Εάν αναζητάτε τα πιο hot και νόστιμα μαγαζιά και στέκια της Ξάνθης και της Κομοτηνής, αυτό το κείμενο δεν θα μπορέσει να σας βοηθήσει και πολύ. Όχι ότι σε μια αντι-ξενάγηση δεν χωρά η γεύση, αλίμονο, απλώς, να, κάποιες επισκέψεις σε κάποιους τόπους λειτουργούν απλώς ως αφορμές για να επισκεφθούμε καλύτερα τα εντός μας χωράφια.
Χρόνια πολλά ήθελα να επισκεφθώ τη Θράκη, αυτόν τον τόπο που βρίθει από απόκοσμα και συγχρόνως ολόφωτα παραμύθια, θρύλους και ιστορία βαριά. Η Θράκη είναι Βαλκάνια. Κράτησα σημειώσεις μελετώντας από το Internet: η περιοχή της Θράκης βρέχεται από την Μαύρη Θάλασσα, το Αιγαίο και την Προποντίδα. Στην Τουρκία, τη λένε Ρούμελη, Ρωμυλία. Ο ιθαγενής πληθυσμός της περιοχής της Θράκης, οι Θράκες δηλαδή, ήταν μια ινδο-ευρωπαϊκή φυλή που καλούνταν Θράκες. Δεν μιλούσαν ελληνικά και, έτσι, θεωρούνταν από τους Έλληνες βάρβαροι. Οι χρόνοι έφεραν ένδοξα και δύσκολα σημάδια στην Θράκη: Βυζάντιο, η ένδοξη οικογένεια των Κομνηνών αλλά και ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός, Θραξ κι αυτός, κι ύστερα οι Τούρκοι την πήραν τη Θράκη προτού αλώσουν την Κωνσταντινούπολη, μουσουλμάνοι, χριστιανοί, κατοχή βουλγάρικη, μεταναστοπεριοχή, πόλος έλξης πληθυσμών από πάσα πιθανή κοντινή αφετηρία, σταυροδρόμι η Θράκη.
Με καθοδηγούσε, μες στο κεφάλι μου, ο Χατζιδάκις που γεννήθηκε στην Ξάνθη και, μωρό, πήγε Αθήνα για να κατακτήσει από εκεί την Ελλάδα και τον κόσμο. Είχα στο νου και την πολυαγαπημένη μου συγγραφέα, την Γλυκερία Μπασδέκη, εκλεκτή Ξανθιώτισσα, αν και Λαρισαία στην καταγωγή. Οι μέρες δεν είχαν Σαββατοκύριακο, άρα ήξερα εξ αρχής ότι επρόκειτο να χάσω το σαββατιάτικο παζάρι, το μεγαλύτερο και το πιο ξακουστό των Βαλκανίων. Λίγο με ένοιαξε -έχω μπει στο Καπαλί Τσαρσί της Istanbul και, άμα μου αρέσει η Ξάνθη, ξέρω πως θα φροντίσω να ξαναβρεθώ σύντομα εκεί. «Δύσκολα τελειώνω με ό,τι αγαπώ», ο Άσιμος στα ακουστικά μου στο ΚΤΕΛ από Θεσσαλονίκη, όπου μια πεταλούδα όμορφη μου υποσχέθηκε λίγο πριν επιβιβαστώ πως όλα θα πάνε καλά στις μικρές Βαβέλ όπου κατευθύνομαι.
Επείγουσες σημειώσεις Ξάνθης
1. Φως ιλαρό, αισιόδοξο. Όμορφες γυναίκες. Ο Φώτης Θαλασσινός, ο ποιητής, μου είχε πει πως θα δω όμορφους ανθρώπους εκεί.
2. Χαζοψώνια, καφές και ανταλλαγή δώρων (ως άλλες μάγισσες) με Γλυκερία στην πλατεία Δημοκρατίας, σε κεντρικό πλαστικοκαρεκλάτο καφέ, με τίμιο καπουτσίνο.
3. Συνάντηση βράδυ στο κεντρικό περίπτερο με ζεύγος ηλικιωμένων: Χρήστος και Ευγενία. Συνέβη και μιλήσαμε με τον τρόπο των ξένων: παράξενα οικείο μες στην ανοικειότητά του. Μου είπαν πώς γνωρίστηκαν. Ο Χρήστος ήταν ηλεκτρολόγος και έκανε δουλειές στο σπίτι της Ευγενίας. Ζήτησε κάποια στιγμή από τον πατέρα της να ξανάρθει στο σπίτι, αλλά όχι για να εργαστεί -ως γιος. Έχουν έναν γιο, τον Αντώνη, ξεναγό στην Ακρόπολη. Είχαν επιχείρηση με χαλιά, τώρα είναι νυχάδικο.
4. Αγοράζω και τρώω περπατώντας φράουλες από τυχαίο μανάβικο, λίγο πριν κλείσει, φωτογραφίζω έναν παλιό ραδιοφωνικό σταθμό σε μια μικρή στοά, κλεμμένη από την «βρόμικη αίγλη» της αθηναϊκής Ομόνοιας. Προσπαθώ να συγκρατηθώ και να μη συγκρίνω συνεχώς με την Αθήνα.
5. Είναι η μέρα του Μπαϊράμ, οι μουσουλμάνοι έχουν αργία, γιορτάζουν το δικό τους Πάσχα. Το βράδυ ξεχύνονται στους δρόμους και τα αρώματά τους διαχέονται. Στολισμένοι, παστρικοί, γελαστοί, σαν από ταινία του Κοστουρίτσα οι φυσιογνωμίες και η κινησιολογία τους. Τρώω μια μακαρονάδα μπολονέζ, πάμφθηνη, 5 ευρώ, στη ρετρό πιτσαρία Pizza Paolo. Μετά, ένα τάχα μου «κυριλέ» ποτήρι κρασί στην Κookoovaya. Η αυλή είναι άδεια, μέσα λίγα ζευγάρια σιγοτρώνε σε ρομαντικούς τόνους.
Γράφω τα εξής στο σημειωματάριό μου: «Αγάπησα την Ξάνθη όπως αγαπώ όλες τις άσχημες πόλεις που έχουν την ομορφιά πασπαλισμένη με σύνεση στα σημεία, με σοφία και χάρη, να μη σε λιγώνει. Λένε ωραία την παλιά πόλη της Ξάνθης και είναι -αλλά σιγά, πια. Τώρα, πια, όλες οι πόλεις μοιάζουν, όπως όλα τα κορίτσια μοιάζουν. Φορούν το ίδιο μακιγιάζ, ψωνίζουν από τις ίδιες αλυσίδες. Η Ξάνθη είναι Βαλκανιζατέρ, δεν έχει πολύ τοπικό χρώμα, ακούγονται παγκόσμια χιτ από κάθε ηχείο, κάτω από τις μαντήλες smartphones και ηλικιωμένες κυρίες στα στασίδια των εκκλησιών. Την όποια ποίηση την σπέρνει τριγύρω το δικό μας βλέμμα -συνήθως ριζώνει στα πλέον άγονα και αντιποιητικά μέρη».
6. Μένω στην Οδό Μιχαήλ Βόγδου, απέναντι από το Αirbnb μου μια εντυπωσιακή εκκλησία, ονόματι Θεού Σοφίας. Έχει ολονυχτία, συμμετέχω ως παρατηρήτρια και ευλαβικά ανάβω κεράκι. Οι πιστοί σκύβουν βαθιά ανά στιγμές, πιο βαθιά υπόκλιση στον Θεό σε άλλο μέρος δεν ξανασυνάντησα.
7. Ο Α. με φιλεύει κρέατα, σουτζούκια, κεμπαπάκια και μια γλυκιά χωριάτικη σαλάτα στην ψησταριά ο Πρόεδρος. Μαγειρεύει και σερβίρει μια κυρία με πρόσωπο σα να το έχει σχεδιάσει ένας ζωγράφος μαθητευόμενος ταυτοχρόνως στον Θεόφιλο και τον Ελ Γκρέκο. Την ερωτεύομαι. Μια γάτα μού τρίβεται.
8. Τελευταία νύχτα τρώω Iskender Kebab από ένα άλλο Ψητοπωλείο, τα «Φιλαράκια». Πολύ καλό. Πριν πάω να το καταβροχθίσω στην ηρεμία του νοικιασμένου μου διαμερίσματος βλέποντας Ripley στο Netflix, περνώ από την οικία του Μάνου Χατζιδάκι. Απόκοσμη σιγαλιά.
9. Ένα πρωινό μπαίνω μες στο Δημοκρίτειο. Ο Δημόκριτος έχει μια μικρή προτομή στην κεντρική πλατεία. Μερικά παιδιά ξεφωνίζουν τρέχοντας. Είναι το τώρα, το αύριο. Ποιος θα τα θυμάται σε 500 χρόνια από σήμερα;
10. Για τα ΚΤΕΛ περνώ από την στοά με τα κρεοπωλεία. Μια μικρή Βαρβάκειος. Μυρωδιά αίματος και κάματου.
11. Καριόκες δεν παίρνω. Φυλώ πάντα κάτι σημαντικό από έναν τόπο, ως αγκίστρι στον εαυτό μου, να με πιάσω, να με επιστρέψω πίσω. Κάπως έτσι, δεν έχω τολμήσει ακόμα να δω τους Δερβίσηδες στην Πόλη. Κι ας έχω πάει ίσαμε 4 φορές, πια, εκεί.
12. Ο τελευταίος καφές με Γλυκερία, λίγο μετά τα σωτήρια ψώνια από το βιβλιοπωλείο Δύο (ένα κομψοτέχνημα), λαμβάνει χώρα στα περίφημα «Εξάρχεια» της Ξάνθης και μετατρέπεται αβίαστα σε ψυχοθεραπευτικό installation. Κλαίω πικρά αδειάζοντας την ψυχή μου πάνω από το γεμάτο μας τασάκι, έπειτα η νεαρή σερβιτόρα μάς φωτογραφίζει και μάς κομπλιμεντάρει. Η Ξάνθη μετατρέπεται στο στρογγυλό, ολόγλυκο πρόσωπο της Γλυκερίας. Και η Γλυκερία μεταμορφώνεται, ολόκληρη, στην Ξάνθη, όπως αυτή είναι στην δική μου, παράλληλη, αληθινότερη αλήθεια.
Ώρα για Κομοτηνή. Περπατώ, περπατώ, όλο περπατώ φορτωμένη το πλουμιστό, ξέχειλό μου ταγάρι κι έναν σάκο. Την Κομοτηνή την έχω στο νου μου πιο μακρινή, πιο εξωτική από την Ξάνθη. Εκεί δεν ξέρω κανέναν. Για εκεί, δεν ξέρω τίποτα. Και λαχταρώ να δω τι θα μου δώσει ο τόπος. Στο ΚΤΕΛ για Κομοτηνή, αφήνομαι στην φωνή της Τζένης Βάνου. Απ’ έξω, κάμποι και λόγγοι. Προβατάκια, κατσικάκια, σπίτια με κεραμοσκεπές, ουρανός ξένοιαστος, αρχές του Απρίλη.
Επείγουσες σημειώσεις Κομοτηνής
1α. Παντελώς τυχαία εντοπίζω την Λέσχη Κομοτηναίων. Το άτιμό μου ένστικτο που με οδηγεί σε κλασικούρες, παλιατζούρες και λογής λογής ρετρουδίλες με τις οποίες αισθάνομαι οικεία κι ας είμαι στα 30. Η Μαρία με σερβίρει, σε λίγο μιλάμε, μου λέει για το πένθος της. Ο μπαμπάς της. Σπουδάζει και δουλεύει, είναι μια νικήτρια της ζωής, οι φίλοι της καταφθάνουν, μου λένε πως γνώρισα το πιο όμορφο πλάσμα της Κομοτηνής, το ξέρω πριν μου το πείτε τους λέω, φορτίζω κινητό και λάπτοπ μες στο μαγαζί -ένα αρχοντομάγαζο, σκέτο Zonars. Φωτογραφίζω τριγύρω, πριν χαθεί το φως. Συντρίμμια, άσχημες πολυκατοικίες και ατάκτως ερριμμένα καφέ, φαγάδικα, ένας τρελός και μόνος ποδηλάτης, πολλά ψηλόμεσα τζιν, μπαμπάτσικοι γοφοί, αφηρημένοι νέοι.
1β. Στον επάνω όροφο της Λέσχης Κομοτηναίων βρίσκεται ένας χώρος για καπνιστές. Μια ριπή Μπωντλαίρ με χτυπά κατά πρόσωπο. Καπνίζω μόνη μέσα σε εκατοντάδες τετραγωνικά. Πολυτελή σταχτοδοχεία, βαριές κουρτίνες. Ποιοι άλλοι κάπνισαν κάποτε εδώ ένα τσιγάρο μόνοι και ευτυχισμένοι;
2. Το καλύτερο λεχματζούν στην Κομοτηνή βρίσκεται στο King Food. Το τιμώ. Μου ανοίγει την όρεξη.
3. Βολτάρω στα εμπορικά στους πεζοδρόμους. Εγκαταλείπω το GPS που έχω ρυθμίσει με προορισμό τάχα μου τον Πύργο του Ρολογιού, στην κεντρική πλατεία, που χρονολογείται από το 1884. Δεν με εντυπωσιάζει. Οικονομικές τιμές. Εντυπωσιακά, μακριά σκουλαρίκια, καλής ποιότητας φο μπιζού, με 3, 4, 5 ευρώ. Σαν 2015 στην Αθήνα.
4. Δύο λουκούμια στην χαρτοπετσέτα από το εμβληματικό ζαχαροπλαστείο Νεντίμ, του Ερσίν Μεμέτ που το κληρονόμησε από τον πατέρα του και συνεχίζει με χάρη την ζαχαρένια παράδοση της απόλαυσης. Δροσερό νερό μετά από το μπουκαλάκι μου.
5. Δύο μελαμψοί Ρομά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, κάτω από 20 χρονών, καλοντυμένοι, σέρνουν ένα καρότσι με το πιο όμορφο μωρό του κόσμου. Μου χαμογελά.
6. Αισθητικός και «ανθρωπίσιος αχταρμάς», που με κάνει να νιώθω οικεία. Κατάγομαι από ένα σωρό Συμπλέγματα. Βιώνω την ομορφιά του τόπου μου που, για πρώτη φορά, βλέπω από τόσο βόρεια, εγώ η νότια, με τις ρίζες από Κρήτη και Μάνη. Γοητεύομαι.
7. Στο ΚΤΕΛ επιστροφής ξανθοί κρόταφοι, χρυσοκόκκινα μούσια, μυρωδιές από τάπερ με βαριά φαγητά. Νύχτα. Τα ζωντανά κοιμούνται. Όλοι οι φοιτητές στα καθίσματα φορούν ακουστικά. Πέφτω για ύπνο. Η Αθήνα «μού κακοφαίνεται», ο δικός της αχταρμάς έχει χάσει σημαντικό κομμάτι από την αθωότητά του.
8. Σημειώνω στο κινητό μου: «Να ξαναέρθω σύντομα εδώ, όχι όμως πάλι μόνη, να δω αν θα προσέξω ή αν θα συμβεί κάτι διαφορετικό».
Διαβάστε ακόμα:
5 χωριά της Ξάνθης που αξίζει να επισκεφθείτε την άνοιξη
Στο εμβληματικό ζαχαροπλαστείο Νεντίμ της Κομοτηνής με το διάσημο Σουτζούκ Λουκούμ
3 εμπειρίες στην Ξάνθη για να εξερευνήσετε την φυσική ομορφιά της