«Η πρώτη εικόνα και η πρώτη αίσθηση για όποιον έρχεται στη Μύκονο για πρώτη φορά είναι και θα μείνει για πάντα θρυλική», μου λέει ο Ασκληπιός με ένα χαμόγελο βεβαιότητας και «συνωμοτικής» σκανδαλιάς καθώς συζητάμε για τη σύνδεσή του με το νησί.
Κάτω από τη βουκαμβίλια, σε ένα «αλήτικο» τραπεζάκι στο δρομάκι όπου βρίσκεται το «Appaloosa», όπου εργάζεται ως υπεύθυνος, στο Γουμενιό της Χώρας, καθόμαστε και οι δυο με την πλάτη στον τοίχο, κοιτώντας τους περαστικούς οι οποίοι περπατούν νωχελικά, χαζεύοντας αριστερά και δεξιά τα πάντα, επιβεβαιώνοντας τα λόγια του.
Ο Ασκληπιός Αραμπατζόγλου δεν είναι Μυκονιάτης στην καταγωγή, αλλά έχει συνδέσει τα τελευταία 20 χρόνια της ζωής του με τον τόπο. «Ήρθα πρώτη φορά, τυχαία, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, τελείως ξεκάρφωτα αλλά χωρίς ιδιαίτερο ζόρι», λέει και αφήνει τα υπόλοιπα στοιχεία της άφιξής του να αιωρούνται χωρίς διευκρινίσεις.
Του άρεσε η ζωή στο νησί τόσο πολύ, όπου και αποφάσισε να ζει μόνιμα εδώ, χειμώνα-καλοκαίρι, τα τελευταία 15 χρόνια. Ο Ασκληπιός είναι συνδεδεμένος με τη Μύκονο, πρόσχαρος, φιλικός και ιδιαίτερα επικοινωνιακός με μια επιβλητική φυσιογνωμία και ιδιαίτερα συμπαθής σε όλους χωρίς ιδιαίτερο κόπο.
Η δουλειά του στο εστιατόριο «Appaloosa», το οποίο είναι ανοιχτό όλο το χρόνο, του δίνει την ευκολία να γνωρίζει τους ντόπιους Μυκονιάτες και στις περιόδους όπου η ζωή είναι φυσιολογική και δεν κυβερνάται από την τρέλα της υψηλής τουριστικής περιόδου, όπου ούτε οι συγγενείς δεν προλαβαίνουν να συναντιούνται.
Ο Ασκληπιός είναι ταυτισμένος με τη Μύκονο και ως πρόσωπο γνώριμο και σε διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις του νησιού.
Παρά την παραδοχή του ότι και τα καλοκαίρια ήταν υπέροχα μέχρι και πριν από 10 χρόνια, αφού η Μύκονος αλλάζει έντονα κάθε χρόνο, όπως λέει, δεν του αρέσει να συγκρίνει το τώρα με το παρελθόν. «Ποιος νοιάζεται για το παρελθόν;», λέει με έμφαση και συμπληρώνει «πάντα στη Μύκονο όλα θα είναι φωτεινά, λαμπερά και ενεργοβόρα».
Πλέον, λατρεύει τους χειμώνες, κολυμπάει όλο το χρόνο στις άδειες από κόσμο κρυστάλλινες παραλίες κι έχει το χρόνο να απολαμβάνει το νησί, όπως λίγοι μπορούν.
Κι όσο για τους ανθρώπους του νησιού; «Οι Mυκονιάτες είναι οι πιο εργατικοί άνθρωποι που έχω γνωρίσει», μου λέει πίνοντας μια γουλιά από μια δροσερή μαργαρίτα και συμπληρώνει «Οι Αθηναίοι επιχειρηματίες έχουν την πιο άψογη παροχή υπηρεσιών και εξαιρετικές επιχειρήσεις».
Δεν είναι ο πρώτος που μοιράζεται αυτές τις σκέψεις μαζί μου από τότε που άρχισα να γνωρίζω τους ανθρώπους του νησιού. «Και έχω μια συμβουλή για όποιους ετοιμάζονται να έρθουν στη Μύκονο για πρώτη φορά για δουλειά. Πρέπει να έχουν κουράγιο και γερό στομάχι γιατί το νησί ή θα σε κρατήσει ή θα σε πετάξει. Δεν υπάρχουν ενδιάμεσα».
Αυτό, όμως, που αγαπάει ο Ασκληπιός πιο πολύ εδώ, είναι τα νερά. Αυτά τα γάργαρα, δροσερά, φρέσκα, διαρκώς ανανεούμενα νερά της Μυκόνου. Στην ερώτηση πώς φαντάζεται να συνεχίζει η ζωή του στο νησί, μού δίνει την πιο μη αναμενόμενη απάντηση, κόντρα στο γρήγορο, το εφήμερο, το ανακυκλώσιμο προφίλ της Μυκόνου: «Θα ήθελα να γηροκομηθώ εδώ, δεν φαντάζομαι κάποια άλλη εξέλιξη».
Η κουβέντα σταματά, οι μαργαρίτες ανανεώθηκαν, το φως της ημέρας έσμιξε με τα φώτα του δρόμου, το αεράκι δροσίζει το πνεύμα και τη διάθεση. Όλα μοιάζουν να κινούνται πιο αργά τώρα, πιο ουσιαστικά. Σαν κανονική ζωή.