Το 2008, τη στιγμή που ξεκινούσε η οικονομική κρίση, η Μάρω Βούλγαρη, έμπειρη δημοσιογράφος, παιδί του κέντρου της Αθήνας, έκανε το επόμενό της βήμα κι επένδυσε σε ένα κατάστημα στην Πάρο. Η οικογένεια έφτιαξε αρχικά εκεί ένα μελισσοκομείο και το 2016 άνοιξε ένα μαγαζί.
Εκεί την συναντήσαμε, αργά το βράδυ, να τακτοποιεί τα ράφια. Ύστερα από επτά χρόνια βάζει ανεπιφύλακτα θετικό πρόσημο στην τότε επιλογή της. «Η Πάρος μου έδωσε ένα πολύ μεγάλο δώρο: μια καινούργια ζωή που με κάνει να νιώθω πάρα πολύ νέα», λέει. «Ο κόσμος που συναντώ εδώ, στο μαγαζί, μου δίνει τη χαρά και την ενέργεια των διακοπών. Δηλαδή δεν μπαίνει κάποιος εδώ με γκρίνια, πικρόχολος, κατσούφης. Είναι χαρούμενοι, μας δίνουν ευχές».
«Μπήκα στην καινούργια μου ζωή με ενθουσιασμό. Περιμένω ανυπόμονα κάθε χρόνο να ανοίξει το μαγαζί πώς και πώς. Το καθαρίζω και το περιποιούμαι τον χειμώνα που είναι κλειστό και συγκινούμαι πάρα πολύ».
-Πώς σας ήρθε η ιδέα να αφήσετε την Αθήνα; Ήταν κάτι που το σκεφτόσασταν και πριν;
«Ήμουν άνθρωπος του κέντρου της Αθήνας. Πριν από δέκα-δεκαπέντε χρόνια θα “σκότωνα” όποιον μου έλεγε “φύγε και θα ζήσεις καλά σε μια επαρχία”.
Πήρα αυτήν την απόφαση το 2008, την εποχή που ο χάρτινος τύπος άρχισε να σβήνει και οι δουλειές ήταν όλο και λιγότερο ικανοποιητικές. Ο άνδρας μου κατάγεται από την Πάρο, είχε ένα μεγάλο αναξιοποίητο κτήμα στην Αλησφακοπή, στους Άγιους Θεόδωρους, σε μια πλαγιά που κατηφορίζει προς τη θάλασσα.
Ο γιος μου, που πήγαινε στο γυμνάσιο ακόμα, είχε αποφασίσει από τότε πως ήθελε να γίνει μελισσοκόμος. Αγοράσαμε το ακίνητο όπου σήμερα στεγάζει το “Μελίσσι Delicatessen” σαν μια επένδυση, σαν ασφάλεια, αφήσαμε την Αθήνα και το 2016 ήρθαμε στην Πάρο. Στην πραγματικότητα στήριζα την επιθυμία του γιού μου».
Η Μάρω δεν είχε ιδέα πώς θα εξελισσόταν όλο αυτό στο μέλλον.
Ο γιος της έστησε τις κυψέλες του στο κτήμα και έκανε αφάρμακη μελισσοκομία by the book. Με σύγχρονο τρόπο μεν αλλά σε ένα πάρα πολύ παλιό χωράφι γεμάτο με θυμάρι που ανέπνεε τη θάλασσα. Το αποτέλεσμα ήταν ένα εξαιρετικής ποιότητας μέλι που τους ικανοποιούσε και βραβεύτηκε με το βραβείο Great Taste.
Εδώ ήρθε η ιδέα του μαγαζιού που ξεκίνησε σαν μια «κάβα μελιού» για να διαθέτουν τα προϊόντα τους. Δεν πήραν την απόφαση από τη μια στιγμή στην άλλη. Έφτασε το 2016 για να ωριμάσει η ιδέα. Το μέλι της οικογένειας αγαπήθηκε και βραβεύτηκε. Άρχισε να το ζητάει ο κόσμος, το μαγαζί έγινε γνωστό. Τότε ήταν και η στιγμή να ανασύρει η Μάρω την επαγγελματική της εμπειρία της και τη γνώση.
«Ήμουν για πολλά χρόνια, shopping editor. Έψαχνα όλες τις γωνιές της Αθήνας για ρούχα, διακοσμητικά, καλλυντικά και έβρισκα και έγραφα για ό,τι καινούργιο και ποιοτικό. Είχα όμως και μεγάλη εμπειρία στα delicatessen για το οποία έκανα καταγραφές, δούλευα ως beauty editor σε πολύ μεγάλα γυναικεία περιοδικά και έφτιαχνα καλλυντικά, τα “Pure Products”, που είχαν αγαπηθεί ήδη πολύ από τις Αθηναίες».
Εξέλιξε τα καλλυντικά της χρησιμοποιώντας κατ´ εξοχήν τα προϊόντα του οικογενειακού μελισσοκομείου: το μέλι σαν βασικό ενεργό συστατικό, το μελισσοκέρι σαν πηκτικό των καλλυντικών, την πρόπολη ως συντηρητικό, επίσης το βασιλικό πολτό, ένα καταπληκτικό πολυβιταμινούχο συστατικό της Κυψέλης, που το βάζω σε όλες τις κρέμες καθώς και τη γύρη.
Θεωρεί τον εαυτο της τυχερό που η Πάρος έχει τόσο πολλούς και τόσο καλούς παραγωγούς. “Τα τυροκομικά, -διότι στο νησί παράγουμε αξιόλογα τυριά-, τα εξαιρετικά κρασιά -έχουμε πέντε οινοποιεία που αναβίωσαν και ξαναφύτεψαν τις τοπικές ποικιλίες (Μανδηλαριά, Μονεμβασιά, Βάφτρα, Μαυροτράγανο, Αϊδάνι). Μια από τις ετικέτες είναι και το δικό μας ροζέ οργανικό αφιλτράριστο κρασί “Μαυροπέτρια”, (έτσι λέγεται το αμπέλι). Μπορώ να πω πολλά ακόμα πχ, το δικό μας extra παρθένο ελαιόλαδο, αμυγδαλωτά, ξερά σύκα, γλυκά του κουταλιού και μαρμελάδες που τα φτιάχνουν για εμάς με παριανές πρώτες ύλες, κεραμικά, ξύλινα αντικείμενα όπως ας πούμε οι κουτάλες, διότι η Πάρος διατηρεί και αναπτύσσει τη χειροτεχνική της παράδοση. Γενικά, το 80% των προϊόντων εδώ μέσα είναι παριανά.
-Φαντάζομαι πως κατά τη διάρκεια της εξάμηνης καλοκαιρινής τουριστικής σεζόν η ζωή σας καθορίζεται από το μαγαζί. Κάποια στιγμή όμως τελειώνει. Δεν νοσταλγείτε την Αθήνα;
«Στην Αθήνα έρχομαι διότι έχω ανθρώπους. Ο άνδρας μου επιστρέφει για λίγο -είναι κατασκευαστής κήπων και έχει ακόμα πελάτες-, ο γιος μου δεν επιστρέφει καθόλου στην Αθήνα. Το φυσικό περιβάλλον πάντως και η δομή της κοινωνίας που με θέλγει, η ζωή, είναι εδώ».
-Είναι διαφορετική η δομή της κοινωνίας στο νησί.
«Εντελώς. Από το λίγο χρόνο που χρειάζεσαι για να μετακινείσαι μέχρι την ευκολία να συναντάς ανθρώπους και να γνωρίζεσαι, μέχρι να πηγαίνεις στις διάφορες εκδηλώσεις που γίνονται. Προσφέρει τη μικρή κλίμακα που είναι φτιαγμένη στα μέτρα του ανθρώπου συν τον κοσμοπολιτισμό που δεν περιορίζεται στο καλοκαίρι και στη σεζόν.
Εδώ για παράδειγμα, βλέπω περισσότερο θέατρο κι ας είναι ερασιτεχνικό. Πριν λίγες μέρες, που είχε Πανσέληνο, έκλεισα το βράδυ το μαγαζί, πήρα την τσάντα μου και πήγα να ακούσω τη Σόνια Θεοδωρίδου. Πήγα με το μηχανάκι μου, κάθισα και τραγούδησα όλο το βράδυ, απόλαυσα και την μπύρα μου και γέμισα με πανσέληνο και τέχνη για πολλές μέρες.
Η Πάρος δεν είναι επαρχία. Είναι μια κοσμοπολίτικη μεριά της Ελλάδας και το ίδιο το νησί έχει διαλέξει και έχει φέρει κοντά του ενδιαφέροντες ανθρώπους, έποικους, που ζουν εδώ χειμώνα καλοκαίρι. Άνθρωποι που έχουν πάρει συνειδητά αυτήν την απόφαση. Σέβονται το φυσικό περιβάλλον, σέβονται τη φύση και τα ζώα. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν ανησυχούμε όταν βλέπουμε ένα καινούργιο σπίτι. Ξέρουμε ότι θα είναι εντάξει. Μας ενοχλούν όμως τα μεγάλα trust, τα μεγάλα ξενοδοχεία, οτιδήποτε γενικά παραβιάζει την κλίμακα του μέτρου που χαρακτηρίζει ολόκληρο το νησί».
-Βλέπετε και την υπόλοιπη ζωή σας εδώ;
«Ναι, με βλέπω να έχω περισσότερη ανάμιξη στα πολιτιστικά του νησιού – ήδη είμαι κομμάτι του ντόπιου free press του Parola-, και ονειρεύομαι να μαθητεύσω εδώ, να κάνω ζωγραφική ας πούμε. Είναι ένα νησί πολύ εμπνευστικό. Είμαι εδώ από επιλογή και με χαρά. Δεν νιώθω ότι κάνω αγγαρεία ούτε ότι στερούμαι κάτι».
Διαβάστε ακόμα: