Μπήκα στο σύμπαν του Στράτου ένα απόγευμα που ψιλόβρεχε και συνάντησα έναν παλιό μου γνώριμο με ζωή σαν παραμύθι και με χέρια από χρυσάφι. Με υποδέχθηκε στην πόρτα του εργαστηρίου του η μεγαλοπρεπής Sila, ένα υπέροχο σκυλί, κάτασπρο σαν το χιόνι, με όνομα που σημαίνει ουρανός στα γιαπωνέζικα.
Για χρόνια συναντούσα τις δημιουργίες του σε όλη την Ελλάδα. Χειροποίητα μοναδικά κομμάτια, φουλάρια και κασκόλ. Τα έβλεπα στους κεντρικούς δρόμους της Θεσσαλονίκης, στο Κολωνάκι, σε μικροσκοπικές μπουτίκ στη Μύκονο, στη Σαντορίνη, στη Μήλο, και φούσκωνα από περηφάνια, γιατί ήξερα ότι υφαίνονται στην ιδιαίτερη πατρίδα μου.
Λιτός και ασκητικός, οπαδός της wabi sabi φιλοσοφίας, ακόμη και από τη λέξη υφάδι προτίμησε την πιο λιτή της εκδοχή, το «φάδι» για να δώσει όνομα στις δημιουργίες του.
Ίσα φάδι, ίσα στημόνι
Ζωγράφιζε από τότε που θυμάται τον εαυτό του. Σπούδασε σχέδιο μόδας και γρήγορα άρχισε να σχεδιάζει ολοκληρωμένες συλλογές ρούχων και να διδάσκει σχέδιο σε σχολές μόδας, ενώ κινούνταν μεταξύ Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Κάποια στιγμή «είδα το πρώτο υφάδι, κι είπα αυτό θέλω να κάνω», μου δηλώνει με έμφαση.
Ξεκίνησε υφαντική στο πλαίσιο δράσεων της Εταιρείας Σπαστικών Άγιος Στυλιανός και η Σχολή του δάνεισε τον πρώτο του αργαλειό. «Από τότε άρχισα να πειραματίζομαι υφαίνοντας. Πειράματα, πειράματα, πειράματα. Όταν πέθανε κι ο τελευταίος κατασκευαστής αργαλειών, ο Ζαγοράρης, άρχισα εκτός από την ύφανση να κατασκευάζω τους δικούς μου αργαλειούς».
Γρήγορα ήρθε και η ανάγκη να φύγει από την πόλη.
«Γεννήθηκα στη Γερμανία, και τα πρώτα χρόνια της ζωής μου τα έζησα δίπλα σ’ ένα πυκνό, περιαστικό δάσος. Θυμάμαι στις πρώτες μου βόλτες να αντικρίζω τα έκπληκτα μάτια ενός ελαφιού. Αυτά τα βιώματα και οι επιλογές που άρχισα να κάνω, άρχισαν να μου θέτουν επιτακτικά το ζήτημα της ζωής σ’ ένα φυσικό περιβάλλον», μου λέει ήρεμα.
Ήθελε να περπατάει μέσα σε δάσος, να εμπνέεται από τα δεκάδες χρώματα που έχουν τα φύλλα το φθινόπωρο. Αναζητούσε τις αντανακλάσεις του φωτός πάνω στο παγωμένο νερό ενός ρυακιού, και την ένταση που χαρίζει μια ανατολή.
Φάδι φωτός
«Είν’ ένα φάδι αθώρητο και μου μποδάει τη βλέψη. Γαλάζιο βλέπω μοναχά, γαλάζιο και σταχτί»,
στίχος από το ποίημα Μουσώνας του Νίκου Καββαδία
Επέστρεψε πανηγυρικά στο χωριό του, στα Άνω Πορόια του νομού Σερρών, για να φύγει από το σταχτί των πόλεων. Ένα χωριό κρυμμένο μέσα σ’ ένα δάσος από πλατάνια. Πήρε ένα από τα παλαιότερα σπίτια του χωριού, με ξυλοδεσιές και σαχνισί και το μεταμόρφωσε κυριολεκτικά. Άρχισε να καλλιεργεί βιολογική μέντα που ταξιδεύει αυτή τη στιγμή σε όλη την Ελλάδα και παράλληλα έστησε ένα εργαστήρι υφαντικής. Υφαίνει και διδάσκει με κάθε ευκαιρία υφαντική.
Μιλάμε για αρχιτεκτονική, για κατασκευές, για αργαλειούς, για βιολογικές καλλιέργειες και όσο προχωράει η συζήτηση αναγνωρίζω ένα βασικό του χαρακτηριστικό. Έχει τη γνώση και τα κότσια να συνδιαλέγεται με το πιο πυρηνικό κομμάτι της παράδοσης και ταυτόχρονα, ήρεμα και αθόρυβα, να ανανεώνει και να ανατρέπει όσα θεωρεί περιττά.
Με τα χρόνια ανέπτυξε δικές του τεχνικές ύφανσης και παράλληλα κατασκευάζει μικρούς κόμπακτ αργαλειούς που απαντούν καλύτερα στις σημερινές ανάγκες.
Δεκάδες πλέξεις, σχέδια, χρώματα, συνδυασμοί. Στη δουλειά του Στράτου ανακαλύπτω τη φύση, την έννοια της φροντίδας, τη χαρά της δημιουργίας, την εντιμότητα του χειροποίητου. Χαϊδεύω το αφράτο τρίχωμα της πανταχού παρούσας Silas και αναχωρώ από το εργαστήριο γεμάτη έμπνευση.
Πού θα τα βρείτε:
Tηλ επικοινωνίας: 6908740750