Φθάνοντας στα σύνορα Ελλάδας και Αλβανίας στο τελωνείο της Κρυσταλλοπηγής, λίγα πράγματα τραβούν το ενδιαφέρον. Μισοξεχασμένοι συνοριακοί σταθμοί, προσωπικό ασφαλείας, αρκετοί τελωνειακοί και ουρές αυτοκινήτων συνθέτουν ένα σκηνικό που μοιάζει περισσότερο με μια μικρή βιαστική πολιτεία σε ένα άγριο αλλά ήρεμα ορεινό τοπίο. Αφήνοντας σχετικά γρήγορα πίσω την τόσο χαρακτηριστική για τα σύνορα Ελλάδας -Αλβανίας εικόνα, παίρνουμε τον ορεινό δρόμο που οδηγεί στην Κορυτσά.
Βουνοκορφές μέχρι εκεί που φθάνει το μάτι και γαλήνια καταπράσινα χωράφια γεμίζουν τον ορίζοντα στο υψηλό οροπέδιο βορειανατολικά του Γράμμου, ενώ η βουκολική εικόνα της αλβανικής υπαίθρου δημιουργεί πρωτότυπα φωτογραφικά καρέ που θα ζήλευαν και οι καλύτεροι φωτογράφοι. Μικρά χωριά σκαρφαλωμένα σε παρακείμενους λοφίσκους, κλειστά βενζινάδικα του προηγούμενου αιώνα και ψηλές διαφημιστικές στήλες συνθέτουν ένα βαλκανικό σκηνικό που κερδίζει εντυπώσεις, γεννά ερωτήματα και δίνει μπόλικη τροφή για σκέψη.
Με τις εικόνες αυτές στο μυαλό και μετά από περίπου 45 λεπτά οδήγησης σε έναν ασφαλτοστρωμένο δρόμο με απολύτως βασική σήμανση και ελάχιστο έως ανύπαρκτο φωτισμό, φθάνουμε στην Κορυτσά. Γνωστή κάποτε ως το μικρό «Παρίσι των Βαλκανίων», χαρακτηρισμό που διεκδικούν πολλές πόλεις της βαλκανικής ενδοχώρας, η Κορυτσά έχει συνδέσει χωρίς καμία αμφιβολία, όσο λίγες πόλεις εκτός Ελλάδας, το όνομά της με την ελληνική ιστορία. Έδρα φημισμένων ελληνικών σχολείων και της μεσοπολεμικής Τράπεζας των Αθηνών, η Κορυτσά ήταν μέχρι το 1920 περίπου μια αμιγώς ελληνική πόλη που συνδέθηκε με προσωπικότητες του 20ού αιώνα, από τον Γεώργιο Σεφέρη μέχρι τον Ενβέρ Χότζα.
Σημαντικός κρίκος στον εμπορικό δρόμο που ένωνε για αιώνες την μακεδονική ενδοχώρα με την Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη, η Κορυτσά είχε την τραγική μοίρα, κυρίως λόγω της θέσης της, να υποφέρει σε όλους τους Παγκόσμιους Πολέμους υποδεχόμενη σχεδόν όλους τους ευρωπαϊκούς στρατούς που για τον ένα ή τον άλλο λόγο πατούσαν το πόδι τους στην περιοχή.
Πολύ γρήγορα, το μικρό «Παρίσι των Βαλκανίων» κατέληξε να γίνει μια μισοξεχασμένη συνοριακή πόλη που, μαζί με τη γαλλική αίγλη της, έχασε και μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού της.
Σήμερα, η πάλαι ποτέ εμπορική πόλη των Βαλκανίων είναι μια μικρή δυναμική πόλη που, παρά την απομόνωσή της στα νοτιοανατολικά σύνορα της Αλβανίας, έχει έναν πληθυσμό που αγγίζει τους 77.000 ανθρώπους, ενώ ξεχωρίζει για τον μεγάλο ναό της Αναστάσεως ακριβώς στο κέντρο της. Ζωντανό κύτταρο της πόλης, η αναπαλαιωμένη παλιά πόλη με τα μικρά σοκάκια και τα πολύχρωμα μαγαζάκια σε παλιά βαλκανικά δίπατα σπίτια ξεχωρίζει για την vintage αισθητική της, ενώ το αναστηλωμένο σοσιαλιστικού ρυθμού θέατρο Andon Zako Çajupi αποδεικνύει γιατί αυτή η μικρή πόλη θεωρείται μέχρι σήμερα η πολιτιστική καρδιά της Αλβανίας.
Αφήνοντας πίσω την Κορυτσά κατευθυνόμαστε βορειότερα προς το Πόγραδετς και τις αλβανικές όχθες της λίμνης Οχρίδας.
Για κάποιον ανεξήγητο λόγο (μάλλον το μεσογειακό μικροκλίμα της Οχρίδας), το τοπίο σταδιακά αλλάζει και ενώ βρισκόμαστε στην καρδιά των Βαλκανίων, νομίζουμε ότι φθάνουμε σε κάποιο παραθαλάσσιο χωριό κάπου στο Αιγαίο. Καταπράσινα τοπία, πλανόδιοι μικροπωλητές με φρούτα και αμέτρητες στροφές οδηγούν στην παραλίμνια πόλη του Πόγραδετς.
Τόπος καταγωγής των γνωστότερων συγγραφέων της Αλβανίας, το Πόγραδετς έχει κληρονομήσει ένα βαρύ καλλιτεχνικό όνομα που εκφράζεται στον χολιγουντιανής έμπνευσης κεντρικό πεζόδρομο της πόλης με τα ονόματα συγγραφέων, ενώ η μικρή πόλη φημίζεται για τα δυναμικά πολιτιστικά φεστιβάλ που φιλοξενεί κάθε καλοκαίρι. Εδώ, θα βρείτε και το μεγάλο πάρκο Drilon, ενώ φυσικά οπωσδήποτε αξίζει ένας χαλαρός περίπατος στην παραλία της Οχρίδας με τη βουνίσια θέα να καθρεφτίζεται στα νερά της αρχαίας λίμνης.
Διαβάστε ακόμα:
Νυμφαίο Φλώρινας: Βαρκάδες, θαυμαστή αρχιτεκτονική και βόλτα στον «Αρκτούρο»
Μια διαδρομή στα Βλαχοχώρια στο Εθνικό Πάρκο της Βόρειας Πίνδου
Τα χειμερινά Χρώματα της Φύσης στα τοπία της Ηπείρου