Οι περισσότεροι άνθρωποι αγαπούν τον τόπο τους. Μπορεί ορισμένους να τους χαρακτηρίζει η φράση «όπου γης και πατρίς», αλλά κάποιοι άλλοι, όπου κι αν φτάσουν, έχουν πάντα στο μυαλό τους τις ρίζες τους. Και όταν αυτές οι ρίζες είναι από τη Μάνη, έναν ξεχωριστό τόπο, τότε η έλξη γίνεται πιο ισχυρή. Κάποιους από αυτούς τους ανθρώπους συναντήσαμε στο οδοιπορικό μας.
Σημείο αναφοράς η Μάνη
Ο Κυριάκος έφυγε το 1969 για τις Η.Π.Α. Με τα ψαλίδια του και τις χτένες του ξεκίνησε αρχικά να κουρεύει για να βγαίνει ένα μεροκάματο, μέχρι να φτάσει να ανοίξει το δικό του κουρείο, στον κρύο βορρά του Μίσιγκαν.
Από εκεί, σχετικά σύντομα, κατέβηκε στον νότο, στην Τζόρτζια, όπου αποφάσισε να ασχοληθεί με αυτό που ήξερε από το χωριό του: την εκτροφή των ζώων. Αγόρασε λοιπόν μία φάρμα και γρήγορα άρχισε να ζει το αμερικανικό όνειρο. Έγινε οικονομικά ανεξάρτητος, αλλά ο τόπος του δεν μπορούσε να βγει από το μυαλό του.
Επέστρεψε μετά από περίπου 25 χρόνια στη Στούπα και στον Πύργο Λεύκτρου για να δημιουργήσει εκεί μία φάρμα με ζώα. Άλλωστε, όλα αυτά τα χρόνια ερχόταν σχεδόν κάθε καλοκαίρι για να παίρνει μία γεύση από τις μνήμες των παιδικών του χρόνων. Το 2023, το ταξιδιάρικο πνεύμα του Έλληνα τον οδήγησε στην Αδελαΐδα της Αυστραλίας, όπου δημιούργησε κι εκεί μία μεγάλη φάρμα.
Εδώ και οχτώ χρόνια, όμως, έχει επιστρέψει κι έχει ρίξει άγκυρα στη Μάνη. Ακόμα και τώρα, που έχει μπει στην ένατη δεκαετία της ζωής του, μπορεί να έχει δώσει τη διαχείριση των ζώων σε άλλον, μα δεν ξεχνά να περνάει τακτικά από τη φάρμα, για να ζει τη μοναδικότητα του τόπου του. Όπως αυτός τη γνώρισε, πριν γίνει τουριστικός προορισμός.
Παραδοσιακές αξίες
Ο Παναγιώτης μας λέει χαριτολογώντας ότι τα δύο τελευταία χρόνια έχει γίνει Πότης, με αφορμή το γνωστό σίριαλ. Μπορεί λοιπόν να «εκσυγχρονίστηκε» σε ό,τι αφορά το όνομα, αλλά παραμένει παραδοσιακός στις αξίες του. Μόνιμος κάτοικος του πιο νότιου οικισμού της Ανατολικής Ευρώπης, στα Κοκκινόγεια, μας αφήνει με το στόμα ανοιχτό.
«Είχα έρθει στην Αθήνα», μας λέει και συνεχίζει με αφοπλιστική απλότητα: «δεν είχα τι να κάνω τον χειμώνα. Εκεί ο καιρός δεν περνάει. Εδώ ζούμε 8-9 άνθρωποι, όλοι πρωτοξάδελφα, και η ζωή μας είναι ήρεμη και γεμάτη. Μπορεί να υπάρχουν πρακτικές δυσκολίες, αλλά η ποιότητα ζωής δεν συγκρίνεται».
Ο Πότης, λοιπόν, διατηρεί ένα εστιατόριο κι ένα καφέ στην τελευταία άκρη του δρόμου, πριν ξεκινήσει κανείς την πεζοπορία για τον φάρο στο ακρωτήριο Ταίναρο. Τα ξαδέλφια του έχουν τέσσερα ενοικιαζόμενα δωμάτια, ενώ άλλα δύο σπίτια ενοικιάζονται ως Airbnb. Αυτή είναι και όλη η επιχειρηματική δραστηριότητα στην περιοχή, την οποία σκοπεύει να εμπλουτίσει βάζοντας μικρά ταχύπλοα, ώστε να πηγαίνει τους τουρίστες σε κάποιες απόμερες παραλίες. «Υπάρχουν μαγευτικά σημεία στα οποία δεν μπορείς να φτάσεις με όχημα από την ξηρά», μας αναφέρει με τον ενθουσιασμό ενός ανθρώπου που θέλει να αναδείξει τις ομορφιές του τόπου του.
Παράδοση κόντρα στην… παράδοση
Ο παπα-Γιώργος φαίνεται να είναι μία ιδιαίτερη περίπτωση στον τόπο του, καθώς έχει γίνει γνωστός για τις βαφτίσεις που κάνει στη θάλασσα. Δεν συμφωνούν μαζί τους όλοι οι ιερωμένοι, αλλά ο ίδιος είναι ξεκάθαρος: «εδώ στη Μάνη αυτό γινόταν από τα πολύ παλιά χρόνια. Οι βεντέτες έκαναν τον κόσμο να φοβάται να τελέσει τα μυστήρια στην εκκλησία κι έτσι προτιμούσαν τα δικά τους μέρη. Τις βαφτίσεις τις έκαναν στη θάλασσα. Αυτήν την παράδοση ακολουθώ κι εγώ, εδώ και δύο δεκαετίες».
Στο νοτιότερο άκρο της Ελλάδας, στην Ανατολική Μάνη, ο παπα-Γιώργος ζει εναρμονισμένος με τον τόπο του. «Νομίζω ότι στη θάλασσα είναι καλύτερα και για το παιδί, το οποίο την αντιλαμβάνεται σαν κάτι πιο φυσικό», μας λέει, «αλλά και για όλους δεν είναι άσχημο να γίνονται ένα με τη φύση. Όσο για μένα, μπορεί να μπαίνω με τα ράσα μέσα στο νερό, αλλά δεν θα ξεβάψω κιόλας. Ακολουθώ το μυστήριο κανονικά, χωρίς να αφαιρώ ή να προσθέτω κομμάτια από τα ιερά κείμενα. Και προτιμώ να ακούω τα κύματα, από τη βαβούρα του ναού που δημιουργούν αρκετές φορές οι πιστοί».
Φαίνεται όμως ότι ο ιερέας της περιοχής δεν διαφοροποιείται μόνο στην τέλεση της βάπτισης. Δείχνει να αντιλαμβάνεται τα εγκόσμια κι έχει αναπτύξει και επιχειρηματική δραστηριότητα. Μεταξύ άλλων, κατάφερε να δημιουργήσει έναν υπέροχο χώρο στο Μαρμάρι, ο οποίος αποτελεί σημείο αναφοράς για την τοποθεσία. Εδώ και χρόνια, βέβαια, δεν τον διαχειρίζεται ο ίδιος –άλλωστε έχει άλλες υποχρεώσεις– κατάφερε πάντως να κάνει κάτι ξεχωριστό, εκτός των κλασικών καθηκόντων του.
Με γερά θεμέλια
Ο Μαυροειδής είναι γέννημα-θρέμμα του Πύργου Διρού και δεν μπορεί να φανταστεί τη ζωή του αλλού: «ανεβαίνω καμιά φορά στην Αθήνα με τη γυναίκα, αλλά δεν μπορώ να αντέξω περισσότερο από μερικές μέρες. Εδώ αγναντεύω τη θάλασσα και ανοίγει η ψυχή μου».
Μεγαλωμένος σε μια γη που είναι γεμάτη πέτρα, είναι ίσως ένας από τους τελευταίους (αν όχι ο τελευταίος) πραγματικούς μάστορες αυτής. Γνωρίζοντας λοιπόν όλα τα μυστικά της τέχνης για το χτίσιμο παραδοσιακών κτισμάτων, είναι περιζήτητος αν κάποιος θέλει να κάνει σωστή δουλειά. Ο ίδιος το απολαμβάνει να βλέπει αυτήν την παράδοση να κρατά αναλλοίωτο τον τόπο του.
Το μεράκι του, όμως, δεν τελειώνει εκεί. Σε ένα κτήμα από όπου τα βράχια κοιτάνε αφ’ υψηλού τον Μεσσηνιακό Κόλπο, ονειρεύεται ότι κάποια μέρα θα μπορέσει να στεριώσει το δικό του καλύβι, απολαμβάνοντας την υπέροχη θέα. Μέχρι τότε, έχει δημιουργήσει πέτρινες γούρνες και φτιάχνει το δικό του αλάτι από το θαλασσινό νερό, όπως έκαναν οι παλιοί. «Αυτές τις έχω σκαλίσει εγώ, αλλά εκείνη θα πρέπει να είναι τουλάχιστον 200 χρόνια εδώ», λέει για την επιπλέον δραστηριότητά του, επισημαίνοντας την προσοχή μας σε μια γούρνα σκαλισμένη στον βράχο.
Πλάθει το μέλλον
Όποιος περάσει από τον Πύργο Διρού είναι αδύνατο να μην προσέξει δύο μαγαζιά με κεραμικά. Αυτό, όμως, που δεν μπορεί να γνωρίζει είναι ότι το πραγματικό εργαστήριο βρίσκεται λίγο πιο κάτω, στον δρόμο για τα σπήλαια. Ο Αλέξανδρος είναι από τους τελευταίους μάστορες σε ολόκληρη την Ελλάδα που ασχολούνται με την κεραμική τέχνη. «Ερασιτέχνες υπάρχουν αρκετοί, αλλά επαγγελματίες έχουμε μείνει ελάχιστοι», διευκρινίζει.
Ο ίδιος άνοιξε τα φτερά του και πήγε στην Αθήνα για να μάθει την τέχνη του όσο καλύτερα μπορούσε. Δούλεψε εκεί σε ένα εργαστήριο για κάποια χρόνια, αλλά κατάλαβε ότι δεν μπορεί μακριά από τον τόπο του: «δεν είναι τυχαίο ότι εδώ υπάρχουν οι περισσότερες περιοχές Natura της Ελλάδας», μας αναφέρει χαρακτηριστικά.
Στο εργαστήριό του, μας δείχνει τη δουλειά του και μας εξηγεί κάποια πράγματα για την ποιότητα των κεραμικών. «Οι μελέτες έχουν δείξει ότι οι αρχαίοι έψηναν τα κεραμικά τους στους 750 βαθμούς Κελσίου και τα βρίσκουμε ακόμα και σήμερα άθικτα. Εμείς στη σύγχρονη εποχή πετυχαίνουμε θερμοκρασίες πάνω από 1.200 βαθμούς, οπότε εύκολα φαντάζεται κανείς πόσο πιο ανθεκτικά είναι στον χρόνο».
Ο Αλέξανδρος δίνει σχήμα στον πηλό και η κόρη του αναλαμβάνει την καλλιτεχνική επιμέλεια: τα σχέδια που κοσμούν τα αντικείμενα είναι δικά της. Σίγουρα, λοιπόν, σε αυτό το εργαστήριο μπορεί να δει κάποιος το παρελθόν να ζει στο σήμερα.
Επιστροφή στις ρίζες
Η Ιωάννα (κατά κόσμο Γιαννού) μπορεί να γεννήθηκε και να μεγάλωσε στην Αθήνα, αλλά ο έρωτας την οδήγησε στις ρίζες της. Ίσως να ήταν γραφτό να ταιριάξει με έναν από τους αυθεντικούς ανθρώπους της Μάνης. Αφήνοντας την Αθήνα, όμως, έφερε στον τόπο της και μια νέα πινελιά: γνώρισε στα παιδιά το θεατρικό παιχνίδι, μία νέα δραστηριότητα γι’ αυτά, με πολλά οφέλη για την πνευματική τους ανάπτυξη.
Η ίδια, τώρα, δηλώνει ευτυχισμένη για την ποιότητα ζωής που έχει βρει εδώ. «Μπορεί να υπάρχουν αρκετές δυσκολίες σε θέματα πρακτικής φύσεως, αλλά οι ρυθμοί είναι πιο ανθρώπινοι», λέει. Έχει, πλέον, τη δυνατότητα να μεγαλώσει και το δικό της παιδί σε ένα περιβάλλον που εκπέμπει υγεία.
Οι άνθρωποι της Μάνης δεν είναι σούπερ ήρωες, ούτε έχουν βγει από κάποιο βιβλίο κόμικς. Απλά έχουν σμιλευτεί μαζί με την πέτρα και τις ρίζες αυτού του τόπου κι έχουν πάρει τα χαρακτηριστικά που τους κάνουν να δένουν αρμονικά μαζί του.
Διαβάστε ακόμα:
Ανάργυρος Μαριόλης: O καλύτερος Οικογενειακός Γιατρός στον κόσμο γράφει για τη δική του Μάνη
Μέζαπος: Το άγνωστο διαμαντάκι της λακωνικής Μάνης
Διρός: Το σπήλαιο της Μάνης με τους θεαματικούς σταλακτίτες, που το διασχίζεις με βάρκα