Η Πόλα και ο Μπάμπης γνωρίστηκαν και ερωτεύτηκαν όσο ακόμη ζούσαν στην Αθήνα. Η Πόλα μεγάλωσε στο Χαλάνδρι και ασχολήθηκε με τη συντήρηση αρχαιοτήτων, ενώ ο Μπάμπης στη Νέα Σμύρνη και σπούδασε λογιστική. «Βλεπόμασταν ελάχιστα, καθώς οι δουλειές μας δεν μας επέτρεπαν να έχουμε μία ποιοτική σχέση. Γρήγορα καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι πρέπει να αλλάξουμε την καθημερινότητά μας. Πρέπει να κάνουμε μία δραματική αλλαγή η οποία θα μας δώσει την ώθηση να προχωρήσουμε».
Στη σκιά της Στρογγούλας
Ανεβαίνοντας στα Τζουμέρκα, ο συνοδοιπόρος μας, Χρήστος Τασούλας, ένας άνθρωπος που αγαπάει τη φύση και γνωρίζει καλά κάθε κορυφή και κάθε πλαγιά της Ηπείρου, μας προτείνει να περάσουμε από το καταφύγιο Πραμάντων. Καθώς ανηφορίζουμε και υπό τη σκιά της Στρογγούλας, της ψηλότερης και επιβλητικής κορυφής των Τζουμέρκων, το χιόνι αρχίζει και κάνει αισθητή την παρουσία του αριστερά και δεξιά του δρόμου. Οδηγούμε σε έναν πολύ καλής ποιότητας χωματόδρομο και περίπου 15 λεπτά μετά τα Πράμαντα φτάνουμε στο καταφύγιο που βρίσκεται σε υψόμετρο 1.250 μέτρων. Είναι όλα λευκά και έχει αρκετό κρύο. Το επικλινές πλάτωμα που βρίσκεται μπροστά στο καταφύγιο, το «ίσιωμα» όπως λέγεται, είναι γεμάτο χιόνι και σταδιακά δίνει τη θέση του στο δάσος με τα πυκνά έλατα. Είμαστε τόσο κοντά στην κορυφή Στρογγούλα που νομίζεις ότι θα απλώσεις το χέρι σου και θα την ακουμπήσεις. Δεν ακούγεται τίποτα. Είναι πραγματικά απόλαυση. Έχουμε έρθει ως εδώ για να συναντήσουμε την Πόλα και τον Μπάμπη.
Φτάνοντας στο καταφύγιο
Προχωρώντας προς το κτίριο, και παρόλο που το χιόνι στη γύρω περιοχή είναι έντονο, όλα είναι καθαρά, περιποιημένα, έτοιμα να υποδεχτούν τους επισκέπτες. Έρχεται προς το μέρος μας ο Μπάμπης. Από την πρώτη στιγμή καταλαβαίνεις ότι πρόκειται για έναν άνθρωπο γεμάτο χιούμορ. Το ίδιο και η Πόλα. Γνωριζόμαστε και μάς προτείνει να μας ετοιμάσει μερικά τοστ. Πολύ σωστή σκέψη. Μαζί με μία ζεστή σοκολάτα είναι η καλύτερη εξέλιξη, μετά από όλα αυτά τα χιλιόμετρα που έχουμε κάνει μέσα στην ημέρα.
Φύγαμε από την Αθήνα
Ξύλινα τραπέζια και πάγκοι, στημένα στη σειρά λες και είναι έτοιμα για να ξεκινήσει η ταινία. Πράγματι αυτό που βλέπουμε μοιάζει με σκηνικό. Δεν το χορταίνεις. Καθόμαστε αρχικά έξω και μιλάμε. «Αφού είμαστε πεπεισμένοι ότι πρέπει να φύγουμε από την Αθήνα, ξεκινήσαμε να βλέπουμε πού θα μπορούσαμε να πάμε. Αρχικά ήρθαμε στα Ιωάννινα, όπου μείναμε σχεδόν 4 χρόνια. Δεν είχαμε μέχρι τότε, καμία σχέση με την περιοχή. Στη συνέχεια, μάθαμε γι’αυτό το κτίριο, το οποίο είχε φτιαχτεί το 1999 από την Περιφέρεια Ηπείρου και τον Δήμο. Είχε λειτουργήσει για έναν μόνο χρόνο και στη συνέχεια παρέμενε κλειστό. Το είχαν μετατρέψει σε στάβλο για ζώα». Αυτά μας λέει ο Μπάμπης, ενώ η Πόλα σημειώνει: «Φτάνοντας εδώ πριν από δεκαπέντε χρόνια και βλέποντας το σημείο, αμέσως είπαμε ότι εδώ θέλουμε να ζήσουμε. Αυτό μας όπλισε με υπομονή, μας έδωσε δύναμη και ασχοληθήκαμε πάρα πολύ με τις εργασίες του χώρου. Τον νοικιάσαμε από το Δήμο, και ξεκινήσαμε τις εργασίες. Για κάποιο διάστημα στην αρχή, περίπου 4-5 μήνες, κοιμόμασταν σε υπνόσακους και δουλεύαμε όλη μέρα. Μας βοήθησαν πάρα πολύ. Και έτσι σταδιακά το κάναμε λειτουργικό».
Ο καταφυγιακού τύπου ξενώνας, έχει συνολικά τρία δωμάτια και μπορεί να φιλοξενήσει μέχρι 26 άτομα. Είναι πάντα ζεστός, έχει ζεστό νερό, ενώ σερβίρει φαγητό, όπως σούπες, καθώς και πολλά ακόμη, και κάθε συνταγή κατόπιν συνεννόησης.
Τα δύο παιδιά της οικογένειας
Ο επισκέπτης εδώ έχει πολλές επιλογές. Σίγουρα μπορεί κανείς να έρθει και να καθίσει να απολαύσει τη θέα και την ηρεμία, πίνοντας ένα ζεστό ρόφημα. Μπορεί, επίσης, αν θέλει να περπατήσει τα σηματοδοτημένα, μικρά ή μεγαλύτερα μονοπάτια που βρίσκονται στην περιοχή. «Προσπαθώ με τον τρόπο μου να παρακινώ τους επισκέπτες να μην μείνουν μόνο στο καφέ. Τους μιλάω για το δάσος γύρω μας, για την ομορφιά του, αλλά και για το πόσο εύκολο είναι να πάει κανείς να περπατήσει για λίγο», μας λέει ο Μπάμπης. Σταδιακά προχωράμε στον εσωτερικό χώρο. Μία κατακόκκινη μαντεμένια σόμπα, ζεσταίνει γλυκά το χώρο που είναι όλο με τζάμι. Είναι και πάλι σαν να είμαστε έξω, με τη διαφορά ότι εδώ είναι ζεστά. Όμορφα και άνετα έπιπλα, δημιουργούν μία ωραία ατμόσφαιρα, ενώ στον εσωτερικό χώρο, που είναι φτιαγμένος με παχύ πέτρινο τοίχο, συναντάω την Αγγελίνα και τον Ορέστη. Είναι τα δύο παιδιά της οικογένειας. Η Αγγελινά είναι στην τετάρτη δημοτικού και ο Ορέστης στην έκτη. Φτιάχνουν κάποια τρισδιάστατα παζλ με γρανάζια. Είναι πράγματι εντυπωσιακά. Προσπαθώ να καταλάβω τον τρόπο, αλλά αμέσως θυμάμαι ότι είχα δυσκολευτεί με το συμβατικό παζλ των 100 κομματιών και παραιτούμαι. Δύο πολύ κοινωνικά παιδιά που όπως μου λένε είναι πολύ χαρούμενα που βρίσκονται και μεγαλώνουν εδώ. Και όταν έχει χιόνι πώς κατεβαίνετε στο σχολείο, τα ρωτάω. «Ανοίγει ο δρόμος και ο μπαμπάς μας κατεβάζει με το αυτοκίνητο», μου απαντούν. Πράγματι, όπως μου λέει αργότερα ο Μπάμπης «είναι ελάχιστες οι ημέρες μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια που δεν έχουμε καταφέρει να κατέβουμε, παρόλο που το χιόνι μπορεί να είναι αρκετό».
Παραμένοντας στην καθημερινότητα, ρωτάω τα παιδιά πως περνάνε τη μέρα τους. «Μετά το σχολείο, έχουμε διάβασμα. Στον ελεύθερο χρόνο μας θα ασχοληθούμε με κατασκευές, θα πάμε βόλτες στο δάσος, θα δούμε ταινίες. Την περίοδο που έχει χιόνι, θα βγούμε να παίξουμε. Επίσης έρχονται συχνά φίλοι μας». Αναπτύσσουν την κοινωνικότητά τους, έρχονται σε επαφή και κάνουν φιλίες με τα παιδιά που έρχονται με τις δικές τους οικογένειες. «Έχουν πλέον φίλους σε όλο τον κόσμο. Ανταλλάσσουν μηνύματα, φωτογραφίες από την περιοχή και ανυπομονούν να συναντηθούν ξανά».
Επιστρέφοντας στον εξωτερικό χώρο, βλέπουμε αυτό που ονομάζουν «λουτρό αποθεραπείας». Ο Μπάμπης δεν θέλει να το αναφέρει ως πισίνα και πραγματικά δεν είναι. «Το φτιάξαμε γιατί οι περιπατητές και οι ορειβάτες, όταν φτάνουν εδώ, θέλουν να ξεκουράσουν τα πόδια τους. Πριν το φτιάξουμε έφευγαν για το ποτάμι. Τώρα τους το κάνουμε λίγο πιο εύκολο. Λειτουργεί με τρεχούμενο νερό από τον κοντινό καταρράκτη». Τη μέρα που βρεθήκαμε εμείς εκεί, ήταν παγωμένο με ένα πιγκουίνο να το επιτηρεί.
Φεύγουμε από το καταφύγιο με την αίσθηση και τη βεβαιότητα ότι η ζωή μπορει να εξελιχθεί και αλλιώς. Ότι εμείς οι ίδιοι θέτουμε τις βάσεις και σε μεγάλο βαθμό και την εξέλιξη των πραγμάτων που αφορούν στην καθημερινότητά μας.
Διαβάστε ακόμα:
Η μοναχική ζωή ενός βοσκού στα 2.000 μέτρα του Χελμού
Τζουμέρκα: Ένας χειμερινός παράδεισος στην επιβλητική κορυφογραμμή της Πίνδου
Δύο σαπωνοποιοί και ένας ξυλογλύπτης κάτω από τους βράχους των Μετεώρων