Ο προορισμός βρισκόταν στην πιο νότια άκρη της ηπειρωτικής Ελλάδας και ολόκληρης της Ανατολικής Ευρώπης. Αλλά η διαδρομή και οι παρακάμψεις ήταν αυτές που ομόρφυναν το ταξίδι. Μπορεί το ακρωτήριο Ταίναρο να είναι μαγικό, αλλά τα ορεινά χωριά της Λακωνίας και κατά κύριο λόγο της ανατολικής Μάνης, μάλλον έκλεψαν την παράσταση.
Πριν από περίπου 20 χρόνια είχα επισκεφτεί ένα φίλο στην Πετρίνα. Μου είπε, λοιπόν, την επόμενη μέρα: «Θα σε πάω να φάμε κόκορα με μακαρονάκι κοφτό». Αυτή η γεύση έχει μείνει ακόμα χαραγμένη στο μυαλό μου. Έτσι, η πρώτη στάση ήταν στην Άρνα. Μπορεί ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας να μην εργάζεται πλέον, αλλά η παράδοση παραμένει. Το χωριό σίγουρα προσφέρεται για να απολαύσει κάποιος ένα υπέροχο παραδοσιακό γεύμα.
Όμως, δεν είναι μόνο ένα παραδοσιακό γεύμα που μπορεί να σας τραβήξει στην Άρνα. Στην πλατεία του χωριού υπάρχει ένας πλάτανος που ζει σχεδόν από τη γέννηση του Χριστού. Η περίμετρός του είναι 12 μέτρα, που σημαίνει ότι χρειάζονται περίπου επτά ενήλικες για να τον αγκαλιάσουν, και το καλοκαίρι χαρίζει τη σκιά του σε ολόκληρη την πλατεία.
Εκτός από το υπέροχο φαγητό, στην Άρνα θα βρείτε να ψωνίσετε και παραδοσιακά προϊόντα αν σας ενδιαφέρει. Στα τέλη Οκτωβρίου, μάλιστα, οργανώνεται και η γιορτή του κάστανου. Από την Άρνα πήραμε το δρόμο για το μοναστήρι της Παναγιάς της Γιάτρισσας. Δύσκολη διαδρομή στην οδήγηση, αλλά απολαυστική. Μοναδικό μελανό σημείο, καθώς πλησιάζαμε τα Καστάνια – το τελευταίο χωριό πριν το μοναστήρι – ήταν τα καμένα δέντρα. Ένα μαύρο πέπλο σκέπασε το οπτικό πεδίο μας, αλλά και την ψυχή μας. Πριν από δύο χρόνια, το 2021, η φωτιά έκανε τεράστια καταστροφή στην περιοχή.
Όταν φθάσαμε στην κορυφή, το μοναστήρι ήταν εκεί βιγλάτορας σχεδόν ολάκερης της Μάνης και όχι μόνο. Μπορεί από την ανατολική μεριά το τοπίο να ήταν μαύρο και αποκαρδιωτικό, αλλά στα δυτικά και στα νότια ένα πυκνό δάσος γέμιζε το μάτι με γαλήνη. Αυτό το υπέροχο σημείο είναι και στη διαδρομή Ε4 των ευρωπαϊκών μονοπατιών. Όποιος αγαπάει την πεζοπορία, σίγουρα θα το απολαύσει και φυσικά δεν χρειάζεται να φθάσει μέχρι την Πορτογαλία, εκεί που τελειώνει το μονοπάτι Ε4. Υπάρχουν και μονοπάτια, ανάλογα με το πόσο αντέχει κάποιος να περπατήσει, που ο οδοιπόρος μπορεί να τα ξεκινήσει από τα Καστάνια αν θέλει λιγότερα χιλιόμετρα ή, λίγο μετά το Αρχοντικό αν αντέχουν τα πόδια του.
Το μοναστήρι αυτό ανεγέρθηκε το 382, εκεί όπου βρισκόταν ένας ναός της Θεάς Αθηνάς. Ανακαινίστηκε το 1904 και το 1997 πήρε τη μορφή που το βλέπουμε σήμερα και μοιάζει αρκετά με κάστρο. Η νεωκόρος μας υποδέχεται με ευγένεια και μας εξηγεί τόσο τη λειτουργία της μονής όσο και τη δραστηριότητα του πατέρα Χρυσόστομου. Όταν μας ανοίγει την εκκλησία, μένουμε εντυπωσιασμένοι από τις υπέροχες αγιογραφίες του Κωνσταντίνου Ζαφειρόπουλου. Ακόμα κι ένας που δεν είναι πιστός θα νιώσει την κατάνυξη που σου βγάζουν τα τόσο ζωντανά χρώματα και πρόσωπα των αγίων. Αν θέλετε να επισκεφτείτε το μοναστήρι, καλό είναι πρώτα να ενημερωθείτε για τις ώρες που είναι ανοιχτό για το κοινό.
Μετά από εκεί αρχίσαμε να κατηφορίζουμε και πάλι. Μας έκανε εντύπωση το όνομα του χωριού μετά τα Καστάνια. Τα Κόκκινα Λουριά. Ρωτήσαμε να μάθουμε πώς πρόκυψε. Δεν υπήρξε μόνο μία εκδοχή. Η πιο «άοσμη» θέλει το όνομα να προήλθε από το κοκκινόχωμα που είχαν οι πεζούλες και από ψηλά έμοιαζαν με κόκκινες λωρίδες πάνω στη γη. Υπάρχουν, όμως, και οι πιο ηρωικές εξηγήσεις, οι οποίες μάλλον ταιριάζουν περισσότερο στην ιστορία της Μάνης. Η μία από αυτές λέει ότι οι κάτοικοι υπερασπίστηκαν το χωριό τους λυσσασμένα κι όταν έδιωξαν τους εισβολείς, έκοψαν σε λωρίδες τα ρούχα τους για να δέσουν τις πληγές των τραυματισμένων. Φυσικά, αυτά τα κομμάτια ύφασμα έγιναν κατακόκκινα από το αίμα. Ακόμα πιο επική είναι η τρίτη εκδοχή. Οι κάτοικοι σταμάτησαν την επέλαση των Τούρκων και με το αίμα τους έβαψαν κόκκινα τα σχοινιά που τους κρέμασαν από τον πύργο του χωριού. Όποια και να είναι η αλήθεια, αυτό το Μπαρδουνοχώρι είναι ακόμα ένα κομμάτι στο ηρωικό παρελθόν της Μάνης.
Μετά από μία γεμάτη μέρα, έπρεπε να κάνουμε ένα «πιτ στοπ». Το πρόγραμμα είχε διανυκτέρευση στον Πύργο Διρού. Και, φυσικά, ήταν ευκαιρία να δοκιμάσουμε τα εδέσματα της ξακουστής οικογενειακής ταβέρνας «Καμπινάρα». Δεν θα γράψω πολλά. Μόνο ότι όσοι πάνε θα καταλάβουν τι σημαίνει στα περισσότερα πιάτα να μαγειρεύεις με αγνά υλικά, τα οποία μάλιστα παράγεις ο ίδιος.
Την επόμενη, αν και είχαμε βάλει σαν στόχο τις ορεινές διαδρομές, είπαμε να ξεκινήσουμε απευθείας για το Ταίναρο και να αφήσουμε τα «ψηλά» για την επιστροφή. Προσπεράσαμε γρήγορα την καταπληκτική παραλία του Μέζαπου και τον γραφικό Γερολιμένα, για να επικεντρωθούμε περισσότερο στον τελικό προορισμό, αλλά και τις πιο «απάτητες» στάσεις κατά την επιστροφή. Δεν μπορέσαμε, όμως να μην κάνουμε μία στάση στη Βάθεια. Μία καστροπολιτεία που ζει την παρακμή της και περιμένει να ξαναγεννηθεί. Το σημείο είναι υπέροχο και νομίζουμε κάποια στιγμή τα θέματα που την οδήγησαν στην παρακμή θα λυθούν και οι μέρες δόξας θα επιστρέψουν.
Όταν φθάνεις στην πιο νότια άκρη ολόκληρης της Ανατολικής Ευρώπης, νιώθεις ότι κάτι έχεις ολοκληρώσει από τις διαδρομές σου. Ξαφνικά βλέπεις τις πινακίδες για το πόσα πράγματα υπάρχουν εκεί από αρχαιοτάτων χρόνων και συνειδητοποιείς ότι το μέρος έχει μία ξεχωριστή ενέργεια.
Πρώτα απ’ όλα το νεκρομαντείο του Ποσειδώνα. Και ποιος άλλος Θεός θα μπορούσε να είναι πιο κατάλληλος για το σημείο, όταν μπροστά σου απλώνεται το υπέροχο γαλάζιο του Αιγαίου και ξέρεις ότι επόμενος σταθμός αν φύγεις από εκεί είναι η Κρήτη. Ο τόπος ήταν σημαντικός και για τους Ρωμαίους, αφού αποτελούσε σταθμό ανεφοδιασμού για τα πλοία. Ό,τι έχει απομείνει από τα αρχαία λουτρά, μαρτυρά τη δραστηριότητα πριν από περίπου δύο χιλιετίες. Αλλά το σημείο παραμένει σημαντικό ακόμα και στις μέρες μας. Ο φάρος στο Ταίναρο συνεχίζει να κατευθύνει με ασφάλεια τα δεκάδες, ίσως και εκατοντάδες, πλοία που περνούν από εκεί κάθε μέρα.
Νομίζω ότι αξίζει τον κόπο να κάνει κάποιος μία πεζοπορία περίπου μιάμισης ώρας για να φθάσει στο φάρο και να επιστρέψει. Το μονοπάτι δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο, εκτός από ορισμένα σημεία που θέλουν λίγη προσοχή. Αλλά όταν αντικρύζεις μπροστά σου την κατασκευή των Γάλλων που λειτούργησε για πρώτη φορά το 1887, τότε ξέρεις ότι τερμάτισες αυτή τη διαδρομή. Από το 1982 ο φάρος έχει αυτοματοποιηθεί και η φωτοβολία του φτάνει τα 19 ναυτικά μίλια.
Εκτός από την πορεία μέσα στην ιστορία αυτού του τόπου, προσωπικά εκτίμησα απεριόριστα την υπέροχη παραλία που υπάρχει εκεί. Τη χάζευα όπως επέστρεφα από τον φάρο, στάθηκα για λίγο κάτω από το αλμυρίκι για να πάρω μία ανάσα και τελικά δεν μπόρεσα να αντισταθώ στον πειρασμό. Μία βουτιά σε αυτά τα υπέροχα νερά είναι πραγματικά αναζωογονητική.
Αποφασίσαμε ότι ήρθε ώρα να συνεχίσουμε την περιήγηση. Αυτή τη φορά θα γυρίζαμε από την ανατολική πλευρά της χερσονήσου. Παίρνοντας το δρόμο για τα Λάγια, βλέπουμε το κάστρο του Αχιλλείου, ακριβώς απέναντι από το Πόρτο Κάγιο. Πραγματικά ιστορικό, μαζί με αυτά του Μυστρά και της Μονεμβασιάς στην ευρύτερη περιοχή, αλλά εντελώς αναξιοποίητο. Μπορεί να μην έχουν μείνει πολλά πράγματα να δει κάποιος, αλλά η θέα είναι εκπληκτική.
Η στάση μας εκεί ήταν μικρή. Συνεχίζοντας το δρόμο μας και περνώντας τα Λάγια μία πινακίδα που έγραφε «Αρχαία λατομία» μας κίνησε την περιέργεια. Κάναμε παράκαμψη, πήραμε την ανηφόρα και νομίζω ότι ο κόπος άξιζε. Στην κορυφή μία πλαγιά με κομμένα μάρμαρα και πέτρες μαρτυρά προφανώς αυτό που έγραφε η πινακίδα. Το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία ήταν εκεί γραφικό και πανέμορφο. Όπως πανέμορφη ήταν και η θέα σχεδόν ολόκληρου του Λακωνικού Κόλπου. Στο κατέβασμα ο καιρός είπε να μας ανταμείψει για τον κόπο μας. Η γεμάτη υγρασία ημέρα δημιούργησε ένα υπέροχο ουράνιο τόξο πάνω από την ταραγμένη θάλασσα.
Λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα, ακόμα ένας οικισμός μας θύμισε τη Βάθεια. Η Σπίρα ζει κι αυτή τη δική της παρακμή, αλλά παραμένει αγέρωχη στα μάτια των περαστικών, να θυμίζει τις καταβολές αυτού του τόπου. Συνεχίσαμε την πορεία μας και προσπαθήσαμε να αφήσουμε σύντομα πίσω μας τη σχετικά παραθαλάσσια διαδρομή. Στόχος ήταν να «πάρουμε και πάλι τα βουνά».
Ανηφορίσαμε, λοιπόν, για την Δροσοπηγή, εκεί που είχαμε προγραμματίσει να απολαύσουμε το γεύμα της ημέρας. Η επιλογή μας δικαίωσε απόλυτα. Το χωριό είναι ένα ακόμα μικρό γραφικό της περιοχής, αλλά η ομώνυμη ταβέρνα μάλλον κλέβει την παράσταση. Με το που μπαίνεις μέσα καταλαβαίνεις ότι η φιλοξενία θα είναι υπέροχη. Στη συνέχεια έρχεται να γεμίσει το μάτι σου από την ανεμπόδιστη θέα που έχει το μπαλκόνι. Και η αποθέωση ήρθε όταν γευτήκαμε την υπέροχη κουζίνα του μαγαζιού. Νομίζω ότι είναι μία στάση που πραγματικά αξίζει τον κόπο.
Μετά τη Δροσοπηγή πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Στον Βαχό τράβηξε τα βλέμματά μας η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Έμοιαζε πραγματικά σαν να έχει φυτρώσει μέσα στο υπέροχο τοπίο. Δυστυχώς, η πόρτα ήταν κλειστή και δεν μπορέσαμε να τη δούμε και από μέσα, αλλά ακόμα κι απ’ έξω άξιζε τη μικρή στάση που κάναμε. Πριν επιστρέψουμε στη βάση μας, τον Πύργο Διρού, είπαμε να κάνουμε μία παράκαμψη. Περάσαμε από το χωριό Πύρριχος. Ακόμα ένα ιστορικό σημείο. Ίσως το πιο ξεχωριστό να ήταν το πηγάδι του Παυσανία. Όσο κι αν ακούγεται αστείο ένα πηγάδι να τραβά την προσοχή, θεωρώ ότι η ιδέα πως ο πρώτος περιηγητής του κόσμου ξαπόσταινε εκεί, σε κάνει να σκέφτεσαι ότι κάτι πραγματικά αξίζει αυτός ο τόπος.
Μετά από αρκετά χιλιόμετρα η σωματική κούραση ήταν εμφανής. Αλλά η όρεξη να μιλήσουμε για αυτά που είδαμε ήταν πιο ισχυρή. Λίγο κρασάκι και τοπικοί μεζέδες έφεραν το σούρουπο. Το επόμενο πρωί ξυπνήσαμε για να πάρουμε το δρόμο της επιστροφής. Το σίγουρο είναι ότι η αίσθηση έλεγε πως δεν τα είδαμε όλα και πως υπάρχει λόγος να επιστρέψουμε. Αυτή, μάλλον, είναι η ανατολική Μάνη. Δεν τη χορταίνεις εύκολα.
Διαβάστε ακόμα:
Καστανέα: Ένα γραφικό, καλά κρυμμένο χωριό στην ορεινή Μάνη
Εξωχώρι: Το χωριό της Μάνης με την εκπληκτική θέα στην Καρδαμύλη και στο Φαράγγι του Βυρού
Διρός: Το σπήλαιο της Μάνης με τους θεαματικούς σταλακτίτες, που το διασχίζεις με βάρκα