Τις ήρεμες γιορτινές μέρες του Πάσχα, η διατήρηση των αρχαίων θρησκευτικών ή λαογραφικών παραδόσεων και η φιλική παρέα εξισορροπούν την έντονη αίσθηση απομόνωσης, ενισχύουν την αίσθηση αυτάρκειας και ανεξαρτησίας της βόρειας πλευράς του νησιού· τη γεύση μιας Μεσογείου όπως ήταν και πρέπει να μείνει. Ένα νησί που θα μπορούσε να είναι άνθρωπος, με τους κατοίκους που θα μπορούσαν να είναι τόπος.
Οι αμμώδεις παραλίες με τα ήρεμα, καταγάλανα νερά της νότιας Καρπάθου, που αντικρίζεις καθώς προσγειώνεται το αεροπλάνο, προϊδεάζουν για τον παρθένο παράδεισο που θα συναντήσεις. Τις διαδέχεται η αρχιτεκτονική των κτιρίων από την εποχή της ιταλικής κατοχής της πόλης, κι έπειτα ένας φιδίσιος δρόμος που οδηγεί στη βόρεια πλευρά του νησιού: ορεινοί όγκοι και απόκρημνα μονοπάτια που καταλήγουν σε κρυφές παραλίες, μέχρι να φτάσει κάποιος στην Όλυμπο, το χωριό που υψώνεται ψηλά και κάποια πρωινά αιωρείται στα σύννεφα και την ομίχλη.
Μετά την Όλυμπο, συναντάς χωριά όπου ο χρόνος έχει σταματήσει σε προηγούμενες δεκαετίες: παραδοσιακά καφενεία, όπως στο Διαφάνι, με θαμώνες που έχουν ξενιτευτεί κι έχουν γυρίσει από την Αμερική, τη Γαλλία, ως την Αυστραλία -από τον γύρο του κόσμου γενικά, ή τα βαπόρια. Ψαράδες που τα πρωινά στο λιμάνι πουλούν την ψαριά τους, γυναίκες γύρω στα εξήντα, με παραδοσιακές φορεσιές, να εκκλησιάζονται ανελλιπώς τις Κυριακές ή να θερίζουν τους αγρούς τους κρατώντας δρεπάνια, μες στις λευκές, εσώρουχες κελεμπίες τους, που κινούνται αρμονικά μαζί με τον άνεμο, όπως τα μεστά στάχια του κάμπου της Αυλώνας.
Στα εύφορα χωράφια της, που τα κληρονομούσαν μόνον παιδιά πρωτότοκα, αποκαλούμενα κανακάρηδες και κανακάρες, τα σπίτια στέκουν εγκαταλειμμένα σήμερα, φαντάσματα που σε προσκαλούν να ανοίξεις την πόρτα τους, που τρίζει, στο χωριό που εκπέμπει έντονα μια μυστηριώδη ομορφιά αγροτικού παρελθόντος. Όχι μόνο αλέθουν, αλλά και κοσκινίζουν και φουρνίζουν ψωμί σε ξυλόφουρνους.
Εκεί, της έχει λίγο σαν τύχει -μάλλον έχει περισσότερο επιλέξει- να ζήσει με τους δικούς της όρους μια αυθεντική, στιβαρή κυρά: η Φούλα, που οδηγεί ένα αγροτικό από τότε που ήταν μικρή, θερίζει, μαγειρεύει, έχοντας δίπλα της την εντυπωσιακή θυγατέρα της, μια νεαρή Καρπάθια που η ομορφιά της και ο ατίθασος χαρακτήρας της δεν άφησαν ασυγκίνητο τον ψηλόλιγνο νεαρό και μοναδικό ιερέα του νησιού, όταν την είδε να περνά μπροστά του σ’ ένα πανηγύρι στη γειτονική Ρόδο –κι έτσι γένηκαν το ομορφότερο ζευγάρι του νησιού.
Άνθρωποι γελαστοί και ευδιάθετοι διαθέτουν μία σπάνια σοφία στην αντιμετώπιση της ζωής και του θανάτου, αγάπη παράφορη και μεταδοτική για τον τόπο τους. Τις γιορτές, οι Κολαϊνες τους από χρυσούφαντο ύφασμα με ραμμένα νομίσματα, χρυσά φλουριά, κωνσταντινάτα, λίρες που ενώνονται -λάμπουν πιο πολύ και από τον ήλιο, ενισχύοντας τη γιορτινή λάμψη.
Με μία εντυπωσιακή αγνότητα, οι κάτοικοι της Ολύμπου, φιλόξενοι και γνήσιοι, βάζουν τον επισκέπτη μέσα στα ολίγων τετραγωνικών σπίτια τους, που είναι σαν μουσεία, γιατί κρύβουν χειροποίητους θησαυρούς, αυτούς που έχει ανάγκη κάθε τόπος για να υποστηρίξει την ταυτότητά του σήμερα και για πολύ καιρό ακόμα. Η Καρπάθια γυναίκα, στο βάθος της ιστορίας, στέκει σύμβολο που αξίζει να μνημονεύεται. Στην είσοδο του χωριού βρίσκεται το άγαλμα της Καρπάθιας μάνας, που φιλοτέχνησε ο Γιάννης Χατζηβασίλης, ο οποίος διατηρεί μουσείο και κρατά ένα πολύτιμο οπτικοακουστικό αρχείο για τα ήθη, τα έθιμα, τις παραδόσεις του νησιού τα τελευταία 30 χρόνια, αυτά που έχουν εξαφανιστεί και σπάνια συζητιούνται πλέον.
Η Όλυμπος λέγεται πως είναι μία μητριαρχική κοινωνία, με τις γυναίκες να πρωταγωνιστούν μες στο σπίτι, να αποφασίζουν -έστω κι αν, στο καφενείο, οι άντρες φαίνεται να κάνουν κάμποσο κουμάντο. Το ίδιο επιβεβαιώνει και η κυρία Μαρία, όταν -μαζί με άλλες γυναίκες- ακούμε εκ μακρόθεν τις αυτοσχέδιες ρίμες μιας ανδρικής παρέας προυχόντων των νησιών του Νοτίου Αιγαίου, ωσάν προοίμιο του καλοστημένου χορού που θα ακολουθήσει. Κι όταν οι άντρες τους απαγγέλουν αυτοσχέδιες μαντινάδες, που συνοδεύουν τσαμπούνες, λύρες και λαούτα, και με σεβασμό και μέτρο ξετυλίγουν ζωή και συναισθήματα -τους έρωτες, τον τόπο, την ιστορία, τα βάσανα κι όλα τα ανθρώπινα στους συντοπίτες τους σαν σε μία λειτουργία-, αυτές μου εξηγούν πώς πρέπον είναι να παρακολουθούν ήσυχα κι αμίλητες στο βάθος. Θα ακολουθήσει, όμως, μετά από μερικές ώρες, το μεγάλο γλέντι, όπου θα χορεύουν ως το πρώτο φως της μέρας. Η ισότητα επιβεβαιώνεται. Έκσταση και ευτυχία: αυτό έχουν να πουν την επόμενη μέρα όσοι ξένοι το παρακολούθησαν. Κι οι περισσότεροι έρχονται ξανά και ξανά.
Γυναίκες όλων των ηλικιών φέρουν τη θεματική, γυναικεία, πολύτιμη για την ελληνική παράδοση, φορεσιά, με τα κεντήματα στο χέρι, σε χρώματα από αποχρώσεις του κόκκινου -σαν τα λουλούδια και τις μπουκαμβίλιες στις αυλές τους. Θαμώνες παραδοσιακών καφενείων, από τους οποίους ο καθένας έχει να σου πει αναμνήσεις από δουλειές στα νιάτα του, σε κάποια ξένα μέρη, όταν αναγκάστηκαν να ξενιτευτούν από έναν τόπο σε έναν άλλον -άσχετο, και, προφανώς όπως αφήνουν να νοηθεί, στη διάρκεια της συνάντησης με ελληνικό καφέ, αφιλόξενο. Κι όμως, αυτός ο τόπος τούς πρόσφερε οικονομική άνεση, αλλά και συγκλονιστικές ιστορίες, που έγιναν η συναισθηματική τους περιουσία.
Οι βαθιές χαράδρες, η καταγάλανη θάλασσα, ο αέρας του βουνού, η ανεμοδαρμένη Όλυμπος, τα ξωκλήσια, το άρωμα του πευκοδάσους, οι καταδύσεις σε βυθούς κρυσταλλένιους, οι απάτητες παραλίες: ένα εναρμονισμένο οικοσύστημα. Η χαλαρότητά τους μοιράζεται σε ένα φαγητό νόστιμο, με κρασί, ρακί και ψωμί από τον ξυλόφουρνο.
Το υπέροχο Λαογραφικό Μουσείο αντανακλά το μέγεθος της αγάπης του δημιουργού και ιδιοκτήτη του για την παράδοση και την ιστορία των προγόνων του. Αρχαίες κολώνες σε υπόσκαφα εκκλησιών, πολύχρωμες κεντημένες φορεσιές, πολιτιστικές παραδόσεις, μουσικές, αυτοσχέδιες ρίμες, μαντινάδες -στη γραφική πλατεία ή στα σοκάκια που προστατεύουν, μαζί με τα σφηνωμένα στους βράχους σπίτια, με τις προσόψεις που δεν στερούνται σε ομορφιά ούτε σε χάρη από τα καλύτερα αρχοντικά του ελλαδικού χώρου.
Η έρημη Σαρία, η κατανυκτική Βρουκούντα, η υδάτινη σπηλιά του Τρούλακα, τα έθιμα μνήμης για τους προγόνους στα κοιμητήρια, η μνημοσύνη της καρπάθιας ρίζας, ο χρόνος -που το κάθε του λεπτό μετατρέπεται σε αιωνιότητα-, η ασφάλεια μίας σταθερότητας καλοδεχούμενης, ευχάριστης, αυτάρεσκης. Η οικολογία, που τη συναντάς πανταχόθεν. Και, όπως για όλα, δεν χρειάζεται να μιλήσει κανείς για αυτήν σε έναν χώρο όπου οι αξίες είναι εγκαθιδρυμένες.
Η νέα γενιά μαθαίνει να αγαπά τα τραγούδια και τους σκοπούς που τραγουδούσαν οι γονιοί και οι παππούδες της στην Όλυμπο. Ακόμα και σήμερα, αισθάνονται χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι δίπλα στα αγαπημένα τους πρόσωπα, είτε έρχονται από τη γειτονική Ρόδο, όπου υπάρχει πληθώρα δουλειάς ως επαγγελματίες, είτε από την Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη, ως φοιτητές, που φεύγουν όπως και η προηγούμενη γενιά των παππούδων τους, αλλά όχι για να εργαστούν στη σκαλωσιά ή στο βάθος των ανθρακωρυχείων, ούτε σε ανήλιαγα εργοστάσια, με συντροφιά τον νόστο για τον χωρισμό από τους δικούς τους, αναπολώντας τη μικρή πατρίδα τους.
Η λαϊκή τέχνη, δεμένη με τις ρίζες, σφραγίδα της τοπικής παράδοσης, καρπός εσωτερικής ευαισθησίας, κόπου, ανάγκης, συνέχειας και μνήμης, αποτελεί απόδειξη μιας συνέχειας που είναι αδιανόητο να διακοπεί. Πρόκειται για έναν γαστρονομικό προορισμό, αποκλειστικό και αχαρτογράφητο. Λαχανικά, φρούτα, σταφύλια, καταπληκτικό φαγητό, παραδοσιακά πιάτα όπως οι περίφημες χειροποίητες μακαρούνες, που φτιάχνονται στο χέρι με κατσικίσιο βούτυρο και κατσικίσιο τυρί, με τραγανό ψητό κρεμμύδι.
Μουσεία όπου φυλάγεται η ιστορία από την αρχαιότητα, απόκρημνοι βράχοι για πεζοπορίες ή ορεινή ποδηλασία, παραλίες και τιρκουάζ θάλασσα εκπάγλου ομορφιάς για κολύμβηση, καταδύσεις, windsurfing, επισκέψεις με σκάφος στο έρημο νησί Σαρία, πανηγύρια και γιορτές. Η καθημερινότητα του επισκέπτη της γίνεται αποκλειστική εμπειρία μιας ζωής, που απλώνεται και τον κυριεύει συθέμελα και θα διατηρηθεί στη μνήμη του για πάντα.
Διαβάστε ακόμα:
Η Μεγάλη Εβδομάδα των φουρνισμάτων στην Όλυμπο της Καρπάθου
Πέντε λόγοι για να πάτε στην Κάρπαθο τώρα
Kάρπαθος: Oι κορυφαίες εμπειρίες στο αυθεντικό νησί των Δωδεκανήσων