Η Λιμνοθάλασσα Αγγελοχωρίου είναι ένας ξεχωριστός υδροβιότοπος της βόρειας Ελλάδας, ο οποίος ανήκει στις επισήμως προστατευόμενες τοποθεσίες του δικτύου Natura 2000, έχοντας την ιδιαιτερότητα ότι συνδυάζει διαφορετικά είδη οικοτόπων. Προσφέρει δε τη δυνατότητα μιας εύκολης ημερήσιας εκδρομής λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη.
Σε απόσταση 30 χιλιομέτρων από τη Θεσσαλονίκη, με την οποία συνδέεται και μέσω λεωφορείου, το Αγγελοχώρι είναι ένα παραθαλάσσιο χωριό με 1.178 κατοίκους (σύμφωνα με την απογραφή του 2011) και ιστορία που χάνεται στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Ως το 1927, μάλιστα, ήταν γνωστό με το τουρκικό του όνομα Σοφουλάρ. Λόγω των αλυκών του, που συνδέονται με τη λιμνοθάλασσα, υπήρξε κέντρο παραγωγής αλατιού ήδη από το 1902, το οποίο μέχρι και τη δεκαετία του 1970 εξαγόταν με τσεκούρια και φτυάρια και μεταφερόταν κατόπιν με άλογα.
Η αμμώδης παραλία του χωριού προσελκύει επισκέπτες κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, ενώ η περιοχή αξιοποιείται και από όσους αγαπούν το σερφ. Παρ’ όλα αυτά παραμένει ένας προορισμός μάλλον ανεξερεύνητος για όσους δεν προέρχονται από τη Θεσσαλονίκη ή τα γύρω μέρη, παρότι η λιμνοθάλασσα προσφέρεται για εκδρομές σε όλη τη διάρκεια του έτους (με την προϋπόθεση, βέβαια, ότι ο καιρός είναι καλός).
Η λιμνοθάλασσα και ο υδροβιότοπός της
Η λιμνοθάλασσα βρίσκεται 1 χιλιόμετρο νοτιοδυτικά του χωριού, απλώνεται συνολικά σε 3.772 στρέμματα και έχει σχήμα (περίπου) τετράγωνο. Είναι ενωμένη με αλμυρά έλη και χωρίζεται από τη θάλασσα (Θερμαϊκός κόλπος) με μία στενή, αμμώδη λωρίδα ακτής. Το βάθος της είναι πολύ μικρό, ενώ γύρω της υπάρχει πλούσια χλωρίδα, με καλαμώνες, κρίνους της θάλασσας, βούρλα και ασφοδέλους.
Η σημαντικότητά της οφείλεται στο ότι λειτουργεί ως μεταναστευτικός σταθμός και ως τόπος εύρεσης τροφής για έναν μεγάλο αριθμό υδρόβιων και παρυδάτιων πουλιών. Χάρη στους πληθυσμούς τους, η λιμνοθάλασσα Αγγελοχωρίου προσφέρει μοναδικές εικόνες. Οι πληθυσμοί των φλαμίνγκο, για παράδειγμα, παρέχουν εντυπωσιακό θέαμα –ειδικά τον χειμώνα, όπου καταγράφονται συνήθως οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις τους. Αξίζει ωστόσο να ενημερωθείτε και για άλλα από τα περίπου 178 είδη πτηνών που ζουν ή περνούν από την περιοχή, ώστε να έχετε τον νου σας και για το νεροχελίδονο, τη χαλκόκοτα, τον καλαμοκανά, την αβοκέτα και τη χουλιαρόμυτα.
Πέρα από τα πουλιά, η λιμνοθάλασσα φιλοξενεί κι άλλα είδη ζωής με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον παρατηρητικό επισκέπτη. Παρά το μικρό της βάθος, ας πούμε, ζουν εκεί τουλάχιστον 12 διαφορετικά ψάρια, μεταξύ των οποίων και σπάνιες παρουσίες όπως ο Ζαχαριάς και η Ταινιοσακοράφα. Σημειώστε επίσης ότι στον βυθό απλώνονται λιβάδια από το προστατευόμενο είδος Ποσειδωνία η Ωκεάνιος – θαλάσσιο φανερόγαμο ενδημικό στη Μεσόγειο– στα οποία ζουν τα εντυπωσιακά δίθυρα όστρακα που είναι γνωστά με το όνομα πίνα και βρίσκονται σε κρίσιμο σημείο εξαφάνισης. Η αλιεία τους, ως εκ τούτου, είναι αυστηρά απαγορευμένη.
Στις όχθες της λιμνοθάλασσας, εντωμεταξύ, μπορείτε να δείτε λαγόγυρους (μικρούς εδαφόβιους σκίουρους), ασβούς και σκαντζόχοιρους, καθώς και είδη προστατευόμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση σαν τον πράσινο φρύνο και τον λαφίτη του Ασκληπιού. Ο οποίος ίσως τρομάζει όντας φίδι 2 μέτρων, είναι ωστόσο άκακο, μη δηλητηριώδες και σαφώς εντυπωσιακό, ως ένα από τα μεγαλύτερα σε όλη την Ευρώπη. Έχετε επίσης τον νου σας για τη σπάνια αγριόγατα, η οποία βρίσκεται στο Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας και προστατεύεται από διεθνείς συμβάσεις.
Άλλα αξιοθέατα στο Αγγελοχώρι
Παρά τα εντυπωσιακά τοπία της και την ιδιαίτερη χλωρίδα και πανίδα, η λιμνοθάλασσα δεν είναι το μόνο αξιοθέατο στο Αγγελοχώρι. Ευρισκόμενοι εκεί, μπορείτε εύκολα να επισκεφθείτε τις περίφημες αλυκές της περιοχής, αλλά κι έναν από τους πιο διάσημους διατηρητέους φάρους της Ελλάδας, καθώς και το Αυστρο-Οθωμανικό κάστρο.
Οι αλυκές
Βρίσκονται στο βόρειο τμήμα της λιμνοθάλασσας και, παρότι τεχνητές, είναι πλήρως εναρμονισμένες με το φυσικό τοπίο που τις περιβάλλει. Συμβάλλουν επίσης στο προστατευόμενο οικοσύστημα, τόσο εφοδιάζοντας με νερά τη γύρω περιοχή, όσο και συντηρώντας τη θαλάσσια ζωή στην ίδια τη λιμνοθάλασσα.
Το Σπιτάκι του Φύλακα χτίστηκε κατά τη δεκαετία του 1950, ως μέτρο προστασίας ενάντια σε όσους έκλεβαν αλάτι από τις αλυκές. Από το 1992 (όταν εγκαταλείφθηκε) παρέχει ένα ιδιαίτερο αξιοθέατο, από το οποίο μπορεί κανείς να αγναντέψει όλον τον υγρότοπο. Σήμερα το κτίσμα ανήκει στον Δήμο Θερμαϊκού και τελεί υπό την αιγίδα του Μορφωτικού & Πολιτιστικού Συλλόγου Αγγελοχωρίου, που το έχει χρησιμοποιήσει και για πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Για τις αλυκές, τώρα, η πρώτη δουλειά ξεκινά τον Μάρτη και τον Απρίλη κάθε χρονιάς, όταν αρχίζει η άντληση νερού από τη λιμνοθάλασσα, το οποίο στη συνέχεια κατευθύνεται σε μια σειρά από λεκάνες με αργιλώδη πυθμένα –τις λεγόμενες θερμάστρες. Ρέοντας από τη μία στην άλλη, το νερό αρχίζει να εξατμίζεται λόγω του ήλιου, με την άλμη που απομένει να γίνεται ολοένα και πιο πυκνή σε αλάτι. Έπειτα καταλήγει στα κρυσταλοπήγια, από όπου και συλλέγεται τελικά το αλάτι, μία φορά τον χρόνο. Ακολούθως πλένεται με θαλασσινό νερό και τοποθετείται σε σωρούς στον υπαίθριο χώρο απόθεσης.
Ο φάρος
Κατασκευασμένος από συμπαγείς οπτόπλινθους, όπως και οι καμινάδες των βιομηχανικών κτηρίων του 19ου αιώνα, στέκει πάνω στο ακρωτήριο Μεγάλο Καραμπουρνού (σημαίνει έμβολο, στα τουρκικά) και είναι ένας από τους 27 φάρους της ελληνικής επικράτειας που έχει κηρυχθεί διατηρητέο μνημείο Νεότερης Βιομηχανικής Κληρονομιάς.
Ο φάρος κατασκευάστηκε το 1864 από ειδικευμένη εταιρεία γαλλικών συμφερόντων, ύστερα από αίτημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία ήθελε να αξιοποιήσει την τεχνολογική πρόοδο της εποχής ώστε να ενισχύσει τη ναυσιπλοΐα προς και από τον Θερμαϊκό. Το οικοδόμημα έχει ύψος 10,5 μέτρα από το έδαφος και 32 μέτρα από τη στάθμη της θάλασσας. Το χρώμα των αναλαμπών είναι λευκό και ερυθρό, εκπέμπουν δε κάθε 10 δευτερόλεπτα, όντας διακριτές σε μεγάλη απόσταση (έως 17 ναυτικά μίλια, για τις λευκές).
Στην πρώτη του ιστορική φάση, ο φάρος χρησιμοποιούσε πετρέλαιο. Κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο υπέστη αρκετές καταστροφές, με αποτέλεσμα να κλείσει, για να ξανανοίξει επιδιορθωμένος και αυτοματοποιημένος το 1948, λειτουργώντας πλέον με ασετιλίνη. Το 1963 έγινε το πέρασμα από την ασετιλίνη στον ηλεκτρισμό, αυξάνοντας έτσι την εμβέλεια του σήματός του στα σημερινά επίπεδα.
Το Αυστρο-Οθωμανικό κάστρο
Οικοδομήθηκε την περίοδο 1883-1885, σχεδόν δίπλα στον (προϋπάρχοντα) φάρο, από μηχανικούς που ήρθαν στο Αγγελοχώρι από την Αυστρο-Ουγγρική Αυτοκρατορία κατόπιν παραγγελίας των Οθωμανικών αρχών.
Οι τελευταίες έκριναν ότι το σημείο ήταν μεγάλης στρατηγικής σημασίας, τόσο για τον έλεγχο του Θερμαϊκού, όσο και για την κίνηση προς και από τη Θεσσαλονίκη, οπότε αποφάσισαν ότι έπρεπε να φτιαχτεί ένα γερό οχυρό. Περιήλθε στον έλεγχο του ελληνικού κράτους το 1915, παρέμεινε όμως αναξιοποίητο κι έτσι συχνά μέσα στα χρόνια έπεσε θύμα πλιάτσικων για δωρεάν οικοδομικά υλικά.
Δίπλα στο κάστρο σώζεται σήμερα και το καταφύγιο-πολυβολείο τύπου μπούνκερ που έφτιαξαν εκεί οι Γερμανοί το 1940, καταλαμβάνοντας την περιοχή στα πλαίσια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Είναι επισκέψιμο, εκτός από τις υπόγειες στοές που συνδέουν τις εγκαταστάσεις και τα ανοίγματα, στις οποίες απαγορεύεται η είσοδος για λόγους ασφαλείας.