Στην Ανατολική Αφρική, φωλιασμένη ανάμεσα στην Ουγκάντα, την Κένυα, τη Ρουάντα, το μικροσκοπικό Μπουρούντι, τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, τη Ζάμπια, το Μαλάουι και τη Μοζαμβίκη, μία καυτή χώρα, η Τανζανία, κουβαλάει στην ιστορία της ολόκληρη την πολυπλοκότητα που φέρνουν μαζί τους όλες οι «νέες» χώρες της Αφρικής.
Αποτέλεσμα της ένωσης δύο διαφορετικών κρατών, της Τανγκανίκας και της Ζανζιβάρης, δύο παλιών γερμανικών και βρετανικών αποικιών, που ανεξαρτητοποιήθηκαν στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1960, η Τανζανία έγινε ενιαίο κράτος το 1961. Το όνομα της χώρας έχει προκύψει από τον συνδυασμό των πρώτων γραμμάτων των δύο παραπάνω κρατών. Ταν από την Τανγκανίκα και Ζαν από τη Ζανζιβάρη. Σήμερα η Τανζανία έχει περίπου 60 εκατομμύρια κατοίκους με μεγαλύτερη πόλη το Nταρ ες Σαλάαμ, ένα αρκετά σύγχρονο μέρος, που βρέχεται από τον Ινδικό Ωκεανό, κάτι που συμβάλει στον μοναδικό του χαρακτήρα. Πρωτεύουσα της χώρας από το 1993 είναι η Ντοντόμα.
Αν και το Νταρ ες Σαλάαμ είναι η μεγαλύτερη πόλη της Τανζανίας, μόλις 5 εκατομμύρια άνθρωποι, από τον γενικό πληθυσμό των 60 εκατομμυρίων, ζει μόνιμα εκεί. Όπως εξηγεί ο Γιάννης Σλήμαν, Έλληνας εθελοντής που πήρε την απόφαση να ταξιδέψει στη χώρα της ανατολικής Αφρικής αρχικά για να διδάξει αγγλικά στα σχολεία της πόλης Αρούσα και στη συνέχεια για να συνεισφέρει στην ανακατασκευή των δημόσιων δημοτικών σχολείων, «η συντριπτική πλειονότητα των κατοίκων ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας σε απομακρυσμένες περιοχές στις αχανείς πεδιάδες της χώρας μακριά από τον πολιτισμό και ασχολούνται κυρίως με την καλλιέργεια γης, σε φυτείες μπανάνας, καλαμποκιού, καφέ ή τσαγιού». Εκεί, ο κορωνοϊός αντιμετωπίζεται σαν μία απλή γρίπη, με τον πρώην πρόεδρο της χώρας, ο οποίος «έφυγε» από τη ζωή τον περασμένο Μάρτιο, να μην παραδέχεται καν την ύπαρξη του ιού. Πλέον η χώρα έχει γυναίκα πρόεδρο, την πρώτη γυναίκα πρόεδρο στην Τανζανία, ωστόσο, ούτε εκείνη έχει αλλάξει ιδιαίτερα τα μέτρα προστασίας απέναντι στην πανδημία. Αυτή τη στιγμή στην χώρα το μοναδικό σημείο που ο κόσμος φοράει μάσκες είναι τα νοσοκομεία και κάποιες δημόσιες υπηρεσίες, ενώ δεν χρειάζεται να κάνει κάποιος self ή rapid test για οποιαδήποτε δραστηριότητα, εκτός κι αν πρόκειται να ταξιδέψει με αεροπλάνο, όπου ζητείται PCR test 72 ωρών.
O ίδιος περιγράφει τη ζωή των εθελοντών στην Τανζανία, λέγοντας ότι, καθώς οι περισσότεροι ζουν στις απομακρυσμένες περιοχές μακριά από το κέντρο, τα προβλήματα με τα οποία έρχονται αντιμέτωποι από πολύ νωρίς είναι αρκετά, κάνοντας τους να θέλουν να βοηθήσουν ακόμα περισσότερο σε διαφορετικά πεδία. Τον ρωτώ για την απόφαση του να ταξιδέψει στην Ανατολική Αφρική και αρχίζει να μου αφηγείται την προσωπική ιστορία του, μία ιστορία που έχει πάντα σαν σταθερό άξονα την ανάγκη για προσφορά και το ενδιαφέρον για τον άνθρωπο απ’ όποιο σημείο του κόσμου κι αν προέρχεται: «Λόγω καταγωγής (ο πατέρας μου είναι από την Παλαιστίνη) ήμουν από μικρός ευαισθητοποιημένος με το τι συμβαίνει στον υπόλοιπο κόσμο και ιδιαίτερα με λαούς που περνάνε δύσκολα. Επίσης, όσο έμενα Ελλάδα (Ηράκλειο και Αθηνά) συμμετείχα σε διάφορες εθελοντικές δράσεις που αφορούσαν πρόσφυγες και μετανάστες. Τα παραπάνω σε συνδυασμό με την αγάπη μου για τα ταξίδια και συγκεκριμένα για την Αφρική, την ήπειρο απ’ όπου ξεκίνησε η ανθρωπότητα, με οδήγησαν στο να αναζητήσω δυνατότητες για εθελοντική δράση στην Τανζανία. Ξεκινώντας εδώ ως δάσκαλος Αγγλικών, διεπίστωσα τις άθλιες συνθήκες στέγασης και υγιεινής κάτω από τις οποίες διεξάγονται τα μαθήματα στο δημόσιο δημοτικό σχολείο στο οποίο εργαζόμουν και έτσι αποφάσισα να τρέξω μια καμπάνια μέσω ίντερνετ ώστε να μπορέσουμε να κάνουμε κάτι για τα πιο σημαντικά προβλήματα όσο περισσότερων σχολείων μπορούμε στην ευρύτερη περιοχή της Αρούσα. Όποτε από τον πρώτο μήνα παραμονής μου εδώ κι έπειτα ασχολούμαι αποκλειστικά και μόνο με εργασίες ανακαίνισης (πχ. καθαρισμός, τρίψιμο τοίχων, βάψιμο, στοκάρισμα, χτίσιμο κλπ)».
Ωστόσο στην Τανζανία δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι ένα παιδί, που φτάνει στην ηλικία των 6 ετών, θα πάει στο δημοτικό. Καθώς τα παιδιά ασχολούνται από πολύ μικρή ηλικία με τις δουλειές του σπιτιού, αλλά και με την καλλιέργεια γης, είναι απόφαση των γονιών αν θα στείλουν το παιδί τους στο σχολείο. Ακόμα, όμως, και τα παιδιά που τελικά παρακολουθούν μαθήματα στο δημοτικό, όταν γυρίζουν το απόγευμα στο σπίτι θα πρέπει να βοηθήσουν στις δουλειές μέχρι την ώρα του ύπνου: «Εδώ είναι συχνό φαινόμενο οι οικογένειες να ακολουθούν το μοντέλο των Μασάι. Δηλαδή στις περισσότερες οικογένειες της Τανζανίας ένας άνδρας μπορεί να έχει χωρίσει με τη γυναίκα του και να έχει παντρευτεί ξανά, αποκτώντας πολλά παιδιά και δημιουργώντας νέες οικογένειες. Οπότε είναι συνηθέστερο σ’ ένα σπίτι να συναντήσει κάποιος μια γυναίκα και πολλά παιδιά, με τον πατέρα να απουσιάζει. Τα παιδιά από πολύ μικρή ηλικία βοηθάνε στις δουλειές του σπιτιού, μαγείρεμα, πλύσιμο, καλλιέργεια γης, πώληση προϊόντων στην αγορά κλπ. Στην ηλικία των 6 θα αποφασίσει η μητέρα (ή και ο πατέρας αν είναι εκεί) αν το παιδί θα πάει στο δημοτικό. Τα περισσότερα παιδιά δεν πάνε γιατί πρέπει να συνεχίσουν να βοηθάνε στις δουλειές του σπιτιού και τη δουλειά. Αν πάνε σχολείο τότε συνήθως θα είναι σε δημόσιο δημοτικό σχολείο όπου υπάρχουν συνήθως 600 με 1600 παιδιά, ανάλογα το μέγεθος του χωριού στο οποίο κατοικούν».
Ο Γιάννης μάς εξηγεί ότι η συμμετοχή των εθελοντών στη λύση των προβλημάτων στις σχολικές υποδομές και εγκαταστάσεις είναι κάτι περισσότερο από απαραίτητη, αφού η κυβέρνηση δε διαθέτει τα κατάλληλα κονδύλια προκειμένου να αντιμετωπίσει τα συγκεκριμένα, σοβαρά ζητήματα: «Τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι δάσκαλοι, καθηγητές και μαθητές στα σχολεία είναι κυρίως υγιεινής και στέγασης. Πάνω από το 50% των δημόσιων δημοτικών σχολείων της χώρας δεν έχουν παροχή νερού στις τουαλέτες, με τον κίνδυνο μετάδοσης ασθενειών να είναι αρκετά υψηλός. Επίσης, τα κτήρια όπου στεγάζονται τα σχολεία είναι αρκετά παλιά, με ετοιμόρροπες στέγες, σπασμένα παράθυρα, κατεστραμμένα δάπεδα, διαλυμένες πόρτες και η κυβέρνηση είναι αδύνατο να παρέχει αρκετά κονδύλια για την ανακατασκευή όλων των σχολείων της χώρας. Οπότε η πλειοψηφία των δημόσιων σχολείων βασίζεται κυρίως σε ατομικές ή συλλογικές πρωτοβουλίες εθελοντών και άλλων οργανώσεων».
Σε μία μοναδική, υπέροχη συνάντηση ανάμεσα σε ολότελα διαφορετικές κουλτούρες και διαφορετικούς πολιτισμούς, ανάμεσα σε διαφορετικά χαρακτηριστικά στην όψη, αλλά και διαφορετικές συνήθειες πάνω στα πιο απλά πράγματα της καθημερινότητας, τα μικρά παιδιά της Τανζανίας κοιτάζουν τους δυτικούς εθελοντές με μάτια γεμάτα απορίες, αλλά και μία γλυκιά ευγένεια που συνοδεύεται από την αγωνία της ανακάλυψης ενός καινούργιου σύμπαντος: «Στα παιδιά φαίνονται διαφορετικά τα μαλλιά και το δέρμα ενός λευκού, οπότε θα θελήσουν να τον ακουμπήσουν και να δουν πως είναι από κοντά». Κυρίως στις περιοχές της χώρας που βρίσκονται μακριά από την πρωτεύουσα οι άνθρωποι δεν είναι εξοικειωμένοι με λευκούς επισκέπτες ανάμεσα τους. Κάτι που κάνει τις αντιδράσεις τους να ποικίλουν και να είναι συχνά έντονες: «Όταν θα βρεθεί εκεί ένας λευκός, το πρώτο πράγμα που θα ακούσει να τον αποκαλούν οι ντόπιοι είναι “muzungu!”, δηλαδή “αυτός που περιπλανιέται”, μία λέξη που τη χρησιμοποιούν για να φωνάξουν κάποιον λευκό. Οι πιο τολμηροί θα πλησιάσουν και θα θελήσουν να ανταλλάξουν χειραψία, αλλά και μερικές κουβέντες στα Αγγλικά ή και Σουαχίλι. Είναι αρκετά φιλικοί και πολύ πρόθυμοι στο να βοηθήσουν σε οτιδήποτε χρειαστούμε. Επίσης εκτιμούν βαθύτατα την προσφορά των εθελοντών και κάνουν ό,τι μπορούν για να τους ευχαριστήσουν με απλές χειρονομίες, όπως το να μοιραστούν ένα καλαμπόκι».
Το φαγητό, παρόλα αυτά, μπορεί να αποτελέσει συχνά πρόκληση για κάποιον που δεν είναι συνηθισμένος στη ζωή και τις συνήθειες μίας αφρικανικής χώρας. Ο Γιάννης διηγείται πως αυτό είναι το κομμάτι που, ενδεχομένως, τον δυσκόλεψε περισσότερο στην προσαρμογή του εκεί: «Το φαγητό, συνήθως, δεν φυλάσσεται κάπου προφυλαγμένο από μύγες και άλλα έντομα με αποτέλεσμα οι στομαχικές διαταραχές (ακόμα και η διάρροια ή ο πυρετός) να είναι συχνό φαινόμενο ανάμεσα στους εθελοντές. Επίσης, καθώς οι εθελοντές μένουν σε φτωχογειτονιές, εκεί είναι συχνό φαινόμενο η διακοπή της παροχής νερού για λίγο ή ακόμα και για μερικές ημέρες. Τότε οι κάτοικοι μεταφέρουν νερό στο σπίτι τους από το κοντινότερο ποτάμι για να κάνουν μπάνιο, να πλύνουν τα πιάτα και άλλες εργασίες που απαιτούν τη χρήση νερού. Μετά από λίγες μέρες παραμονής εδώ, όμως, όλα αυτά έχουν γίνει μέρος της καθημερινότητας σου και δεν αποτελούν πλέον πρόβλημα». Στον αντίποδα, η αγάπη των παιδιών, τα φωτεινά μάτια τους γεμάτα ευγνωμοσύνη, είναι αυτό που κάνει κάθε θυσία να αξίζει, κάθε δυσκολία να ξεπερνιέται και να μοιάζει ασήμαντη μπροστά στη μεγάλη χαρά που ένας εθελοντής προσφέρει κατά τη διάρκεια της παραμονής του σε μία χώρα της Αφρικής: «Αυτό το ανιδιοτελές, τεράστιο και ατελείωτο κύμα αγάπης των παιδιών που μάς δίνει δύναμη να συνεχίζουμε το έργο μας εδώ παρά τις όποιες δυσκολίες. Αυτά τα παιδιά στερούνται τόσο βασικά πράγματα ζωτικής σημασίας κι όμως αν κοιτάξει κανείς τα χαμογελαστά τους πρόσωπα και τα σπινθηροβόλα μάτια τους θα νομίζει ότι τους ανήκει ο κόσμος όλος. Είναι σίγουρα ένα πολύ μεγάλο μάθημα ζωής, το οποίο μας δίνει τη δυνατότητα να ορίσουμε τις πραγματικά σημαντικές αξίες και τα ιδανικά μας και να αναπροσαρμόσουμε τη ζωή μας συμφωνά με αυτά».
Μπορεί στην Ελλάδα η κουλτούρα του τουρισμού μέσω της εθελοντικής εργασίας, σε μέρη του πλανήτη που έχουν αληθινή ανάγκη για βοήθεια, να μην είναι αρκετά διαδεδομένη, ωστόσο, όπως επιβεβαιώνει και ο Γιάννης άνθρωποι απ’ όλο τον κόσμο φτάνουν συνέχεια στην Αφρική για να προσφέρουν τη δουλειά τους και τη στήριξη τους σε εκείνους που τη χρειάζονται. Την ίδια στιγμή, να κερδίσουν και οι ίδιοι εμπειρίες και γνώσεις που, κάτω από άλλες συνθήκες, δεν θα μπορούσαν ποτέ να κερδίσουν και να φύγουν, τελικά, από εκεί πιο γεμάτοι, πιο ολοκληρωμένοι και πιο συνειδητοποιημένοι σαν προσωπικότητες. «Αυτό που μου έχει κάνει εντύπωση, όσο βρίσκομαι εδώ, είναι ότι υπάρχουν πάρα πολλοί νεαροί εθελοντές απ’ όλο τον κόσμο (Γερμανία, Ισπανία, Βραζιλία, Ουαλία, Γαλλία, Ισημερινή Γουινέα, Ελβετία, Αργεντινή). Ο μέσος όρος ηλικίας είναι τα 22 έτη. Αντιθέτως δεν έχω γνωρίσει κάποιον Έλληνα ούτε έχω ακούσει ότι βρίσκεται στην πόλη κάποιος Έλληνας εθελοντής. Επίσης από τις 2 ΜΚΟ που συνεργάζομαι μου είπαν ότι είμαι ο πρώτος Έλληνας που δουλεύει μαζί τους εδώ. Στον υπόλοιπο κόσμο ο εθελοντισμός στο εξωτερικό είναι κάτι το οποίο γίνεται εδώ και αρκετά χρόνια. Πιο συγκεκριμένα, οι εθελοντές προτιμούν να το κάνουν αυτό είτε αμέσως μετά το σχολείο ή μετά το πανεπιστήμιο, πριν βρουν την πρώτη τους δουλειά. Στην Ελλάδα ο εθελοντισμός στο εξωτερικό αλλά και στο εσωτερικό δεν είναι τόσο διαδεδομένος, όσο σε άλλες χώρες».
Ποιος είναι, ωστόσο, ο τρόπος σκέψης απέναντι στους ανθρώπους και την ίδια τη ζωή που κάνει τον Γιάννη να θέλει να προσφέρει, όπως μπορεί, σε όσους το χρειάζονται; «Προσωπικά προσπαθώ να βλέπω τον Άνθρωπο σαν Ένα, μακριά από παράγοντες που τον διαφοροποιούν όπως η καταγωγή, η χώρα κατοικίας, το χρώμα, η κοινωνική και οικονομική κατάσταση, η θρησκεία, η γλώσσα, παράγοντες που κατά κύριο λόγο διαμορφωθήκαν λόγω τύχης και όχι κατ’ επιλογή των ίδιων. Αν το κάνουμε αυτό, θα μπορέσουμε να δούμε τον κόσμο σαν κάτι ενιαίο, χωρίς σύνορα. Τότε θα είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε καλύτερα που αντιμετωπίζουν τα σοβαρότερα προβλήματα αλλά και πόσοι είναι αυτοί. Δηλαδή πέρα από τη σοβαρότητα του προβλήματος θα πρέπει να αξιολογήσουμε και την έκταση του. Για παράδειγμα, αν συγκρίνουμε την κατάσταση στις τουαλέτες των σχολείων στην Τανζανία όπου περισσότερο από το 50% των δημόσιων δημοτικών σχολείων δεν έχουν νερό και ο κίνδυνος μετάδοσης ασθενειών είναι τεράστιος, με την κατάσταση στις τουαλέτες στα σχολεία της Γαλλίας για παράδειγμα, όπου δεν λειτουργεί σχολείο χωρίς νερό, τότε κατά πάσα πιθανότητα ο Γάλλος θα αποφασίσει να πάει στην Τανζανία για εθελοντική εργασία».
Παροτρύνοντας τον κόσμο να δει με νέα, πολύ πιο δεκτικά μάτια τις δράσεις του εθελοντισμού, ο Γιάννης Σλήμαν νιώθει παράλληλα την ανάγκη να ξεκαθαρίσει πως αυτή η διαδικασία, όταν τη ζήσεις στην πράξη είναι σίγουρα κάτι πολύ διαφορετικό από την εικόνα που είχες, από απόσταση, στο μυαλό σου. Ο ίδιος συμβουλεύει τους ανθρώπους που σκέφτονται σοβαρά να ασχοληθούν με τη συγκεκριμένη εμπειρία να μην ξεχνούν ότι βασικότερο όπλο τους πρέπει να είναι η προσαρμοστικότητα: « Αν ταξιδεύοντας σε μια αναπτυσσόμενη χώρα ή χώρα του Τρίτου Κόσμου, όπως τις αποκαλούν κάποιοι, περιμένει κανείς να βρει τις ανέσεις και τον τρόπο ζωής που είχε στη χώρα του, τότε είναι σίγουρο πως θα απογοητευτεί και θα γυρίσει πίσω νωρίτερα απ’ ότι είχε σχεδιάσει. Τα πράγματα σίγουρα θα είναι διαφορετικά απ’ ότι είχε συνηθίσει έως τότε και αν ακολουθήσει τον τρόπο ζωής των ντόπιων βλέποντας το ως μια ενδιαφέρουσα νέα εμπειρία, αυτό σίγουρα θα κάνει την καθημερινότητα του πιο ευχάριστη».
Και συνεχίζει, μιλώντας για την προσωπική του εμπειρία: «Δεν είχα φανταστεί πολλά πράγματα σχετικά με την καθημερινότητα μου εδώ, τις εργασίες με τις οποίες καταπιάνομαι, την ανταπόκριση των ντόπιων, την αγάπη των παιδιών. Μετά από την πρώτη εβδομάδα παραμονής μου εδώ όμως προσαρμόστηκα και μπορώ να πω ότι απολάμβανα την καθημερινότητα μου γιατί διαρκώς βίωνα καταστάσεις πρωτόγνωρες για μένα και μάθαινα συνεχεία νέες πληροφορίες. Αυτό είναι κάτι που προσωπικά με ενθουσιάζει απίστευτα. Για παράδειγμα, όταν γνώρισα έναν γείτονα ο οποίος ανήκει στη φυλή των Μασάι, τον ρώτησα γιατί στους περισσότερους Μασάι λείπει ένα κάτω δόντι. Μου εξήγησε ότι είναι έθιμο που κρατάει από πολύ παλιά. Επειδή οι Μασάι περπατάνε μεγάλες αποστάσεις για αρκετές ώρες σε αχανείς πεδιάδες υπάρχει κίνδυνος να μην έχουν νερό και να λιποθυμήσουν. Αν τους βρει κάποιος, είναι δύσκολο να τους ανοίξει το στόμα για να τους δώσει νερό γιατί οι σιαγόνες έχουν σφίξει αρκετά. Οπότε αν λείπει ένα δόντι από κάτω μπροστά, είναι πιο εύκολο να περάσει το νερό μέσα στο στόμα. Είχα εκπλαγεί τόσο πολύ όταν μου το είχαν εξηγήσει αυτό, γιατί συνεχίζουν και ακολουθούν ακόμα τις παραδόσεις των προγόνων τους.
Τις καθημερινές γυρίζω στο σπίτι συνήθως κατά τις 17.00 το απόγευμα, θα κάνω ένα μπάνιο και θα ξεκουραστώ. Μια ή δυο φορές την εβδομάδα θα βρεθούμε με τους άλλους εθελοντές για φαγητό και τα Σαββατοκύριακα είτε θα πάμε για πεζοπορία σε κάποιο βουνό ή βόλτα στο κέντρο της πόλης. Η επαφή με άλλους εθελοντές είναι εξίσου σημαντική γιατί έτσι δίνεται η δυνατότητα ανταλλαγής απόψεων και εμπειριών. Για παράδειγμα, μας εξιστορούσε ένας εθελοντής από την Ουαλία πως κάποιοι τον πλησίασαν στην κεντρική αγορά, τον οδήγησαν σε ένα απομακρυσμένο σοκάκι και εκεί του ζήτησαν χρήματα. Γενικά η ζωή στην Τανζανία δεν είναι επικίνδυνη αλλά θα πρέπει να έχει κάνεις τα μάτια του ανοιχτά και να προσέχει πολύ περισσότερο απ’ ότι στην χώρα του. Επίσης, μας έχουν συμβουλεύσει να μην μετακινούμαστε μόνοι μας μετά τις 21.00 το βράδυ. Δεν είναι σίγουρο ότι θα συμβεί κάτι άσχημο αν κυκλοφορήσεις μόνος σου στις 21.30, αλλά γιατί να το ρισκάρεις;».
Ο Γιάννης Σλήμαν εξηγεί ότι το μεγάλο του όνειρο είναι να συνεχίσει να ταξιδεύει, προσφέροντας, αναζητώντας νέες ευκαιρίες είτε για εθελοντική είτε για κανονική εργασία, έχοντας σαν στόχο του να περάσει και από τις έξι ηπείρους κατά τη διάρκεια αυτής της αναζήτησης. Στην Ελλάδα σχεδιάζει να επιστρέψει στις 21 Σεπτεμβρίου του 2022, ημέρα των γενεθλίων του, έναν ακριβώς χρόνο από την ημέρα που προσγειώθηκε στην Τανζανία.
*Ο Γιάννης προτείνει σε όλους όσους ενδιαφέρονται να δραστηριοποιηθούν σε αντίστοιχα εθελοντικά προγράμματα του εξωτερικού ή της Ελλάδας, βοηθώντας σημαντικά σε χώρες όπου υπάρχει σημαντική ανάγκη, να επισκεφτούν τις παρακάτω ιστοσελίδες προκειμένου να ενημερωθούν αναλυτικά για τις διαθέσιμες θέσεις και τα πιθανά πεδία απασχόλησης:
• https://www.volunteerworld.com/
• https://www.worldpackers.com/
• https://www.workaway.info/
Αν θέλετε να επικοινωνήσετε με τον Γιάννη Σλήμαν μπορείτε να επισκεφθείτε τα προφίλ του στα social media:
Instagram: yannis.sliman
Facebook: yannis.sliman2
Επίσης, μπορείτε να βοηθήσετε στην αποκατάσταση των δημόσιων σχολείων στην Τανζανία συνεισφέροντας στην καμπάνια: https://gofund.me/1a0ce7b5