Επεισόδιο πρώτο. Στα δύσκολα έμπαινε μπροστά: όλη η τάξη (Ε΄ Δημοτικού) συλλαμβάνεται αδιάβαστη. «Σηκωθείτε όλοι όρθιοι και βγείτε μπροστά από τα θρανία» προστάζει ο δάσκαλος. Η απειλή της αγριλίσιας βέργας κάτι παραπάνω από ορατή. Ο Πάνος κάνει ένα βήμα μπροστά: «Κύριε, πρώτη και τελευταία φορά που συμβαίνει αυτό. Σου δίνουμε τον λόγο μας ότι δεν θα επαναληφθεί». Ο δάσκαλος τον κοιτάζει κατάματα: «Λες αλήθεια ορέ;» τον ρωτάει. Κι ο Πάνος: «Ε τι, παιδιά είμαστε τώρα». Βάζει τα γέλια ο δάσκαλος, αναπνέουν με ανακούφιση οι συμμαθητές και η «χειροτονία» αναβάλλεται.
Επεισόδιο δεύτερο. Κάπου στην Αθήνα πριν από χρόνια. Μετά από ολονύχτια σπονδή στον Διόνυσο, ξημερώματα ο Πάνος μπαίνει στο φιατάκι του και τραβάει για το σπίτι. Το κεφάλι είναι βαρύ, το πιοτό έχει διαποτίσει όλο το σώμα και ο ύπνος βαραίνει τα βλέφαρα. Όμως ο Πάνος έχει αυτό το καλό: Νυστάζει; Σβήνει την μηχανή και κοιμάται επί τόπου. Έτσι και τώρα: πιάνει την άκρη του δρόμου, σηκώνει χειρόφρενο, πατάει την ασφάλεια και πέφτει σε χειμερία νάρκη. Φευ, όμως! Το αυτοκίνητο έχει παρκάρει ακριβώς δίπλα σε περίπτερο. Έρχεται κατά τις 7 ο περιπτεράς και έκπληκτος διαπιστώνει ότι δεν μπορεί να δουλέψει. Ένα αυτοκίνητο του έχει κλείσει εντελώς την πόρτα και είναι αδύνατον να μπει στο περίπτερο. Τραβάει τα μαλλιά του απελπισμένος. Ποιος ασυνείδητος παρκάρισε εδώ; Ωστόσο, βλέπει τον οδηγό να κοιμάται του καλού καιρού και οι ελπίδες του αναπτερώνονται.
Πλησιάζει, χτυπάει το τζάμι, τίποτα. Φωνάζει, ξαναχτυπά αλλά μάταια. Ο οδηγός μέσα βρίσκεται σε άλλο κόσμο. Μαζεύονται περαστικοί, ταρακουνούν το αμάξι, χτυπούν τα τζάμια όλοι μαζί, αλλά άδικος ο κόπος. Ο Πάνος βρίσκεται σε λήθαργο. Θα χρειαστεί η έλευση περιπολικού και η ενεργοποίηση σειρήνας για να ξυπνήσει επιτέλους ο μυστήριος οδηγός, να απελευθερωθεί η πόρτα του περιπτέρου και να μπορέσει επιτέλους ο συμπαθής περιπτεράς να βγάλει τον επιούσιο άρτο.
Επεισόδιο τρίτο. Ένα ζευγάρι έρχεται για πρώτη φορά- στην ταβέρνα του Πάνου για φαγητό. «Ψητό έχετε;» ρωτάει ο άνδρας. «Είναι στη σούβλα, δεν έχει βγει ακόμα» απαντά o σερβιτόρος. «Δεν πειράζει, θα περιμένουμε. Άλλωστε δεν βιαζόμαστε, ε Γιώργο;» λέει κυρία στον σύζυγό της. Συμφωνεί και αυτός και παραγγέλνουν ορεκτικά. Όμως η ώρα περνάει και το ψητό δεν φαίνεται. Ρωτούν, ξαναρωτούν και η απάντηση είναι «υπομονή, όπου να ‘ναι βγαίνει». Κάποτε όμως η υπομονή εξαντλείται και ο πελάτης σηκώνεται και πάει στο πίσω μέρος του μαγαζιού, όπου και η ψησταριά, για να διαπιστώσει αν υπάρχει πιθανότητα να φάνε. Και εκεί, καθώς δεν τον έχουν πάρει χαμπάρι, ακούει ένα απίστευτο διάλογο μεταξύ του σερβιτόρου και του Πάνου: «Κοντεύει να βγει το αρνί; Ο ξένος που είναι έξω διαμαρτύρεται». Και ο Πάνος, ενώ δοκιμάζει με το μαχαίρι τον οβελία: «Πες του να περιμένει! Εγώ αν δεν γίνει λουκούμι το αρνί δεν το βγάζω από τη σούβλα!». Ο πελάτης βάζει τα γέλια, η υπομονή του ανανεώνεται αυτομάτως και γίνεται έκτοτε μόνιμος πελάτης στο μαγαζί.
Κυρίες και κύριοι, είμαστε στο Τρίκορφο Ναυπακτίας, δεκαοχτώ χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Αντιρρίου. Υπάρχει μια ταβέρνα στην οποία έρχεσαι, τρως, πίνεις και, αν θες, πληρώνεις και φεύγεις. Ελευθερία, κοινοκτημοσύνη και αυτοδιαχείριση. Εδώ ο χρόνος σταματάει. Θα αργήσεις, ίσως, να φας αλλά θα αποζημιωθείς για την υπομονή σου. Μορφή και ψυχή του μαγαζιού ο Πάνος, γνωστότερος ως «Κόπανος». Από μικρός, στο παιχνίδι ξεχώριζε: νευρώδης, αεικίνητος, επίμονος, μαχητικός, ασυμβίβαστος.
Στο ποδόσφαιρο, μάλιστα, δεν έπαιζε μόνο για τη χαρά του παιχνιδιού, έπαιζε για τη νίκη. Κι αν η ομάδα έχανε τα έβαζε με τους συμπαίκτες του και με τον εαυτό του -ενίοτε ξεσπούσε και σε κλάματα. Ο Θρύλος ήταν η μεγάλη του αγάπη και η ψύχωσή του. Και στοίβαζε, στη δεκαετία του ’70, δίπλα στο κρεβάτι του τα φύλλα της εβδομαδιαίας εφημερίδας «Ο Λαός του Ολυμπιακού». Τα έραβε, μάλιστα με το τσαγκαροσούβλι, έτσι που γινόταν τόμος ασήκωτος. Και μέσα εκεί, ζωντάνευαν οι μεγάλες δόξες του λιμανιού: ο Σιδέρης, ο Γιούτσος, ο Συνετόπουλος, ο Τριαντάφυλλος, ο Κελεσίδης, ο μέγας Δεληκάρης.
Δούλεψε σερβιτόρος στην Αθήνα, έπαιξε μπάλα -και διέπρεψε- στο πρωτάθλημα της Αιτωλοακαρνανίας και συνάμα άνοιξε ταβέρνα στο χωριό του, τη θρυλική ταβέρνα του Κόπανου. Στο ψήσιμο του αρνιού, στο κοκορέτσι και στο σπληνάντερο ενσωματώνει την μεγάλη παράδοση και τεχνογνωσία του Ρουμελιώτη ψήστη. Στα εξήντα φεύγα του ο Κόπανος είναι η πιο καλτ μορφή της Ναυπακτίας. Τον βρίσκουμε να λιανίζει επιτήδεια το ψημένο αρνί:
– Πάνο, από πού έμαθες την τέχνη του ψησίματος;
-Μα, από τον πατέρα μου. Είχε κρεοπωλείο και εγώ παρακολουθούσα από μικρός με προσοχή όλη την διαδικασία. Πήρα πολλά από εκεί, έπειτα η πείρα που αποκτάς είναι πολύτιμη. Και δεν «σπουδάζεται» πουθενά.
-Υπάρχουν μυστικά για το ψήσιμο του οβελία;
-Πολλά. Δεν είναι απλό πράγμα. Πρώτα απ’ όλα πρέπει να δεθεί καλά το σφάγιο, μη διαλυθεί πάνω στη σούβλα κατά το ψήσιμο. Έπειτα, το αλατοπιπέριασμα, το φτιάξιμο της φωτιάς, η ένταση που αυτή πρέπει να ’χει για να μην καεί το αρνί, ακόμα και το λιάνισμα του ψητού στο τέλος, όλα αυτά παίζουν ρόλο.
-Κοκορέτσι ή σπληνάντερο;
-Είναι σαν να με ρωτάς Παναθηναϊκός ή Ολυμπιακός; Και εγώ είμαι Ολυμπιακός! Σπληνάντερο ασυζητητί! Πιο δύσκολο στο φτιάξιμο –βάλε σπλήνες, καρδιά, τύλιγμα με την πάνα– και πώς να το κάνουμε – πιο νόστιμο! Η γεύση του είναι άλλο πράμα! Μόνο που θέλει προσοχή: λίγη φωτιά, για να μην αρπάξει.
-Τους πελάτες σου πώς τους βλέπεις; Ποια σχέση διαμορφώνεις με αυτούς;
-(Γελάει) Προχτές το μεσημέρι έπινα καφέ στη Ναύπακτο, στο Λιμάνι. Δίπλα μου μια παρέα από το εξωτερικό, που φυσικά δεν με γνώριζαν, σηκώνονται να φύγουν και ακούω τον διάλογο: «Παιδιά πού θα πάμε το βράδυ για φαγητό;» ρωτάει ο ένας. Και απαντά ο άλλος: «Έχω ακούσει τα καλύτερα για τον Κόπανο, στο Τρίκορφο, εκεί θα πάμε». Αμάν ρε παιδιά, σκέφτηκα, δεν υπάρχουν αλλού μαγαζιά, τι στο καλό έχει ο Κόπανος; Ανάσα δεν παίρνουμε. Άκου φίλε, για να σοβαρευτούμε. Εγώ λεφτά δεν έκανα στη ζωή μου. Και δεν με νοιάζει γιατί την έζησα και τη ζω! Στο τέλος της μέρας δεν μετράω τι μου άφησαν οι πελάτες στο συρτάρι! Μου αρκεί ο καλός τους λόγος, το χαμόγελό τους, η εμπιστοσύνη που μου έχουν και η υπόσχεση που δίνουν τα μάτια τους ότι θα ξανάρθουν. Με πολλούς από αυτούς συνδέομαι με σχέσεις ζωής. Κι αυτό είναι το μεγαλύτερο κέρδος μου. Όσα πήρα από την μπάλα (γνωριμίες, φιλίες, ανθρώπινες σχέσεις), τα ίδια και άλλα τόσα παίρνω από την ταβέρνα. Και μου αρκούν!
-Κοιτάζω τις φωτογραφίες που έχεις στο τζάκι. Νέος, είχες ασχοληθεί με το ποδόσφαιρο;
-Είχα μούρλια από μικρός με τη μπάλα. Και, όπως λένε, είχα και κάποιο ταλέντο. Δυστυχώς τα χρόνια εκείνα έπρεπε να έχεις κάποιον να σε σπρώξει και, βέβαια, λίγη τύχη. Έπειτα, ήταν και το βιοτικό πρόβλημα. Έπρεπε, βλέπεις, να βγει το μεροκάματο. Έτσι έμεινα στα τοπικά πρωταθλήματα. Πάντως έπαιξα για τέσσερα χρόνια στον Ατρόμητο Αντιρρίου και μετά στην ΑΕΜ (Μεσολόγγι), όπου ήταν προπονητής ο Γιάννης Κυράστας. Ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να μου συμβεί. Μέγας προπονητής και υπέροχος άνθρωπος.
Δοκιμάζουμε το σπληνάντερο που μας κερνάει -απίθανη νοστιμιά- και αφήνουμε τον Πάνο να συνεχίσει την τέχνη του. Στη δροσιά της αυλής, το ζεστό καρβέλι ζυμωτό ψωμί και τα τηγανητά κολοκυθάκια, οι εξαίσιες χωριάτικες πίτες, το υπέροχο ρουμελιώτικο ψητό και το μπρούσκο κρασί, μα πάνω απ’ όλα η εκπληκτική ατμόσφαιρα, όλα δημιουργούν μια διάθεση ευφορίας, έναν αγαπητικό οίστρο που μόνο στην ταβέρνα του Κόπανου μπορεί κανείς να βιώσει. Στην άκρη της αυλής, το μάτι μας πέφτει σε μια διακριτική, μικρή πινακίδα που πληροφορεί τους επισκέπτες: «Ταβέρνα Πάνου Δανιήλ». Θα μπορούσε, σκέφτομαι, να προσθέσει κάποιος και το παλιό σλόγκαν: «Και θα ξανάρθετε!». Και θα έχει πετύχει διάνα.
Αργά, ο Πάνος έρχεται στο τραπέζι μας και μας διηγείται αυτοσαρκαζόμενος τα πάθη του και τα παθήματά του. Ακούνε οι διπλανές παρέες και χωρίς να το καταλάβουμε γινόμαστε όλοι μια συντροφιά γύρω από τον Πάνο. Φεύγουμε δακρυσμένοι από τα γέλια. Όσοι έχουν την τύχη να ακούν τον Κόπανο να διηγείται τις πιο απίθανες έως εξωφρενικές περιπέτειες της ζωής του, σίγουρα δικαιώνουν τον τίτλο μας. Ο άνθρωπος αυτός είναι ολόκληρη ιστορία. Ένας Ζορμπάς της εποχής μας.
Γεια σου ρε Πάνο! Να ακούω πάντα καλά το όνομά σου!
*Ο Νίκος Χαλαζιάς είναι φιλόλογος.
Διαβάστε ακόμα:
Φρέσκο ψάρι στο βουνό: Ένα παράδειγμα επιχειρηματικότητας με όραμα στην Αθαμανία
Από τα γήπεδα στο καφενείο στις Καρυές: Η ιστορία του Χάρη που ανέλαβε την επιχείρηση του παππού του