Η Κρήτη είναι ένας μοναδικός προορισμός – εσκεμμένα δεν αναφέρομαι σε τουριστικό προορισμό– διότι η απεραντοσύνη της απαιτεί ταξιδιωτική συνείδηση, περιηγητική διάθεση, καθώς και θέληση να καταλάβει κανείς τι σημαίνει Κρήτη και τι σημαίνει Κρητικός. Μόνο έτσι μπορείς να απολαύσεις αυτό το μακρόστενο νησί, που σχεδόν αποτελεί χώρα. Επίσης, όταν κάποιος βρίσκεται εδώ, γρήγορα καταλαβαίνει ότι είναι ίσως το μοναδικό νησί της Ελλάδας όπου οι κάτοικοι έχουν γυρισμένη την πλάτη στη θάλασσα.
Η κρητική κουζίνα, από την άλλη –η σπουδαιότερη τοπική κουζίνα της χώρας– βασίζεται με αμέτρητα προϊόντα, δοσμένα απλόχερα από τη φύση σε αυτή τη γη: δίπλα στις καλλιέργειες και τη ντόπια κτηνοτροφία προστίθεται και ο πλούτος της άγριας χλωρίδας, ο οποίος πραγματικά εντυπωσιάζει, με μοναδικά βότανα τα οποία φύονται παντού, κάνοντας την Κρήτη να μοσχοβολά χειμώνα καλοκαίρι.
Πού να πρωτοσταθεί κανείς; Στην αγαλατσίδα, στον άγριο μαϊντανό, στους ασκολύμπρους, στους ασκορδουλάκους, στο βυζοράδικο, στο κατσίδι, στο σταμναγκάθι, στα άγρια σπαράγγια, στην κοπανίδα; Ή μήπως στους μπουμπουριστούς χοχλιούς, στις χορτόπιτες, στα καλτσούνια, στα αντικριστά αμνοερίφια (που συχνά βόσκουν ελεύθερα), στις άγριες αγκινάρες, στους βολβούς, στις αβρωνιές, στην πασίγνωστη στάκα; Η λίστα δεν έχει τέλος.
Φτάνουμε στην ανατολική πλευρά του νησιού, στην περιφερειακή ενότητα Λασιθίου, στην περιοχή του Δήμου Σητείας. Το πρώτο πράγμα που αντιλαμβάνεσαι μόλις ηρεμήσεις λίγο και καταλάβεις πού βρίσκεσαι είναι ότι εδώ αναπνέει μία άλλη Κρήτη, η οποία δεν έχει αλλάξει μορφή λόγω της τουριστικής εξάπλωσης. Με δικούς της ρυθμούς, δική της ψυχοσύνθεση, δικό της τρόπο φιλοξενίας· ακόμα και δική της ντοπιολαλιά.
Η Σητεία ανήκει λοιπόν στις ευλογημένες περιοχές της Ελλάδας, όσες διατηρούν τα τοπία τους αναλλοίωτα και αγέρωχα. Εδώ ο ταξιδιώτης θα ανακαλύψει ερημικές ακρογιαλιές σε μία εντυπωσιακή ακτογραμμή με αμμοθίνες και αλυκές, αλλά και πασίγνωστες, απλωμένες παραλίες με τροπική αίσθηση. Πέρα δε από το παράκτιο μέτωπο προσφέρονται και πεζοπορικές διαδρομές, σπάνια φαράγγια, καθώς και αναρριχητικά πεδία. Μετά από πολλά χιλιόμετρα περιπλάνησης σε αυτό το βορειοανατολικό άκρο της Κρήτης, μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι υπάρχουν απίστευτες φυσικές ομορφιές.
Κυρίαρχα στο τοπίο είναι, φυσικά, τα λιόδεντρα, τα οποία είναι απλωμένα από τα βουνά και τους λόφους μέχρι τις πεδιάδες, ασημίζοντας τα πάντα με το χρώμα τους. Πολλές φορές, μάλιστα, δροσίζουν τα ριζά τους στα πεντακάθαρα νερά του Κρητικού ή του Λιβυκού πελάγους.
Λίγο μόνο να περιδιαβείς, εντωμεταξύ, καταλαβαίνεις ότι είναι τόπος με ιστορία χιλιάδων χρόνων. Διάφοροι πολιτισμοί έχουν βάλει τη σφραγίδα τους, αφήνοντας μνημεία σπαρμένα εδώ κι εκεί, ενώ γεωλογικές/τεκτονικές αλλαγές έχουν προσθέσει τη δική τους πινελιά στο τοπίο. Χωριά σκαρφαλωμένα σε άγρια βουνά και λόφους, πασπαλισμένα με την πατίνα του χρόνου και μακριά από κάθε τουριστική ισοπέδωση, αυλές λουλουδιασμένες και άνθρωποι φιλόξενοι και γελαστοί, έξω καρδιά, γλεντζέδες. Είναι λες και σε περίμεναν να φτάσεις εδώ, οπότε δύσκολα μπορείς να αρνηθείς τη μόνιμη πρόσκληση να πιείς μαζί τους μια ρακή.
Και όλα αυτά «κρύβονται» σε μία έκταση 500 τ.χλμ., απαρτίζοντας το λεγόμενο Γεωπάρκο της Σητείας, το οποίο είναι ενταγμένο στην UNESCO ως ένα από τα πέντε γεωπάρκα της χώρας μας. Έτσι, θα βρει κανείς και σπάνιους γεωφυσικούς σχηματισμούς, ενώ θα δει και τα αρχαιότερα πετρώματα όλης της Κρήτης. Στη δε περιοχή του Παλαικάστρου έχουν εντοπιστεί και φυτικά υπολείμματα ηλικίας 300 εκατομμυρίων ετών.
Η πόλη
Στη Σητεία φτάνει κανείς από την Αθήνα με αεροπλάνο (είτε απευθείας, προσγειωνόμενος στο αεροδρόμιό της, είτε μέσω του αερολιμένα Ηρακλείου, από όπου θα πρέπει να έρθει οδικώς), ενώ υπάρχει και ακτοπλοϊκή σύνδεση από τον Πειραιά ή από άλλα λιμάνια της χώρας. Είναι πρωτεύουσα του ομώνυμου δήμου, που είναι πραγματικά μεγάλου μεγέθους –οπότε θα προσπαθήσουμε να τον εξερευνήσουμε όσο μπορούμε, ξεκινώντας φυσικά από την ίδια πόλη. Η οποία είναι χτισμένη πάνω στη θάλασσα, ενώ εκτείνεται και αμφιθεατρικά προς τον λόφο πίσω της, έχοντας δύο πράγματα που την κάνουν γοητευτική.
Το ένα είναι η παραλία της, η οποία ξεκινάει μέσα από την πόλη κι έτσι προσφέρει μπανάκι και βουτιές χωρίς να χρειάζεται να παίρνεις αυτοκίνητο ή να τρέχεις από ’δω και από ’κει. Στις αρχές της, τα πάσης φύσεως μαγαζιά που βρίσκονται στην πλάτη της προσφέρουν ό,τι τραβάει η ψυχή σου: από καφέ μέχρι κοκτέιλ, από ρακί μέχρι μεζέδες, από σνακ και πλήρες φαγητό μέχρι γλυκίσματα. Όσο απομακρύνεσαι από το κέντρο της πόλης, εντωμεταξύ, τόσο η παραλία αποκτά την ελευθερία της, αλλά και μία μοναχικότητα, γενόμενη προορισμός για όλα τα γούστα και όλα τα βαλάντια.
Το δεύτερο πράγμα που αγαπάς στη Σητεία είναι τα μουράγια της. Εδώ παίζεται άλλωστε όλο το παιχνίδι, ανάλογα με την εποχή και την ώρα. Οικογένειες, ζευγαράκια και τουρίστες απολαμβάνουν τις βόλτες στη προκυμαία, κυρίως όταν αρχίζει να δύει ο ήλιος. Όταν τα χρώματα γίνονται μαβιά, το σουλάτσο και το άραγμα μετατρέπονται σε μια μικρή απόλαυση. Την τιμητική τους έχουν έπειτα τα καφέ, τα εστιατόρια και τα ρακάδικα της παραλίας, που σε προετοιμάζουν για τη νυχτερινή συνέχεια στα μαγαζιά, τα οποία αρχίζουν να ζωντανεύουν εκτεινόμενα τόσο στην προκυμαία, όσο και στα πίσω σοκάκια της πόλης.
Για τις ρακές δεν λέμε περισσότερα, μιας και συνιστούν παντοτινή πρόσκληση στην υποδοχή: «Καλώστονε, κάτσε να πιεις μια ρακή». Στο «Καφέ-Καφέ», δίπλα στη θάλασσα, απολαμβάνεις κρητικό πρωινό με ντάκους, φοβερές πίτες και το ωραιότερο αφέψημα (μείγμα βοτάνων) που δοκίμασα τελευταία. Νωρίτερα ή αργότερα –εξαρτάται από σας– επιβάλλεται και μια βόλτα από τον «Μητσακάκη» για το πιο μοσχοβολιστό και βουτυράτο γαλακτομπούρεκο της Σητείας. Ή, εναλλακτικά, για ζεστούς λουκουμάδες, αν τους τραβάει η ψυχή σας.
Στο «ΜεΡακί» η βραδιά ξεκινάει με ντόπιες νοστιμιές και μπορεί να συνεχιστεί λίγο παραπέρα, στο «Οινωδείο»: ένα ρακάδικο που στέκεται πραγματικά στο ύψος του, προσπαθώντας συνάμα να διατηρήσει και νεανικό χαρακτήρα, αφού η νεολαία –κυρίως στο πίσω στενάκι– κάνει σπονδή στα ποτά και στις ρακές. Η μπροστινή σάλα, πάλι, προσφέρεται για ένα ποτήρι ωραίο κρασί (από μία πολύ ενημερωμένη κάβα), αλλά και για πλήρη κρητική κουζίνα, μαγειρεμένη με ντόπια υλικά και πολύ μεράκι. Ζήτησα για παράδειγμα μία Coca-Cola Zero και μου είπαν ότι επειδή έχουν μόνο κρητικά προϊόντα μπορούν να μου φέρουν μόνο την αντίστοιχη Cola της Κρήτης.
Μία μικρή ανάβαση από το καλντερίμι με τα σκαλάκια που ξεκινάει από το λιμάνι φτάνοντας στην Αγία Αικατερίνη θα σας προσφέρει υπέροχη θέα σε όλη την πόλη από ψηλά. Συνεχίστε τη βόλτα στα μουράγια μέχρι το παλιό λιμάνι, με το λαγκούν στο πίσω μέρος του, όπου τσαλαβουτούν οι πάπιες. Στο τέλος του εξελίσσεται πλέον το καινούριο λιμάνι, όπου θα βρείτε και γλίστρα για να ρίξετε το σκάφος, αν έχετε. Κατόπιν μπορείτε να συνεχίσετε πίσω του, όπου θα βρείτε παρκάκι για ρομάντζα και δίπλα σε αυτό μία μικρή ακτή προφυλαγμένη από τον βοριά, με αμμουδιά και πλατιά βράχια ιδανικά τόσο για βουτιές, όσο και για άραγμα. Ο δήμος έχει βάλει και ντουζιέρα, για τους γνωρίζοντες.
Μιας και φτάσατε ως εδώ, αν σηκώσετε το κεφάλι θα δείτε το κυριότερο αξιοθέατο της Σητείας: το εντυπωσιακό μεσαιωνικό κάστρο Καζάρμα (Casa di Arma), καλοδιατηρημένο και επισκέψιμο, με τρομερή θέα σε όλη την γύρω περιοχή. Τέλος για shopping ή και χάζι στις βιτρίνες, η Ελευθερίου Βενιζέλου είναι ο δρόμος σας.
Διαδρομές
Ξεκινήσαμε την περιήγηση διατρέχοντας μια περιοχή που θέλει έναν συνδυασμό αυτοκινήτου και ποδιών. Εκείνο που θα σας μείνει αξέχαστο αν την επισκεφθείτε –πέρα φυσικά από τα φαράγγια, τις παραλίες και τους καταρράκτες– είναι οι μεγάλες αλλαγές του τοπίου: θα περάσετε από το ασημένιο της ελιάς στο άγριο του βράχου, που, σμιλεμένος εδώ και χιλιάδες χρόνια από τη φύση, αποτελεί έκφραση του προαναφερθέντος Γεωπάρκου.
Μία ενδιαφέρουσα διαδρομή ξεκινά από τη Σητεία και κατευθύνεται προς τη Μονή Τοπλού, φτάνοντας μέχρι το ξακουστό φοινικόδασος του Βάι και τον όρμο της Τέντας. Στη διάρκειά της, οι εναλλαγές των εικόνων θα είναι διαρκείς, με την ελιά να μένει όμως πανταχού παρούσα. Στην Τέντα αντικρίζεις ένα άγριο τοπίο, που κόβει την ανάσα. Είναι δε και το στενότερο σημείο της Κρήτης, με αποτέλεσμα από τη μία μεριά να βλέπεις το Κρητικό Πέλαγος και από την άλλη την απεραντοσύνη του ανατολικού Αιγαίου. Μια στενή λωρίδα γης, που χωρίζει δύο θάλασσες.
Αξίζει να σταθείτε στη Μονή Τοπλού, ένα μοναδικό κόσμημα του Λασιθίου. Πρόκειται για ένα κάστρο ιδιαίτερα φιλόξενο. Στην απέραντη περιοχή της μονής συμπεριλαμβάνεται ένας σπάνιος αμπελώνας με ντόπιες και διεθνείς ποικιλίες, από τον οποίον βγαίνουν τα περίφημα κρασιά Τοπλού: το οινοποιείο βρίσκεται εντός μονής και μπορείτε να το δείτε από κοντά. Το ίδιο ισχύει ασφαλώς και για το λιοτρίβι, όπου παράγονται ανωτέρας κατηγορίας έξτρα παρθένα BIO ελαιόλαδα, απευθείας από τους ελαιώνες των μοναχών. Δύο προϊόντα υψηλής ποιότητας, τα οποία πρεσβεύουν τη σητειακή γη στη διεθνή αγορά.
Στην επιστροφή από την Τέντα ο δρόμος μπορεί να σας οδηγήσει στον όρμο της Ερημούπολης –η αμμουδιά του είναι πανέμορφη– αλλά και στο Βάι. Τι να πει κανείς, αλήθεια, για το πασίγνωστο και μοναδικό σε όλη την Ευρώπη φοινικόδασος δίπλα στην παραλία;
Η τελευταία είναι οργανωμένη, προσφέροντας μια μοναδική εμπειρία με τις ξαπλώστρες κάτω από τα φοινικόδεντρα, ενώ στο πίσω μέρος της θα βρείτε ό,τι χρειαστείτε για να επιβιώσετε. Όποιος έχει κέφι, μάλιστα, αξίζει να πάρει το μονοπάτι που ξεκινάει δεξιά από το Βάι, βγάζοντας σε μία άλλη παραλία: μια «αγκαλιά» ελεύθερη και από υποδομές και από τις συμβάσεις του μαζικού τουρισμού.
Συνεχίζοντας σε αυτή την πλευρά, προς τον νότο, θα δείτε όμορφες παραλίες όπως τον Κουρεμένο, τις Πλακοπούλες ή τη Χιώνα. Όλες είναι οργανωμένες και απάνεμες, αμμουδερές, με σμαραγδένια νερά και υπέροχα ταβερνάκια όπου θα γευτείτε κρητικές λιχουδιές και φρέσκο ψάρι –άλλα βρίσκονται πάνω στο κύμα και άλλα πιο πίσω. Λίγο πριν από τη Μονή Τοπλού, εντωμεταξύ, στα δεξιά του δρόμου, ξεκινάει μία ακόμα διαδρομή. Η οποία περνάει από το Παλαιόκαστρο (στην καρδιά του Γεωπάρκου) και συνεχίζει νότια, περνώντας από τις Χοχλακιές. Από εδώ ξεκινάει και το μονοπάτι για το πανέμορφο φαράγγι Καρούμες.
Προς τον Κάτω Ζάκρο
Συνεχίζοντας τη διαδρομή μας, παίρνουμε μια διασταύρωση προς τα αριστερά,
με στόχο να βγούμε στον Ζάκρο και στον Κάτω Ζάκρο. Ο Ζάκρος είναι σπουδαίο κεφαλοχώρι της περιοχής, με ένα από τα καλύτερα ελαιοτριβεία σε όλο το Λασίθι. Αξίζει λοιπόν να σταματήσετε για γλυκίσματα και άλλα καλούδια στον τοπικό συνεταιρισμό γυναικών, μα και να επισκεφτείτε την καταπράσινη, σκιερή Πηγή Ζάκρου, με το ποταμάκι και τη ξύλινη γεφυρούλα που το διασχίζει.
Στον Κάτω Ζάκρο καταλήγει και το Φαράγγι των Νεκρών, σε μια σπουδαία παραλία με γραφικά ψαροταβερνάκια. Είναι απαράμιλλος ο συνδυασμός που δημιουργούν τα κρυστάλλινα νερά, τα άγρια βουνά με τις κάθετες ορθοπλαγιές, τα σπήλαια και τα αγριοκάτσικα στον περίγυρο και τα αρώματα των μοναδικών μυρωδικών της κρητικής γης, τα οποία ευωδιάζουν παντού.
Για τους περιπατητές, στον Κάτω Ζάκρο καταλήγει και το περίφημο ευρωπαϊκό μονοπάτι Ε4. Το οποίο ξεκινά από τα Πυρηναία Όρη, διασχίζει τη Γαλλία, την Ελβετία, την Αυστρία, τη Γερμανία, την Ουγγαρία και τη Βουλγαρία, από όπου μπαίνει έπειτα στην ηπειρωτική Ελλάδα, φτάνοντας στην Πελοπόννησο κι από εκεί στην Κρήτη.
Εκτός, λοιπόν, από το μπάνιο, την ξάπλα στον ήλιο ή το φαγοπότι στα ταβερνάκια, δεκάδες μονοπάτια θα δώσουν διέξοδο σε όσους τους αρέσει η πεζοπορία.
Ξηρόκαμπος
Αν γυρίσουμε λίγο προς τα πίσω και πάρουμε τη δεξιά διασταύρωση προς Καρύδι, Σίτανο και Χανδρά, μπαίνουμε σε μία άλλη διαδρομή ιδιαίτερου κάλλους. Η οποία δίνει τη δυνατότητα να ξεφύγεις σε μικρότερους δρόμους, απολαμβάνοντας τα ξεχασμένα και αυθεντικά ορεινά χωριά της περιοχής.
Από τον Χανδρά ξεκινάει ένας επαρχιακός δρόμος που φτάνει μέχρι την περιοχή του Ξηρόκαμπου, όπου θα δείτε μερικές από τις ομορφότερες παραλίες της ανατολικής Κρήτης –ιδανικές για όσους αναζητούν τιρκουάζ νερά, γαλήνη, ανάπαυση, μα και λίγη μοναχικότητα. Λίγο μετά τον Χανδρά συναντάμε το κατάφυτο από ελιές και αμπέλια κεφαλοχώρι Ζίρος, στο ομώνυμο οροπέδιο. Εδώ φτιάχνεται ένα από τα καλύτερα λάδια στο Λασίθι –το Ζiro της οικογένειας Προεστάκη, με εξαιρετικές συσκευασίες και πρωτότυπες, πολυτελείς φιάλες. Η διαδρομή από το Χαμαίτουλο και κάτω θυμίζει σεληνιακό τοπίο και μοσχοβολά ρίγανη και θυμάρι. Μετά από λίγη ώρα κατεβασιάς με στροφιλίκι, το μάτι αγναντεύει το Λιβυκό πέλαγος στο βάθος. Στην πορεία θα περάσετε από το Φαράγγι της Ζίρου και κατόπιν από το φαράγγι του Ξηρόκαμπου.
Η κυρίως παραλία του Ξηρόκαμπου είναι αυτή που συναντάτε πρώτη, όμως στη συνέχεια εκτείνονται διάφορες μικρότερες, αμμουδερές ακτές, με τα ίδια νερά. Είναι δε για όλα τα γούστα, αφού προσφέρονται για οικογένειες, για surfing, ακόμα και για φυσικό peeling (όσες είναι από άργιλο). Εμείς συνεχίσαμε από τον Χανδρά προς τις Λιθίνες για να καταλήξουμε στην Ανάληψη και από εκεί σε μία νέα παραθαλάσσια διαδρομή, εκτεινόμενη από τη Λαγκάδα και το Καλό Νερό μέχρι την παραλία του Γούδουρα. Σε αυτή τη διαδρομή, λίγο πριν το Καλό Νερό, υπάρχει η παραλία Aμμούδι, που είναι ό,τι ακριβώς δηλώνει το όνομά της. Μέχρι πρότινος κατέβαινες εδώ μόνο με τα πόδια, πλέον όμως φτιάχνεται δρόμος, ενώ προβλέπεται και καντίνα για τους λουόμενους. Στον δρόμο επισκεφθήκαμε και τη σμιλεμένη στον βράχο Μονή Καψά, με τη δική της τοπική ιστορία, όπου καταλήγει και το Φαράγγι των Περιβολακίων.
Για επιστροφή επιλέξαμε λίγο πριν την Ανάληψη να στρίψουμε δεξιά προς τον Άσπρο Ποταμό και να φτάσουμε στο χωριό Πεύκοι. Είναι σκαρφαλωμένο στο βουνό, με έναν εκπληκτικό, αρχαίο ελαιώνα. Εδώ έχει επίσης διαμορφωθεί το πρώτο Μονοπάτι της Ελιάς, ακολουθώντας την ίδια φιλοσοφία με τους πιο γνωστούς Δρόμους του Κρασιού (ο Δήμος Σητείας στοχεύει να δημιουργήσει κι άλλα τέτοια μονοπάτια). Ξεκινά από τους Πεύκους, ελίσσεται μέσα έναν πανέμορφο ελαιώνα, συναντά το εκκλησάκι της Παναγίας της Ευαγγελίστριας και περνά από μια δροσερή, γάργαρη πηγή. Η μέρα τελειώνει με την έλευση της νύχτας, εδώ πάνω στα κρητικά βουνά. Με τον νου να αποπειράται να χωρέσει αυτές τις μοναδικές εικόνες και το στομάχι να προσπαθεί να χωνέψει τα καλούδια από την ταβέρνα «Πιπεριά», μέσα στο χωριό.
Προς τον Άγιο Νικόλαο
Την επόμενη μέρα κινηθήκαμε προς τα βόρεια, παίρνοντας τον δρόμο που συνδέει τη Σητεία με τον Άγιο Νικόλαο. Διαβαίνοντας είδαμε πολλούς παραδρόμους να καταλήγουν σε όμορφες παραλίες, οι οποίες έχουν ωστόσο βορεινό προσανατολισμό, οπότε θα πρέπει να ψαχτείτε για το πότε είναι προτιμότερο να τις επισκεφθείτε. Μια εξαιρετική βόλτα στην περιοχή προσφέρει η κατάβαση του Φαραγγιού του Ρίχτη, το οποίο ξεκινάει από τα Έξω Μουλιανά. Λίγο παρακάτω βρίσκεται και ο Όρμος του Μόχλου με μια ωραιότατη, τουριστικά αναπτυγμένη παραλία. Συνεχίζοντας συναντάμε τα χωριά Μυρσίνη, Τουρλωτή και την ορεινή Σφάκα. Πιο πέρα είναι το Καβούσι, όπου βρίσκεται και μια ελιά που προστατεύεται ως μνημείο, με διάμετρο κορμού 4 μέτρα και ηλικία υπολογισμένη γύρω στα 3500-3000 χρόνια.
Για ξενοδοχεία και ταβέρνες, ωστόσο, δεν έχω να γράψω πολλά πράγματα. Όχι γιατί δεν υπάρχουν, αλλά γιατί υπάρχουν παντού. Η φιλοξενία είναι κομμάτι της ζωής των κατοίκων της περιοχής, οπότε παντού θα βρεις κάπου να μείνεις –είτε σε ένα μικρό ξενοδοχείο, είτε σε κάποιο Airbnb. Απλά δεν θα δείτε μεγάλες μονάδες και τεράστια ξενοδοχεία. Επιπλέον, σε κάθε χωριό και σε κάθε παραλία θα συναντήσετε παραδοσιακά καφενεία, ταβερνάκια, ρακάδικα και μεζεδοπωλεία. Θα ευφράνουν τον ουρανίσκο σας με ντόπιες νοστιμιές παρασκευασμένες από τα ολόφρεσκα υλικά της κρητικής γης, αρωματισμένες με βότανα και πασπαλισμένες με το μεράκι των ανθρώπων αυτής της γωνιάς της Κρήτης.
Διαβάστε ακόμα:
Κράσι: το ελληνικό χωριό με τον γηραιότερο πλάτανο του κόσμου
Άγιος Νικόλαος, ο απρόβλεπτος – Η Έφη Χρυσού μας ταξιδεύει στην Κρήτη της ανεμελιάς
Βουλισμένο Αλώνι: Ένας μυστηριώδης αναρριχητικός προορισμός στην Κρήτη