Kαταλυτική για την οργάνωση της καθημερινότητάς της, αποδείχθηκε η πρώτη καραντίνα της πανδημίας, για την πολιτικό μηχανικό, Κατερίνα Ιωαννίδου, η οποία αποφάσισε να αφήσει πίσω της την καθημερινότητά της στη Νέα Σμύρνη και να ζήσει μια διαφορετική ζωή στη Χίο.
Μία οικογενειακή ρίζα είναι αυτή που τη συνδέει με το νησί και δεν χάνει τη ευκαιρία να ενδυναμώσει αυτή τη σχέση. Μαζί με το σκύλο της, την Τζίλλυ, εγκαθίσταται στα Αυγώνυμα, έναν μεσαιωνικό, εμβληματικό οικισμό του νησιού. Εδώ η ζωή έχει τους δικούς της ρυθμούς, μακριά από την ένταση και την αυστηρή καθημερινότητα, ενώ οι σχέσεις των ανθρώπων, όπως μας αναφέρει, είναι πιο ειλικρινείς, αληθινές και ταυτόχρονα διακριτικές.
Μίλησέ μου για τη στιγμή που αποφασίζεις να αλλάξεις δραστικά την καθημερινότητα σου. Η Χίος πώς ήρθε στο προσκήνιο;
Όλα άρχισαν μετά τη λήξη της πρώτης μεγάλης καραντίνας. Απρίλιος-Μάιος του ’20. Μόλις είχα χωρίσει από μία 10ετή σχέση και είχα αποσυνθέσει το γραφείο μου στο οποίο εργαζόμουν μέχρι τότε ως πολιτικός μηχανικός, αφού είχε φύγει η μία συνεργάτιδα ήδη από την αρχή του έτους, και με τη δεύτερη έληξε τη συνεργασία μας μέσα στην καραντίνα.
Ήταν μία δύσκολη περίοδος για μένα, καθόσον με την επανεκκίνηση των έργων που είχαν παγώσει, έπρεπε να εργάζομαι πάνω σε όγκο δουλειάς τριών ατόμων μόνη μου, συν τα νέα έργα. Καταλαβαίνεις ότι δεν υπήρχε καν χρόνος να θρηνήσω τη σχέση μου, ήταν μία περίοδος «αυθαίρετο και δάκρυ», «τιμή ζώνης και καημός». Και τότε, μέσα σε αυτόν τον χαμό, σκέφτηκα να κάνω ένα δώρο στον εαυτό μου. Είπα όχι, ως εδώ και μη παρέκει. Δεν είναι ζωή αυτή. Θα πάω Χίο, στα πάτρια εδάφη, που έχω να πάω 13 περίπου χρόνια.
Είχα στο μυαλό μου ότι μου έχει λείψει το νησί και θέλω να επιστρέψω από το καλοκαίρι του 2019. Δεν έχω σπίτι εκεί, μόνο συγγενείς και ρίζες. Ο προπάππος μου ήταν από κει, πατέρας της γιαγιάς μου, απ’ τη μεριά του πατέρα μου. Από την έξω Διδύμα, το γένος Αμυγδάλου, η γιαγιά. Έφυγε, όμως, με τον μεγάλο σεισμό του 1881 και πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί παντρεύτηκε 2η φορά, γιατί έμεινε χήρος, και από τον 2ο γάμο έκανε παιδιά. Τη γιαγιά μου, τον θείο Απόστολο και τον θείο Γιώργο.
Ως φοιτήτρια, ερχόμασταν κάποια καλοκαίρια, με τον αδερφό μου κυρίως και την αδερφή μου. Μας άρεσε να συμμετέχουμε στο πανηγύρι του Σωτήρα, κάθε 6 Αυγούστου, στην έξω Διδύμα. Συγγενείς, ξαδέρφια, θείοι, θείες, καταλαβαίνεις. Και φυσικά εκδρομές, βόλτες και μπάνιο στη θάλασσα. Μαγεία.
Η εγκατάσταση στα Αυγώνυμα εντάσσεται στη δημιουργία ενός πλέγματος σχέσεων;
Με την επάνοδό μου, λοιπόν, μετά από 13 χρόνια, αποφάσισα να μην μείνω στη Χώρα, αλλά να βρω κάτι πιο παραδοσιακό, πιο ήσυχο, πιο απόμερο. Ήθελα να ηρεμήσει το κεφάλι μου, να μείνω μόνη μου, να συγκεντρωθώ. Παράλληλα, είχα πάρει και την απόφαση να αλλάξω τελείως τη δουλειά μου και να αφιερωθώ 100% στη διδασκαλία, κάνοντας πανεπιστημιακά φροντιστήρια σε φοιτητές. Μηχανική, μαθηματικά, σκυρόδεμα. Έψαξα αρκετά στο διαδίκτυο, ήθελα να βρω και pet-friendly κατάλυμα, αφού η μόνη συντροφιά μου θα ήταν το σκυλάκι μου. Εμφανίστηκαν κάποια, λίγο μοντέρνα, αλλά όχι του γούστου μου και ξαφνικά, είδα τα Σπιτάκια στα Αυγώνυμα, του κου Γιώργου Μισετζή. Είπα από μέσα μου, «Για δες αυτά φαίνονται και όμορφα και παραδοσιακά, δέχονται και σκυλάκια». Κι έτσι προέκυψαν τα Αυγώνυμα.
Τι σε εξέπληξε θετικά από τα στοιχεία που συγκροτούν την καθημερινότητά σου στα Αυγώνυμα;
Το πρώτο στοιχείο που με κέρδισε είναι η ηρεμία. Ή μάλλον για να το πω πιο σωστά, η ησυχία. Πολύ ήσυχο χωριό. Αφού καμιά φορά, αν φτάσω βράδυ, αφήνω πράγματά μου στο αυτοκίνητο, για να μην κάνω φασαρία με τα ροδάκια, στο πλακόστρωτο στενό. Έπειτα, λατρεύω τον μεσαιωνικό χαρακτήρα που έχει το χωριό. Την αρχιτεκτονική, τα σπίτια, τη δομή, την πλατεία, τη μαγευτική θέα. Το πρώτο βράδυ, θυμάμαι ότι έβλεπα από τη μία μεριά, ένα φανταστικό ηλιοβασίλεμα, κι από την άλλη, το φεγγάρι που είχε ξεμυτίσει. Δέος. Οι άνθρωποι, επίσης. Όλοι φιλόξενοι και πρόθυμοι να σε βοηθήσουν, πιάνεις κουβέντα μαζί τους, ανταλλάσσεις απόψεις.
Συνεχίζοντας να επισκέπτεσαι την Αθήνα και κάνοντας τις συγκρίσεις με τη ζωή σου εδώ, τι σου λείπει περισσότερο και από που;
Όποτε έρχομαι στην Αθήνα, νιώθω πλέον έντονο στρες. Παρόλο που είμαι «παιδί της πόλης», δεν την αντέχω πια τη φασαρία. Μεγάλωσα πάνω σε δύο λεωφόρους, τη λεωφόρο Βουλιαγμένης, κοντά στο Μετς και την Ελευθερίου Βενιζέλου, κοντά στην πλατεία Νέας Σμύρνης. Ο ήχος, ή μάλλον η φασαρία από τα αυτοκίνητα, έχει αποτυπωθεί πλέον στο νευρικό μου σύστημα, κι αυτό σίγουρα δεν μου κάνει καλό, δεν το αντέχει πια κι ο οργανισμός μου.
Πώς βιώνεις τη διαφάνεια που προϋποθέτει η ζωή στην επαρχία, την αίσθηση ότι αρκετά μάτια είναι στραμμένα πάνω σου; Ή μήπως δεν είναι;
Γενικά δεν είμαι συνηθισμένη σε αυτό που λέμε «εδώ είναι χωριό». Προς το παρόν, δεν έχω βιώσει κάτι που να με ενοχλεί. Σίγουρα συζητιούνται και μαθαίνονται πράγματα μεταξύ των ανθρώπων, αλλά δεν έχω και κάτι να κρύψω. Εδώ ο καθένας ασχολείται με τη δουλειά του. Είναι πολύ ήσυχα και διακριτικά θα έλεγα.
Ποιο πρότζεκτ δουλεύεις αυτή τη στιγμή;
Τώρα ετοιμάζω κάποια βίντεο που θέλω να ανεβάσω στο κανάλι μου στο YouTube, τώρα το οργανώνω και αυτό. Το ένα κομμάτι αφορά θέματα και λύσεις ασκήσεων στα φροντιστήρια που κάνω, και το άλλο είναι ομιλίες που δίνω μέσα από έναν όμιλο ρητορικής που συμμετέχω στο πλαίσιο των Toastmasters. Κάνω και κάποιες κινήσεις με ακίνητα, μαθαίνω Ιταλικά και τελειώνω και τις σπουδές μου στο Μαθηματικό, είμαι στο 4ο έτος.
Ποιο είναι για σένα, το πιο συγκλονιστικό στοιχείο στην αρχιτεκτονική του νησιού;
Θα έλεγα ότι είναι τα ιδιαίτερα χωριά του. Αγαπημένα μου -εκτός από τα Αυγώνυμα- είναι το Πυργί, τα Μεστά, οι Ολύμποι, η Βέσσα, η Ανάβατος, η Βολισσός, τα Αγιάσματα με τα υπέροχα θερμά λουτρά, τα Καρδάμυλα, το Άγιο Γάλα, το Πιτυός, τα Καμπιά, αλλά κι η Χώρα εννοείται, φανταστική για περιπλανήσεις. Βλέπεις διάφορα είδη αρχιτεκτονικής μέσα στην πόλη.
Το πιο συγκλονιστικό, όμως, είναι οι θάλασσες και τα βουνά που έχει. Και στάθηκα τυχερή, διαλέγοντας να μείνω σε αυτό το κατάλυμα, να έχω και την ευκαιρία να τα βλέπω κι αυτά μέσα από περιπάτους, βλέποντας και μυρίζοντας ζωντανά τα βότανα, τα λουλούδια, τους καρπούς που σου δίνει το βουνό. Συνδυάζει βουνό και θάλασσα με έναν μαγευτικό τρόπο.