Αν και ο τόπος μας είναι διάσπαρτος από κατάλοιπα της αρχαίας Ελλάδας, οι πόλεις εκείνης της μακρινής εποχής σώζονται μόνο σε ερειπωμένη μορφή. Εκτός από το Όρραον: έναν οικισμό του 4ου αιώνα π.Χ., μέρος του οποίου εξακολουθεί να στέκει ακόμα, στον λόφο της Ηπείρου που σήμερα ονομάζεται Καστρί.
Το Καστρί είναι ένα ύψωμα 345 μέτρων με φόντο το Ξεροβούνι, στα όρια των περιφερειακών ενοτήτων Άρτας και Πρέβεζας, 25 περίπου χιλιόμετρα από την Άρτα και 13 από τη Φιλιππιάδα. Στην περιοχή υπάρχει μάλιστα και οικισμός Καστρί (τμήμα του χωριού Γοργόμυλος της Πρέβεζας), μέσω του οποίου εξασφαλίζεται η πρόσβαση στο αρχαίο Όρραον –εκεί θα δείτε άλλωστε και την πρώτη σχετική πινακίδα. Μπορείτε να μεταβείτε με αυτοκίνητο μέσω αποκαταστημένου χωμάτινου δρόμου, το οποίο θα παρκάρετε σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο στάθμευσης. Από εκεί θα πάτε με τα πόδια, κάτι πολύ εύκολο λόγω της ομαλής κορύφωσης του λόφου.
Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα ήταν γνωστά ήδη από τον 19ο αιώνα στους Ευρωπαίους περιηγητές στην Ελλάδα, όμως δεν υπήρχε τρόπος να προσδιοριστεί η ταυτότητά τους. Ο διαπρεπής Άγγλος ιστορικός Nickolas Hammond πρότεινε ότι αντιπροσώπευαν την αρχαία πόλη της Φυλακής, άποψη που παρέμεινε ως πιθανότερη μέχρι που η αρχαιολογική έρευνα μπόρεσε να κάνει την ορθή ταύτιση με το Όρραον, χάρη στην ανακάλυψη μιας επιγραφής (1985). Η περιοχή έγινε επισκέψιμη μετά το 2005, χάρη στις εργασίες της ΙΒ Εφορείας Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων.
Αυτό που εντυπωσιάζει τον σύγχρονο επισκέπτη είναι ότι αρκετά από τα σπίτια έχουν διατηρηθεί σε καλή κατάσταση –με δεδομένο ότι χρονολογούνται στα ύστερα χρόνια της κλασικής αρχαιότητας (4ος αιώνας π.Χ.). Οι κατοικίες είναι όλες πέτρινες (από τοπικό ασβεστόλιθο) και διώροφες· σε κάποιες διασώζεται μάλιστα και ο πάνω όροφος, έστω και τμηματικά. Πιο εντυπωσιακή θεωρείται η λεγόμενη «Οικία Δ», καθώς οι τοίχοι της διατηρούν ένα ύψος 5 έως 7 μέτρων. Εξακολουθούν επίσης να διακρίνονται στέγες, παράθυρα, καθώς και οι παραστάδες των θυρών.
Ο λόγος πίσω από αυτή την οπωσδήποτε μοναδική εικόνα διατήρησης δείχνει να οφείλεται στο ότι τα σπίτια ήταν εξολοκλήρου πετρόκτιστα, σε αντίθεση με την πρακτική που ακολουθούσαν οι αρχαίοι Έλληνες: χρησιμοποιούσαν μεν λίθους στα θεμέλια και στο κατώτερο μέρος των υποδομών, αλλά συνέχιζαν έπειτα με πλίνθους, οι οποίοι φθείρονται με τον χρόνο. Στο Όρραον, επιπρόσθετα, οι κατοικίες ήταν ιδιαίτερα ευρύχωρες, καθώς υπήρξε μέριμνα για μια διαρρύθμιση με μαγειρείο, λουτρό, στάβλο και εσωτερική αυλή γύρω από το κεντρικό δωμάτιο του ισογείου –με τα υπνοδωμάτια να είναι όλα τοποθετημένα στον άνω όροφο.
Όπως αποκαλύπτει η περιήγηση στον χώρο, το Όρραον ήταν ένας ωοειδής και μικρός σε έκταση οικισμός, ο οποίος περιβαλλόταν από ισχυρό διπλό τείχος, ενισχυμένο με πύργους. Στην περίοδο της ακμής του υπολογίζεται ότι είχε 1.500-2.000 κατοίκους. Ωστόσο ενδέχεται ο πληθυσμός να ήταν μεγαλύτερος, καθώς εντοπίστηκαν και κτήρια έξω από τα όρια της οχύρωσης. Η ρυμοτομία ακολουθούσε το διαδεδομένο κατά την αρχαιότητα γεωμετρικό σύστημα, ενώ το διοικητικό κέντρο φαίνεται ότι βρισκόταν στη βόρεια πλευρά, όπου σώζεται και σκεπαστή δεξαμενή με πήλινο πυθμένα, στην οποία αποθήκευαν το βρόχινο νερό.
Με δεδομένο ότι το Όρραον λάμβανε νερό από μια πηγή έξω από τα τείχη του, η δεξαμενή αυτή δείχνει ως προληπτικό μέτρο για την περίπτωση εχθρικής επίθεσης. Συνδυαστικά λοιπόν με τους στενούς δρόμους και την έλλειψη κοινόχρηστων χώρων, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο οικισμός ήταν βασικά ένα φρούριο. Το οποίο, λόγω γεωγραφικής θέσης, έλεγχε το μοναδικό πέρασμα που υπήρχε κατά την αρχαιότητα από τον Αμβρακικό Κόλπο προς το εσωτερικό της Ηπείρου. Δεν πρέπει πάντως να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο να λειτουργούσε και ως εμπορικός σταθμός διακίνησης προϊόντων, όπως άλλωστε συνέβαινε και με άλλους παρόμοιους οικισμούς.
Τα χαρακτηριστικά αυτά δένουν με όσες πληροφορίες αντλούμε από τις αρχαίες πηγές, επιτρέποντάς μας να δούμε το Όρραον ως στρατηγικά τοποθετημένο οχυρό των Μολοσσών. Παρότι στην αρχαιότητα το εν λόγω φύλο ήταν ένα από τα πιο διάσημα ανάμεσα σε όσα κατοικούσαν στην Ήπειρο, στις μέρες μας έχουν ξεχαστεί –αν και το όνομά τους επιβιώνει στη γνωστή ράτσα σκύλων, η οποία πήρε το όνομά της από τους περίφημους σκύλους που είχαν για να φυλάνε τα κοπάδια τους.
Οι Μολοσσοί ήταν εγκατεστημένοι στην Ήπειρο ήδη από το 1200 π.Χ., όταν μετακινήθηκαν εκεί από τη βορειοδυτική Μακεδονία. Για πολύ καιρό δεν ήταν απολύτως βέβαιο αν συγκαταλέγονταν ή όχι στους Έλληνες, ωστόσο η ακαδημαϊκή άποψη που διαμορφώθηκε κατά τη δεκαετία του 1990 τους σύνδεσε επιτυχώς με ελληνόφωνες επιγραφές. Αν και αρχικά ήταν οργανωμένοι σε φυλετικές δομές, από το 450 π.Χ. και μετά πέρασαν σε μια νέα φάση της ιστορίας τους, κατά την οποία οργανώθηκαν σε βασίλειο και ανέπτυξαν αστικά κέντρα. Οι καθοριστικές αυτές εξελίξεις συνδέονται με τον βασιλιά Θαρύπα, τον οποίον διαδέχθηκε ο Αλκέτας Α’: είναι στα δικά του χρόνια, γύρω στο 380 π.Χ., που δείχνει να ιδρύθηκε το Όρραον.
Όταν κατέφτασαν στην Ήπειρο οι Ρωμαίοι, το 168 π.Χ., οι περισσότεροι κάτοικοι παραδόθηκαν στις λεγεώνες του Ανίκιου Γάλου. Τέσσερις όμως πόλεις έκλεισαν τις πύλες τους και αποφάσισαν να προβάλλουν αντίσταση –μεταξύ τους και το Όρραον. Οι Ρωμαίοι το πολιόρκησαν, το κατέλαβαν και κατέστρεψαν την οχύρωσή του, εντούτοις οι κάτοικοι συνέχισαν να ζουν εκεί, πλέον ως υποτελείς τους. Το τέλος ήρθε το 31 π.Χ., όταν υποχρεώθηκαν να το εγκαταλείψουν ώστε να μετοικήσουν στη νεοϊδρυθείσα Νικόπολη.
Διαβάστε ακόμα:
Guardian: «Τα “αναστημένα” θέατρα που ξαναζωντανεύουν την Αρχαία Ελλάδα»