Πιστεύω ότι στις δύσκολες φάσεις της ζωής ενός ανθρώπου, η έννοια του τόπου αποκτά μεγάλη σημασία. Είναι κάτι στιγμές ανήσυχες, που θα αναρωτηθούμε αν βρισκόμαστε εκεί που ανήκουμε, αν κάπου αλλού θα ήταν πιο εύκολο να είμαστε ευτυχισμένοι. Στιγμές που νιώθουμε ότι ο χώρος στον οποίο επιλέγουμε να υπάρχουμε, καθορίζει τις προσδοκίες και τις προοπτικές μας, που μας στενεύει ή μας ξανοίγει. Ήταν μια τέτοια στιγμή, όταν πήρα την απόφαση να μετακομίσω στην επαρχία.
Βέρα Αθηναία, μεγαλωμένη στην καρδιά της πρωτεύουσας, ανέκαθεν με γοήτευε το χάος κι η «βαβούρα» της, οι ήχοι του δρόμου που μου έκαναν πάντα παρέα. Στα 18 μου, έφυγα για το εξωτερικό, όμως η πόλη μου πάντα μου έλειπε, νοσταλγούσα τον παλμό της, τις γνώριμες γωνιές και τα στέκια μας, τις συνήθειες που άφησα πίσω.
Ωστόσο, όταν επαναπατρίστηκα μετά από 6 χρόνια και άρχισα να νιώθω το βάρος της ενήλικης ζωής στις πλάτες μου, η Αθήνα μού έδειξε ένα άλλο πρόσωπο. Οι αστικοί ρυθμοί έμοιαζαν πολύ πιο βίαιοι από ό,τι τους θυμόμουν, και έβρισκα τον εαυτό μου σε μία μόνιμη εγρήγορση, προσπαθώντας διαρκώς να υπολογίσω το επόμενό μου βήμα. Με τον καιρό, ολοένα και αισθανόμουν ότι σε κάθε έκφανση της καθημερινότητας, ο κλοιός στενεύει, καθώς εγώ με κάποιον τρόπο συρρικνώνομαι για να χωρέσω μέσα του.
Η βαβούρα της πόλης που άλλοτε με εξίταρε, έμοιαζε τώρα παρεμβατική, και τα ερεθίσματα που κάποτε με ενέπνεαν μεταμορφώνονταν σταδιακά σε κενούς αντιπερισπασμούς. Υπό την πίεση του χρόνου, τα «ευχάριστα διαλείμματα» -η βόλτα στον Στρέφη, το άραγμα με τους φίλους, το στιγμιαίο «ξελαμπικάρισμα» έμοιαζαν ολοένα και πιο μάταια, και έπιανα τον εαυτό μου μέρα με τη μέρα να ρίχνω τις προσδοκίες μου για το τι μπορεί να μου προσφέρει η επόμενη. Ξεκίνησα τη χρονιά με όρεξη και ιδέες και καθώς έφτανε στο τέλος της, αισθανόμουν να με διακατέχει μία μίζερη αναβλητικότητα, να «χάνω τη σπίθα μου». Και κάπου εκεί ταρακουνήθηκα.
Λένε ότι οι κυνικοί είναι απλώς απογοητευμένοι ιδεαλιστές, και στ’ αλήθεια νομίζω ότι ήταν ο φόβος αυτής της άδοξης κατάληξης που με απομάκρυνε από την πόλη. Αφήνοντας πίσω μία καθημερινότητα που με έκανε να νιώθω αποξενωμένη από τον εαυτό μου και τις ρομαντικές μου βλέψεις, είχα την ανάγκη να απομονώσω τον θόρυβο, να βρεθώ σε ένα μέρος χωρίς αντιπερισπασμούς. Να νιώσω κοντά στη φύση και κοντά στους γύρω μου, να θυμηθώ γιατί με συγκινεί η ζωή και τι με γοητεύει στους ανθρώπους.
Με ρωτάνε συχνά τι με έφερε στη Σάμο, γιατί εδώ και όχι αλλού, και στ’ αλήθεια, δεν ξέρω ποτέ τι να απαντήσω. Υποθέτω αυτός ο «δαίμων εαυτού» -ένστικτο δεν το λένε; Μία απροσδιόριστη εσωτερική ορμή που με ξεσήκωσε, και κάπως την εμπιστεύτηκα πως θέλει το καλό μου. «Τάσεις φυγής, κι εσύ;» με ρώταγαν. Κι όμως, δεν ήταν. Πάντοτε είχα μία έντονη έλξη προς το άγνωστο και το μακρινό από εμένα, διψώ για περιπέτεια και λαχταρώ να δω όσα έχει ο κόσμος να μου δείξει. Ωστόσο, με τον καιρό αισθάνομαι η περιέργειά και η εξερευνητική μου διάθεση να αποκτούν μια εσωστρέφεια, και η διαίσθησή μου να με οδηγεί σε χώρους πιο οικείους. Σε βάθος χρόνου, οι τάσεις φυγής αντικαθίστανται από τον νόστο, κι όπου κι αν τριγυρνώ, ο στόχος είναι πάντοτε να επιστρέφω στον εαυτό μου. Και πράγματι, φεύγοντας για τη Σάμο ήρθα σε έναν τόπο ξένο, αναζητώντας ωστόσο κάτι γνώριμο και οικείο, μία «επιστροφή» και μία ενθύμηση.
Ο πρώτος φίλος που έκανα στο νησί ήταν ο Δημήτρης, πρώην θαλασσόλυκος και νυν πετροτεχνίτης, πάσης φύσεως καλλιτέχνης. Μαζί κάναμε πολλές και ωραίες συζητήσεις. Για την κοινωνία και τους αδικημένους της, για την τέχνη και την ελπίδα, για τον άνθρωπο και την αληθινή ευτυχία. Μία φορά θυμάμαι του μίλησα για τη ζωή μου στην Αθήνα, για τον «χρόνο που τρέχει και δεν τον προλαβαίνω». Μετά την κουβέντα μας, ο Δημήτρης μου χάρισε ένα βιβλίο του Αντρέι Ταρκόφσκι, λεγόταν «Σμιλεύοντας τον χρόνο». Τσάκισα πολλές σελίδες και ξεχώρισα πολλές γραμμές, θα σταθώ όμως σε μια: «Η ανθρώπινη συνείδηση, για να υπάρξει, εξαρτάται από τον χρόνο». Να γιατί -σκέφτηκα- νιώθω και πάλι ο εαυτός μου.
Λένε ότι οι άνθρωποι είναι φτιαγμένοι από ιστορίες, τις δικές τους και των άλλων. Το μεγαλύτερο δώρο που μου χάρισε η ζωή μου στο νησί ήταν ο χρόνος να τις ακούσω. Ο χρόνος να παρατηρήσω τις ζωές που εκτυλίσσονται γύρω μου, να τις δω να συναντώνται και να μπλέκονται, να μπλέκω κι εγώ μαζί τους. Να με αναγνωρίζω σε κάθε άνθρωπο που συναντώ και να θυμηθώ ότι τα πιο βαθιά αισθήματα και οι πιο αληθινές εμπειρίες μας «βράζουν στο ίδιο καζάνι». Πως όλοι κάτι αγαπάμε κι όλοι από κάτι πονέσαμε, όλοι κάτι ψάχνουμε, όλοι μας είμαστε ακόμη εδώ και προσπαθούμε να το βρούμε. Και αυτό ήταν ακριβώς ό,τι χρειαζόμουν για να έρθω «στα ίσια μου» -για να αφυπνίσω τη συνείδησή μου, να τροφοδοτήσω τον ρομαντισμό μου και να ανακτήσω τον εσωτερικό μου προσανατολισμό. Γιατί στ’ αλήθεια, δεν υπάρχει τίποτα πιο κατατοπιστικό, υπερβατικό και ελπιδοφόρο, από το να νιώθεις κοντά στον άνθρωπο.
Διανύοντας τα mid-20s μου και ερχόμενη αντιμέτωπη με πρωτόγνωρες υπαρξιακές ανησυχίες, αναζήτησα πολλές φορές την έμπνευση σε «σπουδαίους» ανθρώπους και μεγαλόπνοες ιδέες, ψάχνοντας έναν «άξιο» σκοπό να υπηρετήσω, αυτό το «κάτι μεγαλύτερο από εμένα». Η μεγαλούπολη εξάλλου, με όλη την επιβλητικότητά της, κάπως τροφοδοτεί στον άνθρωπο μια ματαιοδοξία. Σε παρακινεί να καταπιάνεσαι με μεγαλεπήβολα σχέδια, να κοιτάς «το δάσος και όχι το δέντρο», για να μη χάνεις -και καλά- την ουσία, την περίφημη «μεγάλη εικόνα». Αυτό το κλισέ αλήθεια ποτέ δεν το κατάλαβα, γιατί πουλάει τόσο; Είναι δυνατόν να μάθει κανείς τη ζωή παραβλέποντας τις λεπτομέρειές της;
Φεύγοντας μπουχτισμένη από τη μεγαλομανία της πόλης, ήταν για μένα τόσο αφυπνιστικό να βρεθώ σε έναν τόπο μικρό κι ανθρώπινο, σε ένα μέρος που βλέπεις παντού ολόγυρα ψήγματα ανθρώπινου κόπου. Σκηνές και εικόνες που σου θυμίζουν ότι είναι ο χρόνος που αφιερώνουμε στα πράγματα που τα κάνει σημαντικά, κι ότι οι πιο μεγάλες αλήθειες της ζωής στριμώχνονται στις πιο μικρές στιγμές της. Σε κάτι ταπεινές πράξεις, εκεί που ένας άνθρωπος σκύβει πάνω από κάτι μικρό κι ασήμαντο, που το κάνει ολόδικό του. Στις περίτεχνες ξερολιθιές που χτίζουν οι αγρότες, στα πολύχρωμα χαϊμαλιά που φτιάχνει ο τσοπάνης για να στολίσει τα κατσίκια του, στα περιποιημένα αμπέλια και τις μπολιασμένες ελιές, στο ψάθινο πανέρι που ο κυρ Μανώλης πλέκει ευλαβικά εδώ και 127 ώρες.
Πράγματι, η συνείδηση εξαρτάται από τον χρόνο. Από τον χρόνο και τον χώρο που δίνεις στη ζωή για να μη γλιστράει μέσα από τα χέρια σου, για να στεριώσει κάπου. Όπως γράφει κι ο μουσικοσυνθέτης John Cage στους 10 κανόνες για δασκάλους και μαθητές, «Μην προσπαθείς να δημιουργείς και να αναλύεις την ίδια στιγμή, είναι δύο διαφορετικές διαδικασίες». Όταν την πρωτοδιάβασα πριν κάποια χρόνια, αυτή η φράση φύτεψε ένα σποράκι μέσα μου, και μόλις μετακόμισα στο νησί, το ένιωσα να βλασταίνει.
Εμένα, το μεγάλο μου κουσούρι είναι ότι θέλω διαρκώς να έχω απαντήσεις, να νιώθω πάντοτε ότι καταλαβαίνω -τον κόσμο, εμένα, τους άλλους. Μία συνήθεια κάπως ματαιόδοξη, συχνά ανούσια και αλυσιτελής. Γιατί όσο ρομαντικό και ενάρετο αν μοιάζει το να ψάχνεις «το νόημα» στα πράγματα, η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν θα σου αποκαλυφθεί βεβιασμένα. Γιατί τα μαθήματα της η ζωή επιλέγει πότε και πώς θα σου τα δώσει.
Μες στη φρενίτιδα της πόλης, όσο ένιωθα ότι ο χρόνος είναι εχθρός μου και χανόμουν στους υπολογισμούς παίζοντας tetris με τις ώρες και τις μέρες μου, η τάση μου να φιλτράρω και να αναλύω όσα συμβαίνουν έγινε η απαραίτητη άμυνά μου. Μία προσπάθεια μου να βάλω λίγη τάξη στο χάος, μία ανάγκη για έλεγχο που με απομάκρυνε ολοένα από τον εαυτό μου. Κοιτώντας πίσω, νομίζω ότι γι’ αυτό και το ένστικτο μου με ώθησε στην επαρχία, σε έναν τόπο πιο ζεστό, πιο μαλακό και ανθρώπινο, που θα με προσκαλούσε να λυθώ και να αφεθώ, να συνειδητοποιήσω 4-5 πράγματα.
Πράγματι, τη ζωή δεν μπορείς να την αναλύεις και να τη ζεις ταυτόχρονα. Το νόημα δεν κρύβεται στη σκέψη και την περισυλλογή αλλά στο αίσθημα και την εμπειρία, στο βίωμα που γίνεται μνήμη. Τα πιο πολύπλοκα ερωτήματα που με απασχολούν δεν θα απαντηθούν με αναλύσεις. Οι μοναδικές στιγμές που έχω νιώσει ότι στ’ αλήθεια κάτι σπουδαίο καταλαβαίνω, είναι όταν δεν προσπαθώ να καταλάβω τίποτα.
Έχει περάσει ένας χρόνος από όταν ήρθα στη Σάμο και μέσα μου έχουν αλλάξει πολλά. Ωστόσο, τα σημαντικότερα είναι όσα μένουν ίδια, οι σταθερές στις οποίες αυτός ο τόπος με βοήθησε να επιστρέψω. Και αυτό κάπως με συγκινεί -η συνειδητοποίηση ότι όπου κι αν βρεθώ, θα είμαι ο ίδιος άνθρωπος, ότι ο πυρήνας της ύπαρξής μας είναι παντού ο ίδιος.
Δεν ξέρω αν είναι πιο όμορφη, πιο απλή ή πιο εύκολη η ζωή στην επαρχία. Ο καθένας μας έχει τη δική του διαδρομή, τις δικές του ανάγκες και τα δικά του θέλω, και το τι κερδίζεις ή χάνεις σε έναν τόπο είναι προσωπική υπόθεση.
Το κείμενο αυτό δεν είναι προτροπή, απλώς μία προσωπική κατάθεση, και η αλήθεια είναι ότι καθώς γράφω, έχω στο νου μου όλους τους ανθρώπους που γνώρισα εδώ -τις κουβέντες που ανταλλάξαμε, τις σκέψεις που μοιραστήκαμε, τις έγνοιες, τους προβληματισμούς και τα κοινά πατήματά μας. Τους σκέφτομαι και συλλογίζομαι ότι ο τόπος, αυτός καθ’ αυτός, δεν είναι το κλειδί της ευτυχίας, και μάλλον η ελευθερία της επιλογής είναι το μεγαλύτερο προνόμιο από όλα.
Διαβάστε ακόμα:
Σάμος: Από το Πυθαγόρειο της διασκέδασης και της ιστορίας, στην άγρια ομορφιά του νησιού
Δυτική Σάμος: Μεγάλες παραλίες, πυκνά δάση και η τέχνη της ξυλοναυπηγικής
Σάμος: Μια υποψήφια Master of Wine, μια συνάντηση πολιτισμών και η πρώτη εμφιάλωση