όρη Λεκάνης στα ανατολικά και το Σύμβολο στα νότια. Μάλιστα, έχουμε τη σπάνια τύχη να υπάρχει και καταγραφή των τεναγών στις γραπτές πηγές από την εποχή των Ρωμαίων. Όχι, βέβαια, από κάποιο περιβαλλοντολογικό ενδιαφέρον –οι αρχαίοι συγγραφείς, γενικά, δεν εμφανίζουν τέτοιες ευαισθησίες– αλλά λόγω των πολεμικών συγκρούσεων που έλαβαν χώρα στους Φιλίππους το 43 και το 42 π.Χ., λήγοντας μια σκληρή μεταβατική περίοδο, από την οποία αναδύθηκε η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Το έργο του Πλίνιου του Πρεσβύτερου και του Σουητώνιου μιλά ξεκάθαρα για ένα περιβάλλον βάλτου κατάφυτου με πυκνούς καλαμιώνες, τεκμηριώνοντας έτσι τη διαχρονία των τεναγών. Μπορούμε να διαπιστώσουμε, δηλαδή, ότι η εικόνα παραμένει λίγο-πολύ αναλλοίωτη με αυτή που θα έβλεπε ο Γάλλος διπλωμάτης Espirit Marie Cousinéry το 1831, διατρέχοντας την ανατολική Μακεδονία. Η ονομασία «τενάγη των Φιλίππων», βέβαια, δεν απαντά παρά μετά την προσάρτηση της περιοχής στην Ελλάδα: έως τότε οι κάτοικοι την ήξεραν απλά ως «Βάλτα», ενώ σε πιο επίσημο επίπεδο παρατηρείται σύγχυση, αφού άλλοι αναφέρονται σε «έλη της Δράμας» κι άλλοι στη «Λίμνη Πραβίου», με τους Τούρκους (που είχαν τη διοίκηση των εκτάσεων αυτών ως το 1912) να τα αποκαλούν «Λίμνη Αφθονία» (Bereketli Gül), προφανώς από το ομώνυμο χωριό στην ανατολική όχθη των τεναγών, που σήμερα ταυτίζεται πλέον με το Δάτο της Καβάλας.
Για τους ανθρώπους εκείνων των χρόνων, πάντως, τα τενάγη δεν ήταν μια άχρηστη, ελώδης έκταση. Μπορεί να ήταν δύσβατη ή επιρρεπής σε πλημμύρες (ιδιαίτερα τον χειμώνα, όταν εντείνονταν οι βροχοπτώσεις), παράλληλα, όμως, είχε και οικονομική σημασία: μονάδες βυρσοδεψίας, λ.χ., αξιοποιούσαν την απρόσκοπτη πρόσβαση στο τρεχούμενο νερό, όπως και πολλοί νερόμυλοι, ενώ σημαντική ήταν και η κτηνοτροφική δραστηριότητα στα παρακείμενα, πλούσια λιβάδια, που φαίνεται ότι ήταν πολλαπλά ευνοημένη κατά την οθωμανική περίοδο, καθώς εδώ δεν υπήρχαν μεγαλοτσιφλικάδες ιδιοκτήτες γης. Εικάζουμε, επίσης, ότι οι κάτοικοι της περιοχής χρησιμοποιούσαν τους πλούσιους καλαμιώνες και ως κυνηγότοπους.
Πάνω από οτιδήποτε άλλο, πάντως, τα τενάγη των Φιλίππων στοιχειοθετούνται ως ένας φυσικός υγρότοπος τύρφης, μοναδικός για τα δεδομένα της Ελλάδας, αλλά και με ιδιαίτερη διεθνή σημασία, η οποία αυξάνει κατακόρυφα τώρα που μας απασχολεί η κλιματική αλλαγή. Ως τύρφη (ή ποάνθρακα) ονομάζουμε ένα σπογγώδους υφής υλικό που δημιουργείται εκεί όπου υπάρχουν άφθονα στάσιμα νερά, λόγω της αργής σήψης οργανικών στοιχείων (διαδικασία αιώνων, συνήθως). Σε περιοχές όπου σπανίζει η ξυλεία, μάλιστα, θεωρείται πρώτης τάξης καύσιμο, το οποίο εξασφαλίζει οικιακή θέρμανση –και σώζονται μαρτυρίες που τεκμηριώνουν ότι τη χρήση αυτή τη γνώριζαν καλά όσοι διέμεναν γύρω από τα τενάγη.
Ως τυρφώνας, λοιπόν, τα Τενάγη Φιλίππων είναι πιστοποιημένα ο βαθύτερος σε όλον τον κόσμο (300 μέτρα, με τον μέσο όρο να ανέρχεται σε 75 μέτρα), καθώς υπολογίζεται ότι οι απαρχές του βρίσκονται έως και 1.300.000 χρόνια πριν. Κάτι τέτοιο, με τη σειρά του, του δίνει την επιπλέον ιδιότητα ενός σπάνιου κλιματικού αρχείου, ικανού να λειτουργήσει ως σημείο αναφοράς για τα χερσαία περιβάλλοντα του πλανήτη, τώρα που μας απασχολεί εκ νέου η υπερθέρμανσή του από ανθρωπογενή αίτια, όπως και η καινούρια οικολογική κρίση που δημιουργεί αυτή: όπως τόνισε λ.χ. σε πρόσφατα χρόνια και ο Ανδρέας Κουτσοδενδρής, ερευνητής συνεργαζόμενος με το Τμήμα Γεωεπιστημών του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης, πρόκειται ουσιαστικά για ένα μεγάλο βιβλίο Ιστορίας, με πολύτιμες πληροφορίες για την εξέλιξη της βλάστησης και τις ανά περιόδους κλιματικές μετατροπές ή τα επίπεδα βροχόπτωσης στη Μεσόγειο. Χάρη στα δεδομένα από τα τενάγη, για παράδειγμα, αποδείχθηκε ότι η ποσότητα των τελευταίων επηρεάστηκε αρνητικά από τις αλλαγές στην περιεκτικότητα της ατμόσφαιρας σε διοξείδιο του άνθρακα, που πλέον θεωρείται ως η μεγαλύτερη εδώ και πολλά εκατομμύρια χρόνια.
Η σύγχρονη εικόνα: προβλήματα και προοπτικές
Η απόφαση του ελληνικού κράτους για εκτεταμένα εγγειοβελτιωτικά έργα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, υπήρξε κομβική για την επιβίωση των πληθυσμών προσφύγων που κατέφυγαν στην περιοχή των τεναγών μετά το 1922, καθώς εξασφάλισε ποιοτικές εκτάσεις για μεγάλης σημασίας αγροτικές καλλιέργειες. Παράλληλα, φαίνεται ότι περιόρισε και τα κρούσματα ελονοσίας που προκλήθηκαν από τη μαζική συγκέντρωση τόσων ανθρώπων. Η αποξήρανση έγινε από αμερικάνικη εταιρεία, σε συνδυασμό με την κατασκευή της Κερκίνης στις Σέρρες και τη γενικότερη διευθέτηση της κοίτης του Στρυμόνα. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ωστόσο, διαμορφώθηκε βαθμιαία μα σταδιακά μια διαφορετική εικόνα, που δεν άργησε να φανεί ότι ήταν σε βάρος του πολύτιμου οικοσυστήματος.
Η συνίζηση και οξείδωση της τύρφης, η συμπίεση του υπεδάφους λόγω χρήσης αγροτικών μηχανημάτων, η κατακράτηση αλάτων στο έδαφος, τα έντονα πλημμυρικά φαινόμενα, μα και η συνεχής, ολοένα και πιο εκτεταμένη αποστράγγιση, όλα συνέτειναν στη δημιουργία μιας περίπλοκης, μα σαφώς προβληματικής κατάστασης. Η οποία απειλεί ευθέως, πλέον, είδη που ζουν στα νερά των τεναγών όπως είναι λ.χ. η πετροκαραβίδα ή η γραμμοβελονίτσα. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, έχει υπάρξει σημαντικό κύμα ευαισθητοποίησης και πλέον αναζητούνται λύσεις –τόσο σε τοπικό, όσο και σε υπερτοπικό επίπεδο. Ώστε και να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά τα υπάρχοντα προβλήματα, και να εξασφαλιστεί η διατήρηση των τεναγών ως δώρου της φύσης στην ανατολική Μακεδονία, αλλά και να επαναρρυθμιστεί η σχέση τους με τον άνθρωπο, στη βάση κανόνων διατήρησης του περιβάλλοντος και αειφορικής παραγωγικότητας.
Πώς θα έρθετε στα τενάγη
Η πρόσβαση είναι πολύ εύκολη μέσω του οδικού δικτύου της περιφερειακής ενότητας Καβάλας, αυτό που συνδέει τους σύγχρονους Φιλίππους με κοντινά χωριά που περιβάλλουν τα τενάγη, όπως είναι λ.χ. το προναφερθέν Δάτο, οι Κρηνίδες ή το Χορτοκόπι.
Διαβάστε ακόμα:
Φίλιπποι: Mια αρχαία πόλη με μακραίωνη ιστορία στην Μακεδονία
Σταθμός Αγγίστας: Ένα χωριό 150 κατοίκων χτισμένο στο «Grand Canyon» της Μακεδονίας
Μονοπάτι Παλαιάς Καβάλας: Μια μικρή «ζούγκλα», με τον δικό της υπέροχο καταρράκτη