Αφήνοντας πίσω τη Θεσσαλία, το πέρασμα του Μπάρου μάς οδηγεί στην καρδιά της Ηπείρου. Εδώ, στους πρόποδες των επιβλητικών Τζουμέρκων, το Ματσούκι στέκει σαν φυσικός φρουρός της εισόδου στα ορεινά. Η ημέρα είναι αναπάντεχα φωτεινή, με τον ήλιο να χαρίζει μια ιδιαίτερη λάμψη στα πέτρινα σπίτια του χωριού.

16

Το καφενείο με τη μεγάλη τζαμαρία

Στην είσοδο του οικισμού, η μεγάλη τζαμαρία ενός καφενείου-παντοπωλείου τραβά την προσοχή μας. Η ανοιχτή πόρτα μας κάνει να σταματήσουμε. Το φως διαχέεται απλόχερα στο εσωτερικό, φωτίζοντας μια οικεία σκηνή: η Μαρία, η ιδιοκτήτρια, κάθεται σε ένα ξύλινο τραπέζι, αφοσιωμένη στο σπάσιμο των καρυδιών που μάζεψε νωρίτερα. Τα χέρια της κινούνται με την ακρίβεια που μόνο η πολύχρονη εμπειρία μπορεί να χαρίσει.

Γεύσεις του τόπου

«Περάστε μέσα!», μας προσκαλεί με ζεστασιά στη φωνή της, χωρίς να σταματήσει τη δουλειά της. «Καθίστε να δοκιμάσετε τα φετινά καρύδια. Είναι από τις καρυδιές μας, εδώ στο χωριό». Η γεύση τους είναι πράγματι αποκάλυψη -γλυκιά και βουτυράτη, με εκείνη την ιδιαίτερη φρεσκάδα που έχουν τα μόλις συλλεγμένα καρύδια.

Το καταφύγιο του χειμώνα

Στο κέντρο του χώρου, μια επιβλητική καφέ σόμπα τραβά αμέσως την προσοχή. «Είναι ο θησαυρός μας τον χειμώνα», εξηγεί η Μαρία, σηκώνοντας για λίγο το βλέμμα της από τα καρύδια. «Όταν χιονίζει και το θερμόμετρο πέφτει κάτω από το μηδέν, αυτή η σόμπα κρατάει το μαγαζί ζεστό. Γίνεται το καταφύγιο του χωριού τις κρύες μέρες».

Τα απαραίτητα της καθημερινότητας

Γύρω μας, τα ράφια του παντοπωλείου είναι οργανωμένα με μια λιτή αλλά ουσιαστική λογική. «Δεν έχουμε πολλά πράγματα», παραδέχεται η Μαρία, «αλλά έχουμε ό,τι χρειάζεται κανείς για να τα βγάλει πέρα εδώ πάνω. Ειδικά τον χειμώνα, που καμιά φορά το χιόνι μας αποκλείει για μέρες».

Πρωινές στιγμές στο καφενείο

Σε μια γωνιά, ένας κάτοικος απολαμβάνει το πρωινό του τσίπουρο. Το ποτήρι του αντανακλά το φως του ήλιου, δημιουργώντας μικρές φωτεινές λίμνες στο τραπέζι. Η παρουσία του είναι διακριτική αλλά οικεία, σαν να αποτελεί κι αυτός μέρος του χώρου.

Μνήμες από τα παλιά

«Εδώ γεννήθηκα», αρχίζει να μας διηγείται η Μαρία, καθώς τα επιδέξια δάχτυλά της συνεχίζουν να καθαρίζουν καρύδια. «Τα παιδικά μου χρόνια ήταν μοιρασμένα ανάμεσα στο Ματσούκι και το Αγρίνιο. Έξι μήνες εδώ, έξι μήνες εκεί. Έτσι ήταν τότε η ζωή για πολλές οικογένειες του χωριού. Το καλοκαίρι ανεβαίναμε στο βουνό, τον χειμώνα κατεβαίναμε στα πεδινά».

Η απόφαση της επιστροφής

Σταματά για λίγο και το βλέμμα της ταξιδεύει έξω από τη τζαμαρία, προς τις βουνοκορφές. «Το ’96, μετά το γάμο μου με τον Σταύρο, πήραμε τη μεγάλη απόφαση. Είπαμε να μείνουμε μόνιμα εδώ, να κρατήσουμε το χωριό ζωντανό. Δεν ήταν εύκολο, αλλά δεν το μετανιώσαμε ποτέ». Χαμογελά καθώς προσθέτει: «Ο Σταύρος λείπει τώρα στην Κέρκυρα, επισκέπτεται την κόρη μας που διορίστηκε εκεί δασκάλα. Είμαστε περήφανοι που κατάφερε να σπουδάσει και να κάνει αυτό που αγαπά. Επιστρέφοντας θα περάσει από τον γιό μας που είναι στα Γιάννενα και μετά θα έρθει».

Οι θησαυροί του βουνού

Η Μαρία δεν περιορίζεται μόνο στο καφενείο. Όπως μας εξηγεί, η ζωή στο βουνό απαιτεί πολλαπλές δραστηριότητες για να επιβιώσει κανείς. «Εκτός από τα καρύδια, μαζεύω και τσάι του βουνού», μας λέει και το πρόσωπό της σοβαρεύει. «Αλλά πρέπει να το κάνεις με σεβασμό. Μαζεύεις μόνο τις κορυφές, ποτέ τη ρίζα. Είναι ο κανόνας του βουνού -παίρνεις μόνο ό,τι χρειάζεσαι, και φροντίζεις να υπάρχει και για του χρόνου».

Παραδοσιακές γεύσεις

Στην πλατεία του χωριού, η Μαρία διατηρεί επίσης ένα μεζεδοπωλείο. «Μαγειρεύω παραδοσιακές συνταγές, όπως τις έμαθα από τη μάνα μου. Πίτες, γίδα βραστή, φασολάδα με χόρτα του βουνού». Εκτός από αυτά, υπάρχουν και τα ζώα της οικογένειας που απαιτούν καθημερινή φροντίδα. «Έχουμε λίγα ζώα», μας λέει. «Δεν είναι πολλά, αλλά μας δίνουν φρέσκο γάλα, αυγά, και πού και πού κανένα κρέας. Στο βουνό πρέπει να είσαι αυτάρκης».

Η καθημερινή ζωή συνεχίζεται

Καθώς η μέρα προχωρά, η κίνηση στο καφενείο αυξάνεται. Ένας-ένας, οι κάτοικοι του χωριού περνούν για τον πρωινό καφέ τους, για να πάρουν κάτι από το παντοπωλείο, ή απλά για να ανταλλάξουν μερικές κουβέντες. Η Μαρία τους υποδέχεται όλους με την ίδια ζεστασιά, συνεχίζοντας παράλληλα τη δουλειά της με τα καρύδια.

Αποχαιρετισμός με γεύση παράδοσης

Φεύγοντας από το καφενείο, παίρνουμε μαζί μας μερικά, τα οποία μάλιστα, αποδείχθηκαν πολύτιμα συνοδευτικά για το υπόλοιπο ταξίδι μας. Πίσω μας, μέσα από τη μεγάλη τζαμαρία, βλέπουμε τη φιγούρα της να συνεχίζει ακούραστη το έργο της -μια ζωντανή υπενθύμιση πως η ζωή στα ορεινά χωριά της Ελλάδας συνεχίζεται χάρη σε ανθρώπους σαν τη Μαρία, που επέλεξαν να μείνουν και να κρατήσουν ζωντανές τις παραδόσεις και την κληρονομιά του τόπου τους.

Διαβάστε ακόμα:

Καλλιρρόη Ασπροποτάμου: Ένα ταξίδι-έκπληξη στη Νότια Πίνδο

Είναι αυτό το πιο ωραίο ηλιοβασίλεμα της Ελλάδας;

Μέσα στο καφενείο του Χρήστου στην Πίνδο, όπου χτυπά η καρδιά της ελληνικής υπαίθρου