H Δούκισσα Ελισάβετ της Βαυαρίας γεννήθηκε στο Μόναχο το 1837 και επρόκειτο να γίνει η πιο αγαπημένη αυτοκράτειρα που πέρασε ποτέ από τον θρόνο της ισχυρής αυστριακής, και αργότερα της αυστροουγγρικής, αυτοκρατορίας. Μία φωτεινή, ευγενική παρουσία που παραμένει ζωντανή ακόμα και σήμερα στις συνειδήσεις των Αυστριακών που την αγαπούν και την τιμούν με αρκετούς διαφορετικούς τρόπους, μία μορφή που παραμένει εμβληματική στη σύγχρονη Αυστρία.
Η Σίσσυ, όπως την αποκαλούσαν οι δικοί της, ήταν κόρη του Δούκα Μαξιμιλιανού Ιωσήφ της Βαυαρίας, ενός ανθρώπου «έξω καρδιά» που αγαπούσε την ιππασία και τις μεγάλες βόλτες στην εξοχή μακριά από το παλάτι και τις βασιλικές του υποχρεώσεις. Ο ίδιος έχει χαρακτηρισθεί ως «παράξενος» και «επιπόλαιος», καθώς αναζητούσε με κάθε τρόπο την ελευθερία του και δυσκολευόταν να χωρέσει στα αυστηρά καλούπια των σοβαρών του καθηκόντων. Αυτή την ευχάριστη, ασυμβίβαστη προσωπικότητα φαίνεται πως κληρονόμησε και το τρίτο του παιδί, η χαριτωμένη Ελισάβετ, μία κοπέλα που λάτρευε τα άλογα και τους μακριούς περιπάτους στη φύση.
Η ιστορία της έχει μεταφερθεί με επιτυχία στη μικρή οθόνη ως μικρού μήκους σειράς με πρωταγωνίστρια τη Romy Schneider, η οποία επιλέχθηκε εξαιτίας της πραγματικά εντυπωσιακής ομοιότητας της με την ίδια την αυτοκράτειρα. Στην Ελλάδα, ωστόσο, η Σίσσυ παραμένει γνωστή ως η παντοτινά «θλιμμένη» ένοικος του Αχίλλειου, η οποία ξαναβρήκε ένα κομμάτι από την ανεμελία και τη χαρά που στερήθηκε σχεδόν σε ολόκληρη τη ζωή της, στο καταπράσινο νησί των Φαιάκων που λάτρεψε από την πρώτη κιόλας στιγμή που το αντίκρυσε.
Τhe Hofburg Palace, στο κέντρο της Βιέννης
Η διαδρομή της Σίσσυ προς τον θρόνο της αυστριακής αυτοκρατορίας κρύβει έναν κεραυνοβόλο έρωτα, γεγονός που, μάλλον, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τους περισσότερους γάμους ανάμεσα σε μέλη βασιλικών οικογενειών της Ευρώπης τον 19ο αιώνα. Η ιστορία πίσω από τη γνωριμία της με τον 24χρονο αυτοκράτορα Φραγκίσκο Ιωσήφ είναι λίγο πολύ γνωστή: Η μητέρα του, Αρχιδούκισσα Σοφία, ήταν στην ουσία ο μοναδικός άνθρωπος που έκανε κουμάντο στα ανάκτορα του Hofburg στην καρδιά της Βιέννης – δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο, το ότι οι άνθρωποι της αυλής αναφερόντουσαν σε εκείνη ως «ο μοναδικός άνδρας στο παλάτι». Το 1853, κρίνοντας ότι ο γιος της ήταν πλέον σε ηλικία γάμου, η Σοφία αποφάσισε πως αφού ο Φραγκίσκος έπρεπε να παντρευτεί θα ήταν καλύτερο αυτό να συμβεί με μία από τις ξαδέλφες του και όχι με κάποια άγνωστη. Και έτσι έστειλε πρόσκληση στην αδελφή της, Λουντοβίκα, προτείνοντας της να επισκεφθεί με την μεγαλύτερη κόρη της, Ελένη, το παλάτι, ώστε να κανονίσουν τις λεπτομέρειες του γάμου. Από την άλλη, ο νεαρός αυτοκράτορας, που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν έφερνε ποτέ αντίρρηση στη μητέρα του, δέχθηκε να γνωρίσει την Ελένη και να της κάνει επίσημα πρόταση γάμου στα ανάκτορα Hofburg της Βιέννης.
Σε εκείνο το ταξίδι, όμως, πήγε μαζί τους και η ατίθαση, μικρότερη Σίσσυ που κατάφερε να κλέψει την καρδιά του Φραγκίσκου Ιωσήφ, ο οποίος εντυπωσιάστηκε από την πρώτη στιγμή από το παρουσιαστικό της και το ανήσυχο πνεύμα της. Λίγες ώρες αργότερα ξεκαθάρισε στη μητέρα του ότι αν δεν του επέτρεπε να παντρευτεί τη γυναίκα που είχε ερωτευτεί δεν θα παντρευόταν καθόλου. Από την πλευρά της, η όμορφη Σίσσυ ανέπτυξε θερμά και τρυφερά συναισθήματα προς το μέλλοντα σύζυγό της καθώς γοητεύτηκε από τη γλυκύτητα και τους πράους, ευγενικούς τρόπους του. Αν και η 17χρονη κοπέλα δεν ήταν καθόλου προετοιμασμένη για τον θρόνο της Αυστρίας, το ζευγάρι παντρεύτηκε το 1854 και πέρασε τα πρώτα χρόνια του έγγαμου βίου του στο Holfburg, κάτω από το άγρυπνο μάτι της άκαμπτης, δεσποτικής Σοφίας. Μάλιστα, ο αστικός θρύλος υποστηρίζει πως τις νύχτες η μητέρα του Φραγκίσκου Ιωσήφ ξάπλωνε ανάμεσα στο νιόπαντρο ζευγάρι, γεγονός που μοιάζει να επιβεβαιώνεται από την αλληλογραφία της Σίσσυ με την οικογένεια της στο Μόναχο.
Η νεαρή γαλαζοαίματη απέκτησε τέσσερα παιδιά με τον αυτοκράτορα Φραγκίσκο Ιωσήφ, ωστόσο, δεν μπόρεσε να χαρεί κανένα από αυτά. Η πεθερά της έπαιρνε τα παιδιά μακριά από τη μαμά τους αμέσως μετά τη γέννηση τους και δεν της επέτρεπε να έχει την παραμικρή ανάμειξη στην ανατροφή τους, αποφασίζοντας μόνη της ακόμα και για το όνομα τους. Εκείνη έδωσε το όνομα Σοφία στη μεγαλύτερη εγγονή της, ένα χαριτωμένο ξανθό κοριτσάκι που πέθανε από πυρετό σε ηλικία μόλις 2 ετών σε ένα οικογενειακό ταξίδι στην Ουγγαρία. Λέγεται πως η Σίσσυ υπέφερε σε ολόκληρη τη ζωής της από αυτή την απώλεια κάτι που τη μπλόκαρε συναισθηματικά απέναντι στα υπόλοιπα τρία παιδιά της.
Η αυτοκράτειρα της Αυστρίας δεν ένιωσε ποτέ ευτυχισμένη στα ανάκτορα του Hofburg, ένα παμπάλαιο οίκημα, το οποίο χρονολογείται πίσω στην αρχή της δυναστείας των Αμψβούργων, και το οποίο η ίδια είχε χαρακτηρίσει ως «μπουντρούμι» σε κάποια από τα πολλά ποιήματα που έγραφε εκείνη την εποχή. Η Σίσσυ δεν άντεχε το πρωτόκολλο και τους αυστηρούς τρόπους του παλατιού, όπως επίσης και το γεγονός ότι δεν ήταν ελεύθερη να περάσει ανενόχλητη χρόνο με τον σύζυγό της με τον οποίο δεν ήταν ερωτευμένη αλλά αγαπούσε βαθιά, παρά το γεγονός ότι εκείνος δεν μοιραζόταν τη δική της σπιρτάδα και το ίδιο πάθος για τη ζωή. Σταδιακά, ωστόσο, η Σίσσυ ενθάρρυνε τον Φραγκίσκο Ιωσήφ να αφιερώνει μεγαλύτερη προσοχή σε εκείνη, περνώντας μεγάλες περιόδους στα θερινά ανάκτορα του Schonbrunn στα προάστια της Βιέννης.
Τα ιδιαίτερα διαμερίσματα της Σίσσυ στο παλάτι του Hofburg βρίσκονται στην πτέρυγα Amalia και αποτελούνται από την κρεβατοκάμαρα της, το μπουντουάρ της (που λειτουργούσε και ως γυμναστήριο) ένα μπάνιο, ένα γραφείο και έναν προθάλαμο. Η αυτοκρατορική σουίτα της Σίσσυ είναι προσβάσιμη μέσω της σκάλας “Schwarze Adlersteige” και είναι ανοικτή στο κοινό όπως και αρκετά ακόμα δωμάτια των ανακτόρων. Το συγκεκριμένο τμήμα του παλατιού έχει μετονομαστεί σε Μουσείο της Σίσσυ, φιλοξενώντας έργα τέχνης και ανεκτίμητα προσωπικά αντικείμενα, όπως κοσμήματα, φορέματα, αναμνηστικά, που αφηγούνται με τον δικό τους τρόπο την ιστορία της «θλιμμένης» αυτοκράτειρας και της σχέσης της με τον Φραγκίσκο Ιωσήφ.
Το κόστος εισιτηρίου είναι 15 ευρώ για τους ενήλικες και 9 ευρώ για τα παιδιά. Το μουσείο είναι ανοικτό καθημερινά από τις 10 το πρωί έως τις 5 το απόγευμα.
Schonbrunn Palace, στα δυτικά προάστια της Βιέννης
Λέγεται πως ο πατέρας της Σίσσυ, ο Μαξιμιλιανός Ιωσήφ, τής είχε τεράστια αδυναμία αφού οι δυο τους μοιράζονταν την ίδια αγάπη για τη φύση και τον αθλητισμό. Ο ίδιος μεγάλωνε τα παιδιά του άναρχα, χωρίς πρωτόκολλα και πιέσεις, έτσι, η Σίσσυ συχνά εγκατέλειπε τα μαθήματα της προκειμένου να παίξει στους κήπους του σπιτιού της κάτι που δεν ενοχλούσε στο ελάχιστο τον Δούκα της Βαυαρίας. Μάλιστα, ο ίδιος ενθάρρυνε τα παιδιά του να είναι δραστήρια, αθλητικά και να ζουν τη ζωή τους μακριά από συμβιβασμούς και κανόνες. Η ίδια η Σίσσυ είχε ένα εντυπωσιακό παράστημα και ήταν ιδιαίτερα ψηλή για την εποχή στην οποία έζησε. Με ύψος 1.73, η αυτοκράτειρα φαίνεται πως κατάφερε να διατηρήσει την κορμοστασιά της μετά από τέσσερις εγκυμοσύνες και ζύγιζε μόλις 50 κιλά. Έκανε τακτικά γυμναστική, αλλά η μεγάλη της αγάπη παρέμεινε μέχρι το τέλος η ιππασία. Από την άλλη, ιστορικά αρχεία αναφέρουν πως, μετά τον θάνατο της κόρης της, Σοφίας, η Σίσσυ δεν έτρωγε τίποτα για μέρες ολόκληρες, υποφέροντας από διατροφικές διαταραχές εξαιτίας της κατάθλιψης που την ακολουθούσε σε όλη τη ζωή της.
Ήταν αυτή η μεγάλη αγάπη της για την εξοχή, αλλά και η εμμονή της με τη γυμναστική και τον αθλητισμό, που οδήγησε τη Σίσσυ στο να πιέσει έντονα τον σύζυγό της να «δραπετεύουν» όλο και πιο συχνά στο τεράστιο παλάτι του Schonbrunn, το οποίο πολλοί έχουν χαρακτηρίσει ως τη «βιενέζικη εκδοχή των Βερσαλλιών» και το οποίο αποτελεί το πιο λαμπρό δείγμα μπαρόκ αρχιτεκτονικής σε ολόκληρη την Αυστρία. Σε αυτό το μεγαλοπρεπές ανάκτορο με τους κήπους που θυμίζουν πίνακα ζωγραφικής και την τεράστια κυνηγετική έκταση η Σίσσυ πέρασε την πρώτη νύχτα της στη Βιέννη, όταν έφτασε στην πρωτεύουσα της αυστριακής αυτοκρατορίας μαζί με την μητέρα και την αδελφή της. Εκεί, έναν χρόνο αργότερα, στο παρεκκλήσι των ανακτόρων, παντρεύτηκε τον Φραγκίσκο Ιωσήφ γενόμενη αυτοκράτειρα της Αυστρίας.
Όλα δείχνουν πως το ανάκτορο του 1700 κατάφερε να «μπει» στην καρδιά της νεαρής Ελίζαμπεθ με έναν τρόπο που δεν κατάφερε ποτέ το πολύ πιο αυστηρό παλάτι του Hofburg. Η αγαπημένη κατοικία της Μαρίας Θηρεσίας ανακαινίσθηκε από την ίδια την τελευταία αυτοκράτειρα της δυναστείας των Αψβούργων το 1743 όταν έγινε η επίσημη κατοικία εκείνης και του συζύγου της, αυτοκράτορα Φραγκίσκου Α’. Από τότε, και για τα χρόνια που ακολούθησαν, τα ανάκτορα στο δυτικό τμήμα της αυστριακής πρωτεύουσας αποτέλεσαν το σημείο συνάντησης για την αριστοκρατία και το μέρος όπου λάμβαναν χώρα όλα τα σημαντικά γεγονότα της αυλής.
Στο ίδιο ανάκτορο γεννήθηκε και ο Φραγκίσκος Ιωσήφ το 1830, ενώ αρκετά χρόνια αργότερα στα 1.441 δωμάτια του παλατιού βρήκαν καταφύγιο από τον αδιάκοπο έλεγχο της αυτοκράτειρας Σοφίας ο ίδιος και η Σίσσυ του, η γυναίκα με την οποία λέγεται πως υπήρξε τρελά ερωτευμένος. Στους πανέμορφους κήπους του Schonbrunn, όπου σήμερα η είσοδος είναι ελεύθερη για το κοινό, θα δείτε υπέροχα φυτά και σπάνια λουλούδια, έναν υπέροχο πορτοκαλεώνα και τον περίφημο ζωολογικό κήπο που είναι ο παλαιότερος σε ολόκληρο τον κόσμο και ένας από τους καλύτερους της Ευρώπης. Παράλληλα, 45 από τις αίθουσες του παλατιού είναι ανοικτές για το κοινό με εισιτήριο εισόδου που κοστίζει 18 ευρώ για τους ενήλικες και 13 ευρώ για τα παιδιά.
Αχίλλειο, Κέρκυρα
Η αλληλογραφία με τη μητέρα και τα αδέλφια της, όπως και ιστορικές μαρτυρίες από ανθρώπους της αυλής, αποκαλύπτουν ότι η Σίσσυ ακολουθήσε σε όλα τα χρόνια της ζωής της μία συνεπέστατη ρουτίνα ομορφιάς που περιλάμβανε περιποίηση με πολλά καλλυντικά προϊόντα και σχολαστικό βούρτσισμα των μακριών μαλλιών της, μία διαδικασία που της έπαιρνε καθημερινά έως και 3 ώρες.
Παράλληλα, η αυτοκράτειρα ήταν μία εξαιρετικά ευαίσθητη γυναίκα που λάτρευε την ποίηση, τη λογοτεχνία, τις εικαστικές τέχνες και το θέατρο. Πλέον είναι ευρέως γνωστό πως ονειρευόταν να αφήσει τη δική της παρακαταθήκη στην ποίηση, υπογράφοντας τα έργα της με το ψευδώνυμο Τιτάνια, φόρος τιμής στη βασίλισσα των νεράϊδων στο Όνειρο Θερινής Νυκτός του Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Την ίδια στιγμή λάτρευε την ιστορία, τη φιλοσοφία και την αρχαία ελληνική μυθολογία και ήταν βαθιά επηρεασμένη από τον Γερμανό διανοούμενο και λυρικό ποιητή Heinrich Heine, αγοράζοντας τμήματα της προσωπικής του αλληλογραφίας σε μία προσωπική συλλογή που η ίδια φυλούσε ως κόρη οφθαλμών. Ο θαυμασμός της για τον Heine ήταν τόσο μεγάλος ώστε ζήτησε να τοποθετηθεί μία προτομή του στο παλάτι Αχίλλειο της Κέρκυρας, εκεί όπου η ίδια εγκαταστάθηκε σχεδόν μόνιμα το 1890, μετά τον θάνατο του μοναχογιού της πρίγκιπα Ροδόλφου, ο οποίος αυτοκτόνησε αφού πρώτα δολοφόνησε την 17χρονη ερωμένη του. Σύμφωνα με ιστορικά στοιχεία και μαρτυρίες, η Σίσσυ δεν κατάφερε ποτέ να ανακάμψει ψυχολογικά από τον χαμό του γιου της, πέφτοντας και πάλι σε βαθιά κατάθλιψη.
Βλέποντας τη σύντροφο της ζωής του να καταρρέει σωματικά και ψυχικά ο Φραγκίσκος Ιωσήφ τη συμβουλεύει να φύγει για ένα ταξίδι στη Μεσόγειο, προκειμένου να απολαύσει τον ήλιο και το θερμό, ξηρό κλίμα. Έτσι, η Σίσσυ αναχωρεί αρχικά για τη νότια Γαλλία και στη συνέχεια για την Ιταλία, προκαλώντας αίσθηση σε όποια πόλη κι αν έκανε στάση. Αιτία ο πολύ ενεργός ρόλος της στις πολιτικές εξελίξεις της Ευρώπης στα μέσα του 19ου αιώνα: Η Σίσσυ κατάφερε με τα χρόνια να επηρεάσει σημαντικά τον σύζυγό της και κατ’ επέκταση το πολιτικό σκηνικό στη χώρα της. Η πολύ στενή φιλική της σχέση με τον πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, και μετέπειτα υπουργό εξωτερικών της Αυστρουγγαρίας, Gyula Andrássy, υπήρξε καταλυτική για την πολιτική ζωή, το ίδιο και ο θαυμασμός της για την ουγγρική παράδοση και ιστορία. Η Σίσσυ μιλούσε άπταιστα ουγγρικά όπως και ελληνικά, ενώ παρακολουθούσε και μαθήματα αρχαίας ελληνικής γλώσσας.
Η αγάπη της για τα έπη του Ομήρου έγινε ακόμα πιο φανερή στην ονομασία που επέλεξε να δώσει στο κερκυραϊκό παλάτι της, το μέρος που η ίδια αποκαλούσε «καταφύγιο», το σπίτι που λάτρεψε όσο κανένα άλλο στη ζωή της. Το Αχίλλειον αποτελεί άμεση αναφορά στον ήρωα της Ιλιάδας Αχιλλέα, στις γενναίες μάχες του, αλλά και στον σπαρακτικό θάνατο του. Ένα καθηλωτικό μαρμάρινο γλυπτό, στο κέντρο των καταπράσινων κήπων απεικονίζει τη στιγμή που ο ήρωας «πέφτει» χτυπημένος από το βέλος του Πάρη που λάβωσε τη φτέρνα του. Στην πρόσοψη του παλατιού 9 αγάλματα αναπαριστούν τις ισάριθμες μούσες της αρχαίας Ελλάδας, απόδειξη της τεράστιας αγάπης που έτρεφε η Σίσσυ για τις ελληνικές τέχνες και τα γράμματα. Από την άλλη, το μεγαλοπρεπές μέγαρο στην περιοχή Γαστούρι της Κέρκυρας, σε ένα σημείο που προσφέρει υπέροχη θέα σε ολόκληρο το νησί και το Ιόνιο Πέλαγος, σχεδιάστηκε με τέτοιον τρόπο ώστε να φέρνει στο νου τις περιγραφές του Ομήρου για το παλάτι της μυθικής Σχέρια, τον τελευταίο σταθμό του Οδυσσέα πριν φτάσει στην Ιθάκη.
Η κατασκευή του προσωπικού της ανακτόρου ολοκληρώθηκε το 1891, αφού ο Φραγκίσκος Ιωσήφ είχε αγοράσει για εκείνη, δύο χρόνια νωρίτερα, τη Villa Braila, επιτρέποντας της να κάνει ό,τι μετατροπή επιθυμούσε και να διακοσμήσει το μέγαρο με το δικό της γούστο. Έπιπλα και υπέροχα διακοσμητικά αντικείμενα που αγοράστηκαν σε κάποια από τα πολλά ταξίδια της αυτοκράτειρας στην Ιταλια έφτασαν στην Κέρκυρα για να στολίσουν τα δωμάτια του παλατιού που σήμερα είναι ιδιοκτησία του ελληνικού κράτους και λειτουργεί ως μουσείο.
Η Σίσσυ συνέχισε να ταξιδεύει πολύ συχνά στη νότια και κεντρική Ευρώπη μέχρι τη δολοφονία της 1989, στη Γενεύη της Ελβετίας, έχοντας εξελιχθεί σε μία γυναίκα-σύμβολο της εποχής της. Ήταν πανέμορφη και φορούσε πάντα μαύρα ρούχα, εξαιτίας του πένθους για τον θάνατο του γιου της. Είχε μόνιμα μαζί της μία ομπρέλα κατασκευασμένη από λευκό δέρμα και απολάμβανε τις μεγάλες συζητήσεις γύρω από την ελληνική φιλοσοφία και ποίηση, κάνοντας στενή παρέα με Έλληνες διανοούμενους. Ωστόσο η βάση της παρέμενε το Αχίλλειο στην Κέρκυρα όπου ο Φραγκίσκος Ιωσήφ την επισκέπτονταν όποτε το επέτρεπαν οι βασιλικές του υποχρεώσεις. Οι δυο τους διατηρούσαν πολύ τακτική αλληλογραφία, μέσα από την οποία αποδεικνύεται πως η σχέση τους είχε πάψει να έχει ερωτική διάσταση και είχε μετατραπεί με τα χρόνια σε μία βαθιά φιλία. Κάποιες πηγές υποστηρίζουν πώς η Σίσσυ υπήρξε στην πραγματικότητα ερωτευμένη με τον Ούγγρο Gyula Andrássy, κάτι που δεν έχει διασταυρωθεί. Το σίγουρο είναι πως ο θάνατος του, το 1879, υπήρξε πολύ επιβαρυντικός για την ήδη κλονισμένη ψυχική υγεία της.
Αυτή την περίοδο το Αχίλλειο παραμένει κλειστό για εργασίες συντήρησης και αναμένεται να είναι ξανά διαθέσιμο για το κοινό τους επόμενους μήνες. Στον χώρο οργανώνονται και ξεναγήσεις που θα σας βοηθήσουν να ανακαλύψετε ακόμα περισσότερα πράγματα για την πολυδιάστατη ιστορία αυτής της ιδιαίτερης μορφής στην Ευρώπη του 19ου αιώνα.
Διαβάστε ακόμα:
Μέσα στην Παλιά Πόλη της Κέρκυρας – Δαιδαλώδη καντούνια και αναπάντεχα ξέφωτα
Casa Parlante: Η αριστοκρατική Κέρκυρα του 19ου αιώνα ζωντανεύει
Δημοτική Πινακοθήκη Κέρκυρας: Περιήγηση στην ελίτ των Κερκυραίων ζωγράφων