Έχω ένα καταφύγιο, έναν κορυφαίο για μένα προορισμό, που στην ουσία είναι μεν τουριστικός προορισμός, αλλά τόσο-όσο. Είναι από αυτούς τους τόπους που ναι μεν έχουν ένα εξαιρετικό κατάλυμα, τρία-τέσσερα σημεία με αληθινό φαγητό, μοναδικές δραστηριότητες, αλλά οι ρυθμοί παραμένουν πάντα χαμηλοί και ο πυρήνας της γοητείας τους παραμένει ανθρώπινος και ταπεινός.
Όταν έρχονται τα δύσκολα ξέρω ότι θέλω να καταφύγω στα Άνω Πορόια. Σ’ αυτή τη γωνιά του Βορρά, στους πρόποδες του κατάφυτου Μπέλλες, στις ήπιες γραμμές από τα Κρούσια Όρη απέναντι, με τη νωχελική λίμνη της Κερκίνης και μια μικρή κοιλάδα που όλο και πρασινίζει από επιλεγμένες καλλιέργειες, στα πόδια μου. Ήπια ανάπτυξη, μαγευτικό φυσικό τοπίο, αληθινοί άνθρωποι.
Μαζεύοντας βατόμουρα στα 1.400 μέτρα
Αυτή τη φορά ξεκινήσαμε από ψηλά. Μ΄ ένα 4Χ4 ανεβήκαμε από τον καλοστρωμένο δασικό χωματόδρομο στα 1.400 μέτρα υψόμετρο, σ’ ένα σημείο με έντονη ιστορία. Το οπλοπολυβολείο του Ίτσιου, ήταν το σημείο εισόδου των Γερμανών στην Ελλάδα, την άνοιξη του 1941. Ο Ανωποροϊώτης, έφεδρος επιλοχίας Δημήτριος Ίτσιος, υπερασπίστηκε γενναία τα χώματά του και έγραψε την δική του ιστορία. Το δάσος πυκνό, η ατμόσφαιρα πεντακάθαρη, κρυστάλλινη. Το μάτι έφτανε πάνω από τα Κρούσια, μέχρι τη θάλασσα. Οδηγός και ξεναγός μας ο Δημήτρης Θεοδωρακέλης, εκπρόσωπος της τρίτης γενιάς της ιστορικής ψαροταβέρνας Πέστροφες που συνεχίζει με πάθος να μαγειρεύει φαγητό για τη ψυχή.
Μαζέψαμε βατόμουρα, που την ίδια μέρα ο Δημήτρης μετέτρεψε σε μία μυρωδάτη μαρμελάδα, φάγαμε επιτόπου μήλα από άγριες μηλιές, ψάξαμε για μανιτάρια, με τη συνοδεία καλού γνώστη, του Τάκη, ενός λεβέντη βλάχου Ποροϊώτη με κελαρυστή φωνή. Και απολαύσαμε το μεγαλείο της φύσης και τη συντροφιά των ανθρώπων του.
Τα βουβάλια, δίπλα και μέσα στη λίμνη
Την επόμενη μέρα η καθιερωμένη βαρκάδα στη λίμνη έκρυβε για άλλη μία φορά δεκάδες εκπλήξεις. Σκουφοβουτηχτάρια, αργυροτσικνιάδες, χουλιαρομύτες, κόβαν βόλτες στο υδρόβιο δάσος και στους καλαμιώνες δίπλα στη λίμνη. Δυο τολμηροί πελεκάνοι πραγματοποιούσαν χαμηλές πτήσεις πίσω από τη βάρκα μας, ευελπιστώντας σε κάποιο ψαράκι από τα χέρια του βαρκάρη. Δεν έφυγαν άπραγοι. Τους είχε κρατήσει μεζεδάκι από την πρωινή ψαριά. Συνεχίσαμε οδικώς για το γύρο της λίμνης ώστε να απολαύσουμε τα αργόσυρτα βουβάλια να σουλατσάρουν στις όχθες της. Μικρά κοπάδια νεροβούβαλοι με τα τεράστια μάτια τους πόζαραν σε φυσιολατρικά ενσταντανέ σε όλη την νότια κοίτη της Κερκίνης. Στην περιοχή Καϊράκι, δίπλα σ’ ένα μποστάνι, ο νοικοκύρης είχε ανάψει φωτιά και έβραζε σ’ ένα καζάνι πετμέζι από καρπούζι. Δεκάδες παραγινωμένα καρπούζια, στην αρχή του φθινοπώρου, μετατρεπόταν σ’ ένα μοναδικό πετμέζι με όλη τη γλύκα του καλοκαιριού να κρύβεται μέσα του. Σιγανό βράσιμο, επαναλαμβανόμενο ξάφρισμα και μία κιβωτός γαστρονομίας θα γλυκάνει τα πιάτα μας.
Ήπια ανάπτυξη βιολογικές καλλιέργειες & ένα τυροκομείο στα σκαριά
Αυτή είναι η ταυτότητα της περιοχής. Χαλαροί ρυθμοί, αρμονικές εναλλαγές ανάμεσα στα δύο βουνά, το Μπέλλες και τα Κρούσια, η πάντα γοητευτική λίμνη της Κερκίνης, και ανάμεσά τους μια μικρή πεδιάδα με καινούριες καλλιέργειες.
Μικρά αμπελάκια με επιτραπέζια σταφύλια γεμίζουν τα παζάρια της περιοχής με ωραία τραγανά σταφύλια. Οργανωμένες βιολογικές καλλιέργειες ακτινίδιου δίνουν νέα ώθηση στην αγροτική οικονομία της περιοχής. Στην έξοδο των Άνω Ποροΐων πήρε το μάτι μας και ένα μικρό οικογενειακό τυροκομείο, το οποίο ετοιμάζεται να αξιοποιήσει το γάλα από τα ζώα που βόσκουν αμέριμνα στις παρυφές του χωριού. Αναμένουμε με αγωνία τα πρώτα του τυριά.
Στις Πέστροφες, δίπλα στο τζάκι
Απολαύσαμε το φαγητό μας στην ιστορική ταβέρνα Πέστροφα, δίπλα στο ιχθυοτροφείο με το παγωμένο νερό. Η πέστροφα αγαπά τις συνθήκες του βορά και εδώ βρήκε ένα ιδανικό καταφύγιο. Ήδη η τρίτη γενιά έχει εμπλακεί στην εκτροφή της πέστροφας και στην ταβέρνα που την σερβίρει με δεκάδες τρόπους. Για πρώτη φορά δοκιμάσαμε ένα εκπληκτικό, αέρινο καρπάτσιο πέστροφας από τα χέρια του Γιώργου.
Πάνω σ’ αυτή τη μοναδική νοστιμιά αμπελοφιλοσοφίσαμε για την γαστρονομική γοητεία της περιοχής. Πέρα από την ποικιλία που προσφέρει, πέστροφες, λιμνίσια ψάρια με κορυφαίο το γριβάδι, βουβαλίσιο κρέας και τις παρασκευές του, ντόπια ζυμαρικά, αυτό που χαρακτηρίζει την εστίαση του τόπου, είναι πιάτα της αγίας καθημερινότητας με τιμές ταπεινές και ανθρώπινες. Επίσης κάτι άλλο που με μαγεύει εδώ, είναι ότι η γαστρονομία της εστίασης δεν έχασε ποτέ την συνέχεια της. Δεν χρειάστηκε να επανεφεύρει τον εαυτό της και να πλασαριστεί εκ νέου ως κάτι ξεχωριστό.
Για ένα χειμώνα, που αναμένεται παράξενος και ίσως συνεχίσει να είναι τραχύς, η γλύκα που μας άφησε η περιοχή, ήταν το ιδανικό βάλσαμο. Οι άνθρωποί της μας θύμισαν ότι η ζωή βρίσκει τρόπους και συνεχίζεται και μας επιβεβαίωσαν ότι κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους ώστε αυτή η συνέχεια να είναι η καλύτερη δυνατή.