Ξεχωριστή και τόσο ιδιαίτερη ανάμεσα στα ελληνικά νησιά, η Χίος ανήκει σε εκείνους τους τόπους που οι λέξεις κι οι εικόνες δεν αρκούν για να την περιγράψεις. Χρειάζεσαι κι άλλες αισθήσεις για να την κατανοήσεις, να τη βιώσεις ουσιαστικά, με την όσφρηση αρχικά να σου πιστοποιεί γιατί την αποκαλούμε μυροβόλο. Το νησί μοσχοβολά πράγματι από τα γλυκά αρώματα της φημισμένης του μαστίχας, αλλά κι από τη φρέσκια, αναζωογονητική μυρωδιά των περίφημων εσπεριδοειδών, που τώρα την άνοιξη γεμίζουν λευκά λουλούδια, τόσο ευωδιαστά που σε κάνουν να θέλεις να ρουφήξεις μονομιάς τον αέρα, να αφήσεις την άνοιξη να σε κυριεύσει.

23

Και πιο κατάλληλο τοπίο από εκείνο του Κάμπου, της τόσο κοντινής στη Χώρα περιοχής όπου η καλλιέργεια και το εμπόριο των εκλεκτών ποικιλιών εσπεριδοειδών που ευδοκιμούν στην πεδιάδα της, τα μεγαλοπρεπή αρχοντικά των οικογενειών που κατοίκησαν εδώ και οι ιστορίες των ανθρώπων που μόχθησαν στα περιβόλια, συνθέτουν όχι απλά ένα μοναδικής ομορφιάς σκηνικό, αλλά ένα αφήγημα που συγκινεί και εντυπωσιάζει. Αρκεί ένας περίπατος στα δαιδαλώδη, στενά σοκάκια με τους ψηλούς πέτρινους τοίχους, πίσω από τους οποίους διακρίνονται οι χτισμένες με κόκκινη πέτρα περίφημες επαύλεις του Κάμπου, οι φημισμένες θεαματικές βοτσαλωτές αυλές, οι περιποιημένοι κήποι με τα γεμάτα καρπούς δέντρα, για να μετατρέψει μια απολαυστική βόλτα σ΄ ένα ταξίδι του μυαλού σε μακρινές εποχές.

Τότε που ο Κάμπος, η μεγαλύτερη και καλύτερα αρδευόμενη πεδιάδα νότια της πόλης της Χίου, συνέβαλε στην άνθιση του χιώτικου εμπορίου ειδών πολυτελείας, όπως θεωρούνταν η μαστίχα, ο τοπικός οίνος, τα μεταξωτά και τα ευνοημένα από το μικροκλίμα εσπεριδοειδή. Τα τελευταία έφτασαν στη Χίο -σημαντικό εμπορικό και πολιτιστικό κόμβο στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων- τον 15ο αιώνα λόγω των Γενοβέζων και συγκεκριμένα πρώτα τα γλυκά νεράντζια, δηλαδή τα πορτοκάλια, και 200 χρόνια πριν τα μανταρίνια. Κι από τότε η ιστορία του Κάμπου υπήρξε συναρπαστική, σαν μια «πανάκριβη παράσταση που δόθηκε σε ένα μοναδικό σκηνικό», μας αφηγούνται οι κάτοικοι.

Η αρχιτεκτονική άνθιση και τα εντυπωσιακά αρχοντόσπιτα

Η επικερδής καλλιέργεια των εσπεριδοειδών και οι φοροαπαλλαγές που παρείχε ο Σουλτάνος, δεν άργησαν να φέρουν στον Κάμπο την ελίτ των εμπόρων της Χίου και κατά συνέπεια, στην ανοικοδόμηση μερικών από τις ωραιότερες επαύλεις που χτίστηκαν ως εξοχικά και χαρακτηρίζουν ως σήμερα την αρχιτεκτονική ταυτότητα του νησιού. Αρκούν μερικές κλεφτές ματιές -όσο το επιτρέπουν οι ψηλοί τοίχοι- για να πάρει κανείς μια ιδέα από τη μεγαλοπρέπεια των κτισμάτων αυτών, που περιβάλλονταν από τα εκτεταμένα περιβόλια κάθε οικογένειας. Κι αυτή ακριβώς υπήρξε μια σημαντική ιδιαιτερότητα του Κάμπου, πως αντίθετα από ό,τι συνήθως απαντάται, εδώ οικία και καλλιέργεια συνυπήρχαν.

Μάλιστα ήταν τρία τα είδη των κτηρίων που δημιουργούσαν αυτό το μοναδικό οικιστικό σύνολο. Τα πυργοειδή συνδύαζαν οθωμανικά στοιχεία με τη γενοβέζικη λιθοδομή, δημιουργώντας ένα τοπικό αρχιτεκτονικό ιδίωμα. Τα εκλεκιστικά και νεοκλασικά αρχοντικά ήταν εκείνα που χτίστηκαν από τους Χιώτες της διασποράς την περίοδο του μεσοπολέμου, φέροντας σαφή δυτικά στοιχεία. Κι ανάμεσά τους τα αγροτόσπιτα, με στοιχεία από τα δύο προηγούμενα σε συνδυασμό με τη λαϊκή τοπική παράδοση. Η δε ασύγκριτη ομορφιά των πέτρινων σπιτιών με τους τετραγωνικά σμιλεμένους λίθους έγκειται στις κοκκινωπές αποχρώσεις της Θυμιανούσικης πέτρας, έως και δέκα διαφορετικές σε μια μόνο πλευρά της οικίας καθώς και στην ικανότητα των μαστόρων και των τεχνητών που δημιούργησαν αυτόν τον μοναδικής αισθητικής αρμονίας μικρόκοσμο.

Από την ίδια πέτρα χτισμένοι και οι ψηλοί τοίχοι, περιέβαλλαν κάθε έκταση, προστατεύοντας όχι μόνο την ιδιωτικότητα, αλλά και τα πολύτιμα εσπεριδοειδή από τον αέρα, τον παγετό και τους κλέφτες. Κι όπως θυμούνται όσοι έζησαν εκείνη τη χρυσή εποχή του Κάμπου, εδώ βασίλευε η «…απέραντη γαλήνη. Η Καμπούσικη ζωή ήταν ήσυχη. Αυτοκίνητα δεν περνούσαν, μόνο ένα κάρο που ο καροτσιέρης οδηγούσε όρθιος, φορώντας ένα όμορφο μαντίλι στο κεφάλι». Η αίσθηση ηρεμίας και γαλήνης εξακολουθεί να σε κυριεύει εδώ, μόνο που τα περισσότερα αρχοντικά του Κάμπου κατέρρευσαν στο μεγάλο σεισμό, ενώ κάποια εναπομείναντα ενσωματώθηκαν σε μεταγενέστερες κατασκευές.

Από τα γνωστότερα και ίσως εκθαμβωτικότερο όλων, η έπαυλις της αριστοκρατικής οικογένειας εμπόρων Αργέντη, ένα σωστό palazzo του 16ου αιώνα με αψιδωτές πόρτες και μεσαιωνικού ύφους παράθυρα, το «Αργέντικο», παραμένει λαμπρό δείγμα της εποχής εκείνης. Αναστηλωμένο, διατηρώντας την αυθεντική του μεγαλοπρέπεια -«ντρεπόμασταν να περάσουμε κι απ΄έξω ακόμη» θα σας πουν κάποιοι ντόπιοι-, λειτούργησε για ένα διάστημα ως boutique πολυτελές κατάλυμα, χαρίζοντας στους ενοίκους τη σπάνια αίσθηση ενός παραμυθένιου ταξιδιού στο παρελθόν. Αν και κλειστό από την εποχή του κορονοϊού, σε κάποιες σπάνιες περιπτώσεις που ανοίγει τις βαριές πύλες που προφυλάσσουν τα 32 στρέμματά του για ειδικές εκδηλώσεις, δίνει μια πλήρη εικόνα των συνηθειών και του τρόπου ζωής στον Κάμπο του 18ου αιώνα.

Από τα μαγγανοπήγαδα που διέθεταν απαραίτητα τα αρχοντόσπιτα της περιοχής -στη Χίο αποκαλούνται «μάγγανα»-, το Αργέντικο διέθετε δύο, μαρμαροστόλιστα όπως μαρμάρινη είναι και η στέρνα του. Μεταξύ τους, όπως κι ανάμεσα στα παρτέρια με τις τριανταφυλλιές, τα γιασεμιά και τους κατακόκκινους ανοιξιάτικους λαλάδες -οι τουλίπες της Χίου-, στα βοηθητικά κτήρια και στις αυλές, διατηρούνται οι βοτσαλωτοί διάδρομοι, αληθινά έργα τέχνης λευκών και μαύρων τόνων με γεωμετρικά και άλλα περίτεχνα σχέδια, που μάλιστα ποικίλαν αναλόγως του ποιοι τους διάβαιναν: πιο απλά για εκείνους που χρησιμοποιούσε το προσωπικό, πιο θεαματικά για τους ιδιοκτήτες και τους εκλεκτούς καλεσμένους τους. Και βέβαια, δεν έλειπε από κανένα αρχοντικό το ξεχωριστό κτήριο της αποθήκης, τόσο σημαντική που οι παλιοί Καμπούσιοι τονίζουν «πρώτα χτιζόταν η αποθήκη κι ύστερα το ίδιο το σπίτι», αποδεικνύοντας πως όλα κινούνταν γύρω από το εμπόριο πορτοκαλιών και μανταρινιών, όχι, βέβαια, μόνο στο Αργέντικο με τα συνολικά πέντε κτίσματα μέσα στο περιβόλι των 1.800 δέντρων του, αλλά και σε ολόκληρη την τόσο γόνιμη περιοχή.

Κάθε εποχή και μια γιορτή στον Κάμπο

Μπορεί η άνοιξη να ζωντανεύει με μαγικό τρόπο την πεδιάδα του Κάμπου, τυλίγοντας με χρώματα τους κήπους κι αναδεικνύοντας τις κοκκινωπές αποχρώσεις των αρχοντικών, τα περιβόλια όμως ήταν χάρμα οφθαλμού όλες τις εποχές. Η άνοιξη που μεθούσε τον αέρα από τα λουλούδια των εσπεριδοειδών έδινε τη θέση της στο καλοκαίρι του σκαψίματος και της προετοιμασίας. Στα περιβόλια έμπαινε η κοπριά σαν φυσικό λίπασμα κι ακολουθούσε το «αυλάκισμα», όλα υπό την εποπτεία του «Ανεστάτη», του υπευθύνου για όλη την έκταση που έχαιρε ιδιαίτερης φροντίδας από την οικογένεια των ιδιοκτητών και ζούσε μέσα στο κτήμα με τη δική του οικογένεια. Ειδικοί εργάτες, οι «ποτιστές» είχαν σαν αποκλειστική ασχολία να χαράσσουν τις διόδους από όπου απρόσκοπτα κυλούσε το νερό στα δέντρα, ξεκινώντας από το κεντρικό αυλάκι, τον κεφαλοποτιστή και συνεχίζοντας με όσα διακλαδίζονταν με αφετηρία εκείνον, μια τέχνη που οι παλαιότεροι χαρακτηρίζουν «σωστή ζωγραφική». Σε κάποια μάλιστα από τα εναπομείναντα κτήματα διατηρείται αυτός ο παραδοσιακός τρόπος ποτίσματος των δέντρων γιατί έτσι πίνουν αρκετό νερό και σε αραιά διαστήματα, κάνοντας πιο αποδοτική την άρδευση.

Η εικόνα των περιβολιών ήταν πράγματι αψεγάδιαστη, ούτε πετραδάκι δεν περίσσευε ή βρισκόταν εκτός θέσης. Κι όταν τα δέντρα φορτωμένα καρπούς θύμιζαν όντως ζωγραφικό πίνακα κι έφτανε ο χειμώνας της συγκομιδής, το «κόμα» όπως λεγόταν το κόψιμο των εσπεριδοειδών έμοιαζε με ιεροτελεστία που απαιτούσε ιδιαίτερη προσοχή. Ειδικά για τα μανταρίνια, προκειμένου να μην πληγωθεί ούτε η φλούδα και χάσουν τα αιθέρια έλαια που τους δίνουν το έντονο άρωμα, το κόψιμο γινόταν με ειδικό τσιμπιδάκι κι έναν κάποιος εργάτης δεν είχε κοντά νύχια, δεν έπιανε δουλειά. Μερικοί μάλιστα αυστηροί γαιοκτήμονες εξέταζαν τα χέρια των εργατών στο τέλος της ημέρας για να δουν αν ήταν κιτρινισμένα, που σημαίνει ότι θα είχαν φάει κάποια από τα πολύτιμα φρούτα.

Τα κοφίνια ήταν ντυμένα με τσουβάλι, ενώ μετά τη μεταφορά στην κάθε ιδιόκτητη αποθήκη και το πέρασμα από τα συσκευαστήρια, έπαιρναν το δρόμο των εξαγωγών φέροντας πάντα τη φίρμα του εκάστοτε εμπόρου. Κι αν δυστυχώς πλέον εκατοντάδες δέντρα πεθαίνουν κάθε χρόνο ή αντικαθίστανται από άλλες καλλιέργειες, για τους παλιούς Χιώτες του Κάμπου τα δέντρα ήταν σαν παιδιά τους, «καθένα φορά κι ένα ρούχο του πατέρα μου» αναφέρει χαρακτηριστικά μια ηλικιωμένη απόγονος ενός ιδιοκτήτη κτημάτων.

Ένα ιδιαίτερα επικερδές ταξίδι

Με τη γεωγραφική θέση του νησιού να ευνοεί τις εμπορικές σχέσεις με Ανατολή και Δύση και την ποιότητα των τοπικών προϊόντων να φτάνει τα υψηλότερα ποιοτικά στάνταρ, τα εσπεριδοειδή που πρωτοκαλλιέργησαν στη Χίο οι Γενοβέζοι, έγιναν ήδη ξακουστά από τον 17ο αιώνα, όταν ξεφορτώνονταν ολόφρεσκα από μεγάλα ιστιοφόρα στα λιμάνια της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης, μεταφερόμενα από εκεί στις ανατολικότερες αγορές. Τον 18ο αιώνα επίσημα αρχεία καταγράφουν ότι εξάγονταν γλυκά του κουταλιού και σερμπέτια. Έναν αιώνα αργότερα, οι χιώτικοι εμπορικοί σταθμοί επεκτείνονται μέσω Μασσαλίας, Αμβέρσας και Λιβόρνου ως το Άμστερνταμ, το Λονδίνο και το Λίβερπουλ και στο νησί ρέει πρωτοφανής πλούτος από τα «χρυσοφόρα εσπρεριδοειδή», που απέφεραν περίπου 500 χρυσές λίρες ανά 1.100 δέντρα.

Κι αν οι καταστροφικές συνθήκες στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα κι αφού ήδη είχε συντελεστεί η σφαγή της Χίου, με τον ολέθριο παγετό και τον ισοπεδωτικό σεισμό, έπληξαν για πάντα τις καλλιέργειες, ο Β΄Π.Π. πολύ αργότερα και ο ανταγωνισμός από τις άλλες μεσογειακές χώρες, έφεραν το τέλος μιας ολόκληρης εποχής. Στις μέρες μας, ο ιδιαίτερα ενεργητικός Συνεταιρισμός δραστηριοποιείται όλο το χρόνο, με πρώτη τη συγκομιδή των μανταρινιών -που έχουν πάρει το χαρακτηρισμό Π.Γ.Ε.- το Δεκέμβριο για εκχύμωση και ακολούθως των πορτοκαλιών και λεμονιών. Και παρότι τα χιώτικα μανταρίνια είναι λιγοστά στις αγορές, το περίφημο αρωματικό λικέρ που προσφέρονταν από παλιά σε γιορτές και ειδικές περιστάσεις, εξακολουθεί να αποτελεί δημοφιλές κέρασμα στα σπίτια και ιδανικό γευστικό σουβενίρ από τη μυροβόλο Χίο.

Αρώματα και γεύσεις μνήμης

Τις γεύσεις του Κάμπου αλλά και παράλληλα τις μνήμες και τα αφηγήματα του μοναδικού αυτού τόπου μπορεί να βρει κανείς στο Μουσείο Citrus που εδρεύει στην καρδιά της περιοχής, στο αρχοντικό της οικογένειας Καράλη του 1742. Πρόκειται για έναν βιωματικό πολυχώρο, όπου πέρα από το εντυπωσιακό κτίσμα και το γαλήνιο café που καταλαμβάνει το χώρο της αυλής και του υποστατικού -ιδανικό τόσο για τις ηλιόλουστες όσο και για τις πιο κρύες μέρες στο cozy εσωτερικό του-, λειτουργεί ένα θαυμάσιο μουσείο αφιερωμένο στην ιστορία των εσπεριδοειδών του Κάμπου. Παλιά γεωργικά εργαλεία, μέρη των πολύτιμων οικοσκευών των αρχοντικών οικογενειών, αρχεία εμπορικών συναλλαγών, παλιές συσκευασίες, τα λογότυπα όλων των εξαγωγέων εσπεριδοειδών, χάρτες των εμπορικών σταθμών και μια λεπτομερής μακέτα συσκευαστηρίου, μας βοηθούν να συνθέσουμε τη λαμπερή εικόνα της ακμάζουσας πεδιάδας και της οικονομίας της.

Εδώ εκτίθενται και φωτογραφίες των εντυπωσιακών επαύλεων της περιοχής πολλές από τις οποίες δεν υπάρχουν πια και παρέμειναν γνωστές με τα ονόματα των εύπορων ιδιοκτητών τους, όπως των Χιωτογενοβέζων Καλβοκορέση, των Ράλλη, Ροΐδη, Καρδασιλάρη και Σεκιάρη μεταξύ πολλών ακόμη. Στο Citrus θα βρείτε επίσης αγνές μαρμελάδες και γλυκά του κουταλιού της δικής τους ετικέτας, όλα παρασκευάζονται στην μονάδα αγροτουρισμού Περλέας, όπου από το 1981 λειτουργεί και ο πρώτος παραδοσιακός ξενώνας -Perleas Mansion- στην περιοχή του Κάμπου.

Ανάμεσα στις βαρυφορτωμένες πορτοκαλιές, τη μεγάλη λιθόκτιστη αυλή και τη γεμάτη στέρνα, με τους καρπούς και τα λουλούδια των δέντρων να αγγίζουν τα παραθυρόφυλλα, τρία πέτρινα χτίσματα του 1640 έχουν μετατραπεί σε 8 πολυτελείς χώρους φιλοξενίας, η διαμονή στους οποίους δίνει άλλη διάσταση στην επίσκεψη στον μαγευτικό Κάμπο της Χίου. Εδώ όπου καθώς αγγίζεις τη φύση και μεθάς από τις ευωδιές, ακούς ακόμη τους ψίθυρους περασμένων εποχών και χαμογελάς που τις ανακαλύπτεις στο βαθμό που παραμένουν ζωντανά τα χνάρια τους.

Στο κάτω τμήμα του αρχοντικού ενημερωνόμαστε για την καλλιέργεια των εσπεριδοειδών, τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται, τις μεθόδους παραγωγής και τις συσκευασίες των προϊόντων. Μαθαίνουμε για τα αρχοντικά του Κάμπου και τα περιβόλια του, τους μάγγανους και τους τοίχους που τα περιβάλλουν. Δίπλα στο μουσείο λειτουργούν μία μικρή καφετέρια και ένα μαγαζάκι όπου μπορούμε να δοκιμάσουμε και να αγοράσουμε χιώτικες γεύσεις που παρασκευάζονται αποκλειστικά από το Citrus.

Διαβάστε ακόμα:

Μυροβόλος Χίος: Βότανα, Παράδοση και Καινοτομία

Χίος: Ένα γαστρονομικό οδοιπορικό στο νησί των αρωμάτων

Βρουλίδια: Η παραλία της Χίου με τα λευκά βράχια που αντικρίζει το απέραντο γαλάζιο