Ο Βασίλης Μπούτσης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Οι γονείς του είχαν «μοιρασμένη» καταγωγή, καθώς ο πατέρας του καταγόταν από τη Σαλαμίνα, ενώ η μητέρα του από τα Ιωάννινα και συγκεκριμένα, από το χωριό Δίκορφο στο Ζαγόρι.

24

Από τον πρώτο χρόνο της ζωής του ταξίδευε συχνά στα Ιωάννινα, όπου περνούσε μεγάλα χρονικά διαστήματα με τη γιαγιά του, τη Βασιλική, καθώς οι γονείς του, όντας γιατροί, είχαν ιδιαίτερα φορτωμένο πρόγραμμα.

Όπως ο ίδιος αναφέρει στο Travel.gr: «Θυμάμαι να είμαι παιδί, να κατεβαίνω από το αεροπλάνο που με είχαν βάλει οι γονείς μου για να πάω στη γιαγιά και να νιώθω ένα ανεξήγητο καρδιοχτύπι και μια απερίγραπτη λαχτάρα για αυτόν τον τόπο. Κάπως μέσα μου ήξερα ότι θα κατέληγα εκεί. Με το που πατούσα το πόδι μου στα Γιάννενα, τα άφηνα όλα πίσω, σαν να μην είχα τίποτα άλλο να σκεφτώ». Και πράγματι, ο Βασίλης έζησε έντονα τη ζωή της πόλης, αλλά τελικά τον κέρδισε ο τόπος που η καρδιά του είχε επιλέξει από νωρίς.

Πώς έγινε η μετάβαση από την Αθήνα στο χωριό

Σπούδασε Hotel Tourism & Management σε ελβετική σχολή στην Αθήνα, εργάστηκε στον κλάδο της εστίασης σε γνωστούς Ομίλους της πρωτεύουσας, επιχείρησε και ο ίδιος στον χώρο, ενώ έζησε μια κοινωνική ζωή από την οποία δηλώνει ότι «βγήκε» χορτάτος. Αν είχε την ευκαιρία να το ξανακάνει από την αρχή, τονίζει ότι θα ακολουθούσε ακριβώς την ίδια πορεία, καθώς πιστεύει ότι το να ζει κανείς μια ήρεμη ζωή εκτός πόλης έχει νόημα μόνο όταν έχει χορτάσει κοινωνικά και, ενδεχομένως, επαγγελματικά.

Ο Βασίλης σημειώνει: «Πρώτη φορά σκέφτηκα να φύγω το 2015, τότε που έκανα και την πρώτη απόπειρα, μένοντας για περισσότερους από δέκα μήνες. Ήθελα να τσεκάρω αν ήμουν έτοιμος, αλλά και να δω πώς είναι η ζωή εκεί. Πήγα για Χριστούγεννα και, αφού δεν είχα επαγγελματικές ή προσωπικές υποχρεώσεις, έμεινα. Δούλεψα ως οδηγός rafting και αργότερα προέκυψε μια επαγγελματική πρόταση στην Αθήνα, η οποία με «τράβηξε» πίσω. Τότε όμως -όπως φαίνεται- δεν ήμουν 100% έτοιμος να τα αφήσω όλα και να ζήσω στην επαρχία».

Ο Βασίλης ζει πλέον εδώ και περίπου τέσσερα χρόνια στα Γιάννενα και στο χωριό Δίκορφο στο Ζαγόρι. Τις καθημερινές βρίσκεται εκεί, ενώ τα Σαββατοκύριακα – ή και για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα – στο Δίκορφο.

«Με είχε κουράσει ο κόσμος της Αθήνας, που από μόνος του γεννά ένα μόνιμο άγχος και έναν πανικό, τον οποίο, ακόμα κι αν δεν τον αντιλαμβάνεσαι άμεσα, τον ζεις. Μόνο όταν πας στην επαρχία, βλέπεις τη διαφορά. Όταν πρωτοήρθα, δεν μπορούσα να πιστέψω ότι όλα λειτουργούσαν με ένα μεταδοτικό χαμόγελο και ότι μπορούσα να διεκπεραιώσω όλες μου τις δουλειές μέσα σε μία ημέρα».

Όσο για τους νέους ανθρώπους στο χωριό; Ο Βασίλης λέει ότι η ζωή τους κυλά πιο χαλαρά, χωρίς τη διαρκή αίσθηση βιασύνης. «Δεν κοιτούν το ρολόι για να προλάβουν, αφού δεν τους πιέζει τίποτα. Κινείσαι παντού με τα πόδια ή με το ποδήλατο, δεν κολλάς πουθενά, και είσαι με ένα χαμόγελο – γιατί έτσι είναι και οι άλλοι γύρω σου».

«Τα ωραία του χωριού συνηθίζονται με τον καιρό, αλλά δεν εξαντλούνται». Η ποιότητα στην καθημερινότητα, αυτό που αντικρίζεις μόλις βγεις από το σπίτι, ο χρόνος που περνάς στη φύση, οι ποιοτικές επιλογές σε φαγητό και ποτό, οι ευκαιρίες για να απολαύσεις το τοπίο, η πιο οικονομική ζωή και, φυσικά, η αυθεντικότητα των ανθρώπων είναι τα στοιχεία που κάνουν τη νέα μου ζωή στο χωριό ξεχωριστή».

Ο Βασίλης πλέον δεν έχει άγχος. Έχει απομακρύνει κάθε αρνητική σκέψη που άλλοτε τον επιβάρυνε. «Βλέπω ότι όλα έχουν μία θετικότητα και πως θα τα καταφέρω», τονίζει. Και όταν περάσει λίγος καιρός, άραγε συνεχίζεις να νιώθεις το ίδιο για τη ζωή εκτός πόλης; «Μπορεί όλα αυτά τα ωραία να γίνονται κομμάτι της καθημερινότητας, αλλά δεν εξαντλούνται. Απλά, το σύστημά σου μπαίνει σταδιακά σε μια διαδικασία εναρμόνισης με την ποιότητα, το χαμόγελο και την ηρεμία της φύσης, δίνοντάς σου την αίσθηση πως τα έχεις συνηθίσει. Καλύτερα, όμως, να έχεις προσαρμοστεί εδώ, παρά στην τρέλα της πόλης».

Τι του έλειπε στην πόλη και τι του λείπει στο Δίκορφο

«Πέρα από την οικογένεια, τον πατέρα μου και τους φίλους μου, δε μου λείπει κάτι από τη ζωή στα Γιάννενα ή το Δίκορφο. Σίγουρα έχω αφήσει όλη μου τη ζωή εδώ, αλλά η νέα μου καθημερινότητα δεν με περιορίζει. Αν έπρεπε να αναφέρω κάτι πρακτικό -εκτός από τους ανθρώπους- θα ήταν οι περισσότερες επιλογές στο φαγητό, αφού είμαι λάτρης του καλού φαγητού. Και πάλι όμως, δε θα ήθελα την ψευδαίσθηση της πόλης, αυτή την αίσθηση ότι έχεις πενήντα εστιατόρια και τριάντα θέατρα να επισκεφθείς, και τελικά δεν θα πας σε όλα αυτά. Προσωπικά, ακόμα και στα ρεπό μου, πήγαινα σε πολύ συγκεκριμένα μαγαζιά».

Οι κοντινοί άνθρωποι του Βασίλη μπορεί στην αρχή να στενοχωρήθηκαν όταν τους ανακοίνωσε ότι θα φύγει μόνιμα για το χωριό, όμως οι περισσότεροι κατάλαβαν σύντομα ότι αυτή ήταν η καλύτερη επιλογή για εκείνον. Έτσι, τον επισκέπτονται συχνά και «ξεκλέβουν» λίγη από την ήρεμη ζωή του Δικόρφου.

«Από τη ζωή στην πόλη, μου έλειπαν η φύση και οι δραστηριότητες στη φύση. Αυτό που έχουμε καταφέρει να κάνουμε στις πόλεις, είναι λάθος. Πασχίζεις να βρεις λίγο χρόνο για να ξεκουραστείς ένα τριήμερο, και τελικά ούτε ξεκουράζεσαι ούτε γεμίζεις μπαταρίες. Αντίθετα, επιστρέφεις κατευθείαν στην τρέλα. Ενώ το σωστό, κατά τη γνώμη μου, θα ήταν το αντίστροφο: να ζεις στη μόνιμη ηρεμία και μια στο τόσο να ξεδίνεις σε μια πιο έντονη ζωή, επιστρέφοντας μετά στη βάση σου».

Μία μέρα του Βασίλη στα Γιάννενα και στο Δίκορφο

«Η καθημερινότητά μου στα Γιάννενα κυλάει όπως σε μια πόλη, απλώς σε μικρότερη κλίμακα. Θα βγω για την προπόνησή μου, θα κάνω τα ψώνια μου, θα πιω τον καφέ μου, θα φροντίσω το σπίτι μου, θα μαγειρέψω κ.τ.λ. Στο Δίκορφο, όμως, τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά, γιατί ασχολείσαι περισσότερο με το σπίτι και τα μαστορέματα – πάντα υπάρχει κάτι να φτιάξεις για να το κάνεις καλύτερο».

Το πιο έντονο στοιχείο που έχει πλέον προστεθεί στη νέα καθημερινότητα του Βασίλη είναι η παράδοση, την οποία λατρεύει. «Μου αρέσει πολύ να γυρίζω τον χρόνο πίσω, σε άλλες εποχές, να βλέπω, να μαθαίνω και να ζω». Έτσι, οι δεξιότητες που έχει αποκτήσει στο χωριό περιλαμβάνουν την παρασκευή παραδοσιακών συνταγών -με ιδιαίτερη κλίση στις πίτες, όπως αλευρόπιτα, λαχανόπιτα και γαλατόπιτα – τη συναναστροφή με τους ντόπιους, από τους οποίους μαθαίνει ιστορίες της οικογένειάς του και του τόπου του, το κυνήγι και τους παραδοσιακούς χορούς υπό τους ήχους του γιαννιώτικου κλαρίνου.

Οι επαγγελματικές δυνατότητες όταν ζεις εκτός πόλης

Η αλλαγή τόπου διαμονής δεν στάθηκε εμπόδιο στα επαγγελματικά σχέδια και όνειρα του Βασίλη. Την άνοιξη ετοιμάζεται να ανοίξει το δικό του cocktail bar-club στη Χώρα της Τήνου, το Azul (που στα ισπανικά σημαίνει «μπλε»).

«Οι γονείς μου συνδύασαν τη θάλασσα με το βουνό, βάσει της καταγωγής τους. Το βουνό το έχω τώρα στην καθημερινότητά μου, αλλά μου έλειπε η θάλασσα. Ήθελα, λοιπόν, να τη συνδυάσω με μια νέα επαγγελματική κίνηση, και έτσι προέκυψε η συνεργασία με έναν φίλο μου στην Τήνο. Είμαι πολύ χαρούμενος γι’ αυτή την επιλογή, αφού το νησί είναι ένας εξαιρετικός προορισμός αυτή την περίοδο και εμείς δημιουργούμε κάτι νέο, ζωντανό και πολύ ευχάριστο για το κοινό, το οποίο θα μπορεί να μας επισκέπτεται από τις 20:00 και μετά».

Ιωάννινα και Δίκορφο: «Την ομορφιά της φύσης πρέπει να τη δεις, για να την καταλάβεις»

«Ο χρόνος που αφιερώνω καθημερινά στη φύση είναι πολύς, αφού η μέρα μου στα Γιάννενα ξεκινάει με τρέξιμο και προπόνηση δίπλα στη λίμνη. Τρέχω, και αυτή η καταχνιά, η ομίχλη μπροστά από το κάστρο, θυμίζουν μεσαιωνικό τοπίο -λες και ζω στην εποχή των ιπποτών. Όσο για το Δίκορφο; Αρκεί να βγω έξω από την αυλή μου και βρίσκομαι ήδη στην καρδιά της φύσης».

Τι κρατάμε εμείς από την ιστορία του Βασίλη Μπούτση; Τη λαχτάρα που είχε από παιδί για τον τόπο του, την ήρεμη καθημερινότητα μέσα στη φύση και την ιστορία ενός σπιτιού που αγοράστηκε ως δώρο του πατέρα του στη μητέρα του, όταν γεννήθηκε εκείνος και τελικά έγινε το μεγαλύτερο δώρο που έλαβε ποτέ ο ίδιος.

Διαβάστε ακόμα:

Η Αρετή και ο Τάκης: 50 χρόνια γύρω από ένα τραπέζι γεμάτο αγάπη στη Λακωνία

Φωτεινή Γάλλου: Γιατί επέλεξα συνειδητά να ζω στο χωριό -Η εκδότρια της εφημερίδας «Τα Χωριάτικα» εξηγεί

Καναδάς-Πειραιάς-Καρυές Λακωνίας: Η Βούλα Μελεχέ εξηγεί γιατί αποφάσισε να ζήσει στο χωριό του παππού της