Πώς μία μικρή πόλη στο Πιεμόντε της Ιταλίας έχει στεφθεί «βασίλισσα» της κλωστοϋφαντουργίας;
Έχει λιγότερους από 43.000 κατοίκους, είναι λίγο μικρότερη από την Ύδρα, έχει ιστορία από την προ Ρωμαϊκή Εποχή και έχει κατακτήσει τον κόσμο με την τέχνη και την παράδοση της κλωστοϋφαντουργίας. Η Μπιέλλα στο Πιεμόντε της Ιταλίας είναι ένα μικρό στολίδι που αξίζει να ανακαλύψετε.
Από το κασμίρ για τον Armani, στο χαρακτηριστικό κόκκινο που αποτελεί σφραγίδα του οίκου Valentino, ο παράδεισος της κλωστοϋφαντουργίας ανοίγει της πύλες του στους επισκέπτες και τους μυεί στην τέχνη της νηματουργίας, της πλεκτικής, της ένδυσης. Άλλωστε, η παραγωγή και επεξεργασία νημάτων και υφασμάτων στην περιοχή καταγράφεται από την αρχαιότητα.
Το φυσικό περιβάλλον της αποτελεί αιτία για την ανάπτυξη της ύφανσης, καθώς βρίσκεται στους πρόποδες των Άλπεων και τη διασχίζουν αλπικά ρέματα. Η ποιότητα του νερού συμβάλλει στην απαλότητα, τη λάμψη και την αίσθηση που αφήνουν στο δέρμα τα υφάσματα που παράγονται στην περιοχή. Αρχικά, οι ντόπιοι εστίασαν στην εκτροφή προβάτων και στη συνέχεια, προκειμένου να αποκτήσουν ένα πρόσθετο εισόδημα, προχώρησαν στην κλωστοϋφαντουργία. Κίνηση που αποδείχθηκε σοφή αφού χάρη σε αυτή τη δραστηριότητα η Μπιέλλα έχει γίνει η πρωτεύουσα της κλωστοϋφαντουργίας.
Η τέχνη του μαλλιού
Η πόλη είναι άμεσα συνυφασμένη με το μαλλί. Διασώζονται, μάλιστα, καταστατικά του 13ου και 14ου αιώνα σχετικά με τη λειτουργία των τοπικών κλωστοϋφαντουργείων. Αρχικά, η παραγωγή νημάτων και υφασμάτων ήταν κυρίως προνόμιο των πολύτεκνων οικογενειών. Μόνο στο Μεσαίωνα άρχισε να διευρύνεται το φάσμα όσων ασχολούνταν με τον τομέα. Ανάμεσα στο 1500 και το 1600 κάθε περιοχή της Μπιέλλα είχε τη δική της εξειδίκευση. Για παράδειγμα, στην κοιλάδα του Έλβο παράγονταν λεπτεπίλεπτα υφάσματα, ενώ στις κοιλάδες Στρόνα και Σεσσέρα ειδικεύονταν σε πιο «ακατέργαστα» υφάσματα. Ήταν αρχές του 18ου αιώνα όταν ο Πιέτρο Σέλα κατά την επιστροφή του στην περιοχή από το Βέλγιο έφερε στις αποσκευές του και ένα μηχάνημα με το οποίο το 1817, στις εγκαταστάσεις ενός πρώην εργοστασίου παραγωγής χάρτου, ιδρύθηκε η πρώτη βιομηχανία μηχανικής παραγωγής νημάτων, η Gian Giacomo e Fratelli Sella, πλέον Lanificio Maurizio Sella.
Δημιουργική Πόλη της UNESCO, η Μπιέλλα άντεξε στην κρίση που έπληξε τον τομέα, επιβίωσε και από την πλημμύρα του 1968 που στοίχισε τη ζωή σε 58 ανθρώπους και κατέστρεψε πολλές εταιρίες καταγράφοντας ζημιές πολλών δισεκατομμυρίων ιταλικών λιρών. Αναβίωσε από τις στάχτες της, ακολούθησε την τάση των αγορών και σκαρφάλωσε στην κορυφή περνώντας από τη μαζική παραγωγή, σε υφάσματα και νήματα υψηλής ποιότητας, επιλέγοντας μαλλί Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας, κασμίρ, μαλλί καμήλας, αλπακά, προβατοκάμηλου βικούνια, μοχέρ. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι πολλά από τα εκλεκτά υφάσματα Made in Italy που χρησιμοποιούνται από διεθνείς οίκους μόδας προέρχονται από τη Μπιέλλα.
Οι Maisons de Mode που κατέκτησαν τον κόσμο
Τα πιο απαλά κασμίρ του Armani, τα υφάσματα του καναπέ του Οβάλ Γραφείου στον Λευκό Οίκο, το παλτό της Όντρεϊ Χέπμπορν στην ταινία «Διακοπές στη Ρώμη», μέχρι το χαρακτηριστικό κόκκινο «Rosso Valentino», όλα δημιουργήθηκαν στη μικρή πόλη του Πεδεμόντιου. Με τη βιομηχανοποίηση άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους και τα πρώτα οικογενειακά εργοστάσια παραγωγής νημάτων στρατηγικά τοποθετημένα δίπλα σε υδάτινες οδούς, απαραίτητες για την παραγωγή και στη συνέχεια την ηλεκτρική ενέργεια που απαιτείτο για τη λειτουργία των μηχανημάτων κλωστοϋφαντουργίας. «Γεννιούνται» επομένως οι πρώτες επώνυμες μάρκες, παράγονται κυρίως υφάσματα για ανδρικά και γυναικεία ενδύματα, νήματα ύφανσης και πλεξίματος και πραγματοποιούνται όλες οι διεργασίες όπως χτένισμα, βαφή, φινίρισμα κ.λπ. Ο κολοσσός δεν είναι άλλος από την εταιρία Ermenegildo Zegna, παγκόσμιος ηγέτης στην ανδρική μόδα υψηλής αισθητικής.
Σύμφωνα με το Forbes 1,29 δισ. ευρώ ήταν ο τζίρος για το 2021 με την εταιρία να διαθέτει 500 καταστήματα σε 80 χώρες. Η ιστορία της ξεκινά το 1910 όταν ο παππούς του νυν ιδιοκτήτη Ερμενετζίλντο Τζένια ιδρύει εργοστάσιο μαλλιού στην περιοχή Τριβέρο, σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων από την Μπιέλλα. Η εταιρία όχι μόνο χάραξε μία επιτυχημένη εγχώρια και διεθνή πορεία ακολουθώντας το ίδιο πάθος και πνεύμα του ιδρυτή της, αλλά αποτελεί και παράδειγμα περιβαλλοντικής συνείδησης καθώς γύρω από το εργοστάσιο έχει δομηθεί μία πραγματική «πράσινη» κοινότητα αξιοποιώντας το φυσικό τοπίο.
Η Oasi Zegna είναι ένα πάρκο έκτασης 100 τετραγωνικών χιλιομέτρων προσβάσιμο σε όλους καθώς δίνει τη δυνατότητα δραστηριοτήτων όπως ιππασία, πεζοπορία, ορειβασία. Ο Ερμενετζίλντο Τζένια φύτεψε το πρώτο δέντρο το 1910 δίνοντας το έναυσμα για μία βιώσιμη προσέγγιση που τελικά οδήγησε στην όαση με 500.000 δέντρα. Το 1881 ιδρύεται η εταιρία Cerruti από τον Αντόνιο Τσερούτι, τα δύο αδέλφια του και τον ξάδερφό του. Οι τέσσερίς τους ακολουθώντας τα χνάρια των προγόνων τους, οι οποίοι από το τέλος του 1700 ασχολούνταν με την ύφανση, εστιάζουν στην παραγωγή καινοτόμων και ποιοτικών υφασμάτων. Η επιτυχία δεν αργεί και μέσα σε λίγα χρόνια το εργοστάσιο διευρύνεται με σύγχρονα μηχανήματα. Το 1951 η εταιρία περνά στα χέρια του Νίνο Τσερούτι ο οποίος παρά τα μόλις 20 χρόνια του θα δείξει αμέσως την υψηλή αισθητική του και τις οργανωτικές ικανότητές του. Το 1957 μπαίνει στο χώρο της ανδρικής μόδας, το 1967 ιδρύει την «maison de couture» του και είναι ο πρώτος Ιταλός στιλίστας που λανσάρει στο Παρίσι την ανδρική prêt-à-porter δίνοντας πνοή στην Cerruti 1881.
Ασυγκράτητα δημιουργικός ο Τσερούτι σημειώνει μεγάλη επιτυχία στον κόσμο των αθλητικών ενδυμάτων καθώς και στον κινηματογράφο. Στις ιστορικές εταιρίες πνέει αέρας φρεσκάδας. Για να επιβιώσουν σε συνθήκες παγκόσμιου ανταγωνισμού οι εταιρίες εξελίσσονται και ανακαλύπτουν νέους τρόπους συνδυάζοντας το σύγχρονο τρόπο παραγωγής νημάτων, χωρίς ωστόσο να ξεχνούν την παράδοση και φυσικά την υψηλή ποιότητα. Για παράδειγμα, όπως αναφέρει το Forbes, η Ecofuture, η οποία γεννιέται από τα σπλάχνα της Madiva που ιδρύθηκε το 1953 χάρη στο όραμα του ζεύγους Άλφιο και Ίζιντε Μπότα. Από το 2018 η Ecofuture που διοικείται από την τρίτη γενιά Μπότα είναι η μοναδική εταιρία στην Ιταλία που κατασκευάζει εσώρουχα αποκλειστικά με φυσικές βαφές.
Από την άλλη, η ιστορία της Reda της οικογένειας Μπότο Ποάλα με έτος ίδρυσης το 1865 που ειδικεύεται στην παραγωγή εξαιρετικών υφασμάτων από μαλλί μερινός, αντιστάθηκε στις αντιξοότητες του χρόνου πραγματοποιώντας «άνοιγμα» στον κόσμο του αθλητισμού με τεχνικά υφάσματα, αλλά και υφάσματα φυτικής προέλευσης. Παράλληλα, η Vitale Barberis Canonico, η οποία ιδρύθηκε από τον Τζουζέπε Μπαρμπέρις Κανόνικο, εξακολουθεί εδώ και 360 χρόνια να διοικείται από μέλη της οικογένειάς του και είναι μέλος της ένωσης Les Hénokiens που συγκεντρώνει οικογενειακές εταιρείες με επιχειρηματική δράση εδώ και τουλάχιστον δύο αιώνες. Η Vitale Barberis Canonico αναζητά νέες λύσεις και προτείνει υφάσματα από αγνό μαλλί, τα οποία δημιουργούνται με 40% ανακυκλωμένο νήμα που προέρχεται από ρετάλια υφάσματος. Όσο για την Piacenza Cashmere, η οποία δημιουργήθηκε το 1733, δημιουργεί ενδύματα από κασμίρ αλασάν. Επισημαίνεται ότι το 2021 οι κλωστοϋφαντουργικές εταιρίες αριθμούσαν τις 669, με τους εργαζομένους να αγγίζουν τους 10.000 και τις εξαγωγές να φτάνουν τα 941 εκατ. ευρώ.
Η συνοικία Πιάτσο
Η συνοικία Πιάτσο (Piazzo) είναι η καρδιά της πόλης και ένα από τα πιο δημοφιλή σημεία που επιλέγουν οι ταξιδιώτες να επισκεφθούν. Πρόκειται για μία μεσαιωνική συνοικία που βρίσκεται στην άνω πόλη και μπορείτε να την επισκεφθείτε με το τελεφερίκ. Το κέντρο αυτής της περιοχής είναι η Πιάτσα Τσιστέρνα (Piazza Cisterna), όπου κάποτε βρισκόταν το δημαρχείο και η αγορά. Εδώ, θα βρείτε το Παλάτσο ντελ Πότσο (Palazzo Dal Pozzo), τις μεσαιωνικές στοές και το Κάζα Τέτσο (Casa Teccio), μια από τις πιο εντυπωσιακές κατοικίες της πόλης. Μπορείτε να επισκεφθείτε την εκκλησία του Σαν Τζάκομο. Σε κοντινή απόσταση μπορείτε να θαυμάσετε τη βίλα Γκρόμο του Τερνένγκο (Gromo di Ternengo), που χρονολογείται από τον 16ο αιώνα και ανακαινίστηκε τον 19ο αιώνα.
Το Ντουόμο
Στην Πιάτσα Ντουόμο βρίσκεται ο καθεδρικός του Αγίου Στεφάνου που κατασκευάστηκε το 1400 και διατηρεί ακόμα πολύτιμες τοιχογραφίες του 1400-1500. Κοντά στον καθεδρικό ναό βρίσκεται το ιερό Βαπτιστήριο, ένα από τα πιο σημαντικά κτίρια της περιοχής. Χτισμένο μεταξύ 7ου και 11ου αιώνα, φέρει τέσσερις ημικυκλικές αψίδες χωρισμένες με παραστάδες, ενώ την είσοδο κοσμεί ρωμαϊκό ανάγλυφο που απεικονίζει τον Ηρακλή.
Η βασιλική του Σαν Σεμπαστιάνο
Επισκεφθείτε τη βασιλική του Σαν Σεμπαστιάνο (San Sebastiano), με τη χαρακτηριστική αναγεννησιακή αρχιτεκτονική του 15ου αιώνα. Τον ναό κοσμούν έργα των Ροντόλφο Μοργκάρι, Μπερναρντίνο Λανίνο και Ντεφεντέντε Φεράρι. Στο μοναστήρι της βασιλικής στεγάζεται το Μουσείο της Επικράτειας της Μπιέλλα με πέντε ενότητες, ανάμεσα στις οποίες αιγυπτιακή τέχνη, αρχαιολογικά ευρήματα της περιοχής και συλλογές με πίνακες.
Η λίμνη Βιβερόνε
Η λίμνη Βιβερόνε (Viverone) είναι ένα από τα πιο όμορφα αξιοθέατα της Μπιέλλα. Είναι η τρίτη μεγαλύτερη λίμνη στο Πιεμόντε και πήρε το όνομά της από τον ομώνυμο δήμο στον οποίο ανήκει. Η λίμνη είναι παγετώδους προέλευσης και σχηματίστηκε την Τεταρτογενή περίοδο. Η επιφάνειά της είναι 5,72 τετραγωνικά χιλιόμετρα, το μέγιστο βάθος της είναι 50 μέτρα, ενώ το μήκος της είναι 3.470 μέτρα. Η συνολική της περίμετρος είναι 13,06 χλμ., αλλά δεν είναι δυνατή η περιήγησή της σε όλη της την έκταση καθώς δε διαθέτει στο νοτιοδυτικό τμήμα κατάλληλες περιπατητικές διαδρομές. Στην περιοχή βρέθηκαν κοσμήματα, όπλα και βότσαλα της προϊστορικής εποχής από πληθυσμούς που κατοικούσαν εκεί την Εποχή του Χαλκού. Αποτελεί ιδανικό προορισμό για αθλητικές δραστηριότητες και παρατήρηση πτηνών.
Το ιερό όρος Ορόπα
Το ιερό όρος Ορόπα (Sacro Monte di Oropa) είναι αφιερωμένο στην Παναγία και αποτελεί μέρος του καταλόγου Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. Ο ναός χτίστηκε προς τιμή της Παρθένου τον 4ο αιώνα από τον Άγιο Ευσέβιο και περιβάλλεται από 19 παρεκκλήσια, ενώ ξεχωρίζει για το γλυπτό της Μαύρης Παρθένου που χρονολογείται από τον 13ο αιώνα. Στο όρος επισκέψιμος είναι ο βοτανικός κήπος καθώς και το Μουσείο των Θησαυρών, όπως και το μετεωρολογικό παρατηρητήριο. Επιπλέον, μπορείτε να επισκεφθείτε την κοντινή λίμνη Μουκρόνε (Mucrone), η οποία είναι προσβάσιμη με τελεφερίκ.
Ροζάτσα
Για τους λάτρεις του εσωτερισμού ενδιαφέρον παρουσιάζει η μικρή και με τους μόλις 100 κατοίκους Ροζάτσα (Rosazza). Σκαρφαλωμένη στην κοιλάδα του Τσέρβο, η Ροζάτσα την οποία διασχίζει ένα ήρεμο ρυάκι, γοητεύει πολλούς γιατί μοιάζει με χωριό-φάντασμα. Πολλές είναι οι κατοικίες προς πώληση με πινακίδες που πλέον έχουν ξεθωριάσει στο χρόνο. Ενδεχομένως αυτή η κάπως απόκοσμη όψη της να είναι η αιτία που η Ροζάτσα φέρει τον τίτλο του πιο μυστηριώδους χωριού στην Ιταλία. Ο αστικός μύθος αναφέρει ότι ο Φεντερίκο Ροζάτσα με τον Τζουζέπε Μαφέι έχτισαν το χωριό αφού πρώτα συμμετείχαν σε τελετή μυστικισμού, κατά τη διάρκεια της οποίας έλαβαν εντολές από πνεύματα για το πώς θα δομήσουν την Ροζάτσα.
Cittadellarte – Fondazione Pistoletto
Για τους λάτρεις της τέχνης απαραίτητος σταθμός κατά την παραμονή στη Μπιέλλα είναι η Cittadellarte – Fondazione Pistoletto. Το Ίδρυμα Πιστολέττο που δημιουργήθηκε το 1998 από τον καλλιτέχνη Μικελάντζελο Πιστολέττι, γιος του ζωγράφου Έττορε Ολιβέρο Πιστολέττο, φιλοξενεί εκθέσεις σύγχρονης τέχνης, συνέδρια, εκδηλώσεις, κινηματογραφικές παρουσιάσεις και εκπαιδευτικά εργαστήρια. Το εμβληματικό έργο του Πιστολέττο «Αφροδίτη των Κουρελιών» του 1967 αποτέλεσε καταλύτη για τη γέννηση της Arte Povera (φτωχής τέχνης) και συμβολίζει τη σχέση του ανθρώπου με τον πλανήτη, καταγγέλλοντας την κουρελιασμένη και υπερκαταναλωτική ανθρωπότητα.
Γαστρονομία
Το μακάν (macagn) με την απαλή υφή και την έντονη γεύση του που αποδίδεται στην παλαίωσή του, το ημίσκληρο γλυκό ή πικάντικο τόμα (toma), το μουρταράτ (murtarat) που σημαίνει «πυροτέχνημα» για τη χαρακτηριστική του γεύση που προκαλεί γευστικές εκρήξεις στον ουρανίσκο, το μαλακό μπέντου (Beddu), τα σαλάμια, το χοιρινό με τις βραστές πατάτες, το προσούτο παλέτα (paletta), το σαλάμι ρυζιού ή το σαλάμι του φτωχού που παρασκευάζεται με ρύζι, το μέλι και άλλα πολλά είναι τα τοπικά προϊόντα που κάνουν την Μπιέλλα να ξεχωρίζει και γαστρονομικά. Η παραδοσιακή κουζίνα διατηρεί ζωντανή τη γαστρονομική παράδοση του Πιεμόντε με τα τοπικά εστιατόρια να προωθούν τους μικρούς ντόπιους παραγωγούς.
Η πολέντα κόντσα (polenta concia), μαλακός χυλός από καλαμπόκι μέσα στον οποίο λιώνει τυρί, είναι ένα από τα πιο γνωστά «φτωχικά» αλλά λαχταριστά πιάτα της περιοχής. Το καπουνέτ (capunet) είναι ένα χαρακτηριστικό κυριακάτικο πιάτο λαχανοντολμάδων με κιμά, μορταδέλα και τυρί γκράνα παντάνο που θυμίζει γιαγιά. Η περιοχή υπερηφανεύεται και για τα γλυκά της: Τα τραγανά μπισκότα τορτσέτι (torcetti) με το χαρακτηριστικό οβάλ σχήμα, τα στρογγυλά μπισκότα πάστε ντ’μέλια (paste ‘d melia), τα ελαφριά «λουλουδάκια» κανεστρέλι (canestrelli), είναι μόνο μερικά από τα γλυκίσματα της περιοχής.
Η πόλη είναι γνωστή για το αγνό και ελαφρύ νερό, όπως το φυσικό μεταλλικό νερό Lauretana που όπως αναφέρει η εταιρία εμφιάλωσής της είναι «το πιο ελαφρύ νερό της Ευρώπης». Αξιόλογη, όμως, είναι και η μπίρα της Μπιέλλα, η Menabrea που παράγεται στην πιο παλιά ζυθοποιία της Ιταλίας, η οποία έχει αποσπάσει πολλά διεθνή βραβεία και έχει ανακηρυχθεί η καλύτερη Lager στον κόσμο. Δε μπορείτε να φύγετε από την περιοχή χωρίς να έχετε δοκιμάσει το περίφημο ραταφιά (ratafià), ένα γλυκό λικέρ που παρασκευάζεται από μαυροκέρασα και αφήνει μία ντελικάτη και πλούσια γεύση, η οποία συνδυάζεται μαγικά με νότες πικραμύγδαλου. Μία γουλιά του είναι αρκετή για να σας ταξιδέψει στο παρελθόν.
Photos: Visitbiella και Archivio ATL Terre dell’Alto Piemonte.
Διαβάστε ακόμα:
Best of Τορίνο: Αξιοθέατα, μουσεία και γαστρονομία
Το Μπέργκαμο είναι το νέο Μιλάνο
Gay-Odin: Γιατί αξίζει να επισκεφθείτε αυτή τη σοκολατερία στην Ιταλία -Η μοναδική ιστορία της