Για όσους μένουμε στην Αθήνα, το Μέτσοβο δεν είναι ο πιο κοντινός προορισμός για να περάσουμε ένα Σαββατοκύριακο. Η διαδρομή οδικώς μέχρι εκεί, αν και άνετη –η Ιόνια και η Εγνατία οδός κάνουν θαύματα – είναι πολύωρη. Βέβαια, υπάρχει και η επιλογή του αεροπλάνου μέχρι τα Γιάννενα και από εκεί μέσα σε μίση ώρα, τρία τέταρτα το πολύ και αφού περάσει κάνεις τούνελ και γέφυρες φτάνει στο όμορφο, γραφικό, ορεινό σκηνικό του Μετσόβου. Αυτή την λύση επέλεξα και εγώ, όταν αποφάσισα να περάσω ένα διήμερο στο πεντάστερο ξενοδοχείο Grand Forest Metsovo.
Το ξενοδοχείο βρίσκεται φωλιασμένο στην κορυφή ενός λόφου, σε υψόμετρο 1.350 μ. Η θέα που προσφέρει μαγευτική: από τη μια, οι χιονισμένες βουνοκορφές των γειτονικών ορεινών όγκων και από την άλλη το γραφικό Μέτσοβο.
Το Grand Forest, λοιπόν, εκτείνεται σε 8 διώροφα κτήρια που ακολουθούν την τοπική αρχιτεκτονική και εναρμονίζονται πλήρως με το φυσικό περιβάλλον. Διαθέτει συνολικά 62 σουίτες που όλες προσφέρουν την ίδια σαγηνευτική θέα.
Το πρώτο πράγμα που θα σας εντυπωσιάσει είναι το lobby που μοιάζει με σαλόνι ενός μεγάλου σαλέ με το τζάκι, που δεν σβήνει πότε αυτές τις κρύες μέρες, να δεσπόζει στο κέντρο του χώρου.
Αντικρίζοντάς το, αμέσως μου δημιουργήθηκε η ιδέα να αφήσω γρήγορα τα πράγματα στο δωμάτιο, να πάρω το βιβλίο μου και να χαλαρώσω σε έναν από τους άνετους καναπέδες, να ζητήσω μια ζεστή σοκολάτα ή ένα τσάι και να μείνω για ώρες εκεί παραδομένος στην ηρεμία.
Όμως, η παρέα είχε άλλα σχέδια: κυνήγι τρούφας και γεύμα στο ιδιόκτητο forest cabin του ξενοδοχείου δίπλα στο ποτάμι που είναι μερικές από τις πολλές δραστηριότητες που προσφέρει το ξενοδοχείο εκτός των εγκαταστάσεών του.
Ξεναγός σε όλο αυτό το τρουφοκυνηγητό ήταν η Κατερίνα Νόλα που όση ώρα τα χαριτωμένα σκυλάκια της έψαχναν ανάμεσα στις ρίζες των δέντρων, μας εξηγούσε τα πάντα για τις τρούφες. Δεν είναι εύκολο πράγμα η καλλιέργειά τους, αλλά ούτε και το κυνήγι τους. Παρ’ όλα αυτά, η επαφή που έχει κανείς κάνοντάς το, είναι μοναδική. Για να σας είμαι ειλικρινής, την περισσότερη ώρα είχα μείνει να χαζεύω το σκηνικό που απλωνόταν μπροστά μου παρά να παρακολουθώ τις βιαστικές, γρήγορες και άτσαλες κινήσεις των μικρών βοηθών μην τυχόν και βρουν κάποιο «υπόγειο» διαμάντι. Η συνέχεια στο forest cabin όπου τα κορίτσια της Κατερίνας, μαγείρεψαν φρέσκα ζυμαρικά, ζεστή σούπα και άλλα με βασικό στοιχείο την τρούφα.
Η επιστροφή στο ξενοδοχείο είχε spa, για όσους ήθελαν, και χαλάρωση στην εσωτερική πισίνα με την γυάλινη οροφή. Δελεαστικό, όμως επέλεξαν την «μοναξιά» του βιβλίου μου δίπλα στο τζάκι. Στιγμές που δύσκολα μπορώ να προσφέρω στον εαυτό μου και να απολαύσω.
Το βράδυ είχαμε κλείσει να φάμε στο εστιατόριο του ξενοδοχείου. Την επιμέλεια του μενού, για φέτος, έχει αναλάβει ο Γκίκας Ξενάκης και την εκτέλεση των πιάτων ο νεαρός Μετσοβίτης Βασίλης Γιαννούλης. Τα πιάτα που έχουν επιλέξει ταιριάζουν απόλυτα στην φιλοσοφία του ξενοδοχείου, έχουν πολλά τοπικά προϊόντα, δεν στερούνται έμπνευσης, ούτε έχουν ξενοδοχειακό χαρακτήρα και στο σύνολο τους κρύβουν νόστιμες εκπλήξεις. Θα σταθώ πρώτα στο έξυπνο «cappuccino» άγριων μανιταριών με αφρόγαλα από κατσικίσιο τυρί και φρέσκια τρούφα Ηπείρου που είναι ένα πολύ ευχάριστο πρώτο πιάτο όπως και το τραγανό βιολογικό αυγό, το οποίο σερβίρεται πάνω σε κρέμα από σπανάκι, με χωριάτικο λουκάνικο και σος από γραβιέρα.
Ένα ακόμα πιάτο που αν φιλοξενηθείτε στα τραπέζια του εστιατορίου πρέπει να δοκιμάσετε είναι η διαφορετική και ιδιαίτερη εκδοχή της παραδοσιακής πίτας πισπιλίτα. Στην ουσία είναι μια πίτα που φτιάχνουν με πολλά πράσα και χόρτα εποχής με φύλλο από καλαμπόκι. Όμως, εδώ η πισπιλίτα παρουσιάζεται σε μορφή κροκέτας – μια ιδέα που εμπνεύστηκε ο νεαρός σεφ Βασίλη Γιαννούλη. Στα κυρίως, τώρα, ο Γκίκας Ξενάκης έχει φροντίσει να υπάρχει επιλογές τόσο σε ψάρι όσο και σε κρέας χωρίς να λείπουν από κανένα πιάτο τα χορταρικά και μυρωδικά που χαρακτηρίζουν την κουζίνα του σεφ. Προσωπικά εκτίμησα την πέστροφα Αώου με τον απαλό πουρέ καπνιστής σελινόριζας και σάλτσα από άνηθο και μέλι καστανιάς. Το επόμενο πρωί το πρόγραμμα είχε μια ευχάριστη έκπληξη: ένα «φολκλορικό» δρώμενο από δύο γιαγιάδες που με τοπικές φορεσιές μας έδωσαν ένα μάθημα για το πως να φτιάχνουμε χυλοπίτες και να ανοίγουμε παραδοσιακό φύλλο. Μπορεί να έγινα μέσα στα αλεύρια, όμως η εμπειρία αυτή του ζυμώματος αλλά και η «παράσταση» που έδωσαν αυτές οι δύο αεικίνητες γιαγιάδες, άξιζε τον κόπο.
Η ώρα της επιστροφής έφτανε ανησυχητικά και εγώ δεν ήθελα να φύγω πριν γεμίσω το μυαλό μου με όλες αυτές τις όμορφες εικόνες που πρόσφερε το Grand Forest Metsovo. Άλλωστε δεν είναι καθόλου τυχαίο πως το συγκεκριμένο ξενοδοχείο έχει βραβευτεί επανειλημμένως ως ένα από τα κορυφαία Landmark Hotel της Ευρώπης αλλά και του κόσμου. Και όχι άδικα. Οι άνθρωποί του κάνουν ό,τι είναι δυνατόν για να προσφέρουν στους φιλοξενούμενους τους μια μοναδική εμπειρία.
Δεν τους αντιμετωπίζουν ως «πελάτες» αλλά ως «καλεσμένους». Κι αυτό θα το καταλάβετε από την πρώτη στιγμή που θα περάσετε την πόρτα του. Κι αν με ρωτάτε αν αξίζει τον κόπο να «σκαρφαλώσετε» μέχρι εκεί για ένα Σαββατοκύριακο, θα σας πω πως ναι. Και όχι μόνο τώρα τον χειμώνα, αλλά όλες τις εποχές. Ακόμα και το καλοκαίρι όταν οι περισσότεροι αναζητούν δροσιά στα νησιά και στις παραλίες. Προσωπικά θα ξαναερχόμουν.
Διαβάστε ακόμα:
Tα καλύτερα ξενοδοχεία της Πρέβεζας
Τα καλύτερα ξενοδοχεία της ορεινής Αρκαδίας
Οι καλύτεροι ξενώνες της Μάνης -Παραδοσιακοί, ατμοσφαιρικοί, φιλόξενοι