Δεν είναι εύκολο να αναφερθείς στη Σπιναλόγκα και να την αντιμετωπίσεις σαν να είναι ένα οποιοδήποτε νησάκι τοποθετημένο γραφικά στα παράλια της Κρήτης, σε μια περιοχή με άφθονη χαμηλή βλάστηση και παράκτιες ομορφιές. Όχι γιατί δεν υπάρχουν αυτά τα στοιχεία στο τριγύρω περιβάλλον, αλλά επειδή η σκιά της ιστορίας πέφτει βαριά εδώ, καθώς η παλιά πολιτεία των λεπρών εξακολουθεί να προξενεί δέος σε όσους καταφτάνουν ως επισκέπτες.

21

Από το 2010 και μετά, μάλιστα, μιλάμε πλέον για χιλιάδες επισκέπτες, καθώς η δημοτικότητα της Σπιναλόγκας ανέβηκε κατακόρυφα, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό. Με αποτέλεσμα πολλοί να την αντιμετωπίζουν ως αξιοθέατο (αν και όχι με την αγοραία έννοια), καθιστώντας τη τον δεύτερο πιο επισκέψιμο χώρο της Κρήτης μετά την Κνωσό.

Για την Ελλάδα, αιτία αυτής της δημοτικότητας στάθηκε η επιτυχία της τηλεοπτικής σειράς «Το Νησί» (2010-2011) του Θοδωρή Παπαδουλάκη, σε σενάριο Μιρέλλας Παπαοικονόμου. Διεθνώς, πάλι, η αναγνωρισιμότητα οφείλεται στο ομώνυμο βιβλίο (2005) της Βικτόρια Χίσλοπ (Victoria Hislop) στο οποίο βασίστηκε και το σίριαλ, που κατέγραψε με λογοτεχνικό τρόπο το πονεμένο παρελθόν της Σπιναλόγκας. Μάλιστα, για τη συμβολή της αυτή, στη Βρετανίδα δημοσιογράφο και συγγραφέα απονεμήθηκε τιμητικά η ελληνική υπηκοότητα, με Προεδρικό διάταγμα του 2020.

Ένα νησάκι με βενετσιάνικο όνομα, στον κόλπο της Ελούντας

Η Σπιναλόγκα είναι ένα ακατοίκητο νησάκι 85 στρεμμάτων στον γραφικό και διεθνώς φημισμένο για τις ομορφιές του κόλπο της Ελούντας, στο Λασίθι της Κρήτης. Επί αιώνες ήταν γνωστή με το αρχαίο ελληνικό της όνομα (Καλυδών), με το οποίο υπαγόταν στην επικράτεια της πόλης-κράτους Ολούς, αν και υπάρχει η πιθανότητα να μην ήταν πάντοτε νησί, μα να ενωνόταν με τη γειτονική χερσόνησο Κολοκύθα.

Κατά το μεγαλύτερό της μέρος η Ολούς εμφανίζεται βυθισμένη στη θάλασσα στο τέλος της αρχαιότητας, με τα στεριανά υπολείμματά της να χάνονται ολότελα στους μεταχριστιανικούς καιρούς, μάλλον λόγω των αραβικών επιδρομών του 7ου αιώνα. Από τότε η περιοχή εγκαταλείφθηκε εντελώς μέχρι την έλευση των Βενετών, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν τα γεγονότα της Δ΄ Σταυροφορίας (1205) για να κατακτήσουν την Κρήτη.

Οι Βενετοί, λοιπόν, έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για την περιοχή, κάνοντάς την επίκεντρο παραγωγής αλατιού, πράγμα που οδήγησε σε συστηματική επανα-κατοίκηση του νησιού και σε φροντισμένες οχυρώσεις (που φτιάχτηκαν πάνω σε προϋπάρχον τείχος της Ελληνιστικής Εποχής), επιτρέποντας την ανάδυση ενός εμπορικού κέντρου. Χάρη στους Βενετούς, άλλωστε, επικράτησε και το όνομα Σπιναλόγκα, το οποίο αποτελεί παράφραση του spina lunga, που σημαίνει «μακρύ αγκάθι».

Το τέλος της μεσαιωνικής Σπιναλόγκας έφτασε το 1715, όταν έπεσε τελικά στα χέρια των Τούρκων, οι οποίοι είχαν ήδη καταλάβει την Κρήτη από το 1649 και προσπαθούσαν ανεπιτυχώς να ελέγξουν και τη νησίδα, μη μπορώντας να περάσουν τις αριστοτεχνικές της οχυρώσεις. Οι Χριστιανοί που βρίσκονταν εκεί πωλήθηκαν ως δούλοι και τη θέση τους πήρε οθωμανικός πληθυσμός, εντούτοις το οχυρό ερήμωσε πολύ γρήγορα έπειτα και κατέληξε τόπος εκτοπισμών και εξορίας. Στα μέσα του 19ου αιώνα, όμως, η Σπιναλόγκα απόκτησε άδεια εξαγωγών κι έτσι ξανακατοικήθηκε, κυρίως από εμπόρους και ναυτικούς.

Η πολιτεία των λεπρών

Αυτό που μεταμόρφωσε τις τύχες της Σπιναλόγκας, κάνοντάς τη διαβόητα διάσημη στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, ήταν η Νόσος του Χάνσεν –η λοιμώδης ασθένεια που οι περισσότεροι γνωρίζουμε ως λέπρα. Ο παραμορφωτικός της χαρακτήρας την κατέστησε αρρώστια φοβερή για τις παλαιότερες κοινότητες, ενώ το γεγονός ότι ήταν εντελώς αθεράπευτη ως το 1948 και δεν υπήρχε σαφής τρόπος μετάδοσής της οδήγησε σε διάφορες διαδεδομένες μα λανθασμένες απόψεις και σε ανοιχτό κοινωνικό ρατσισμό εναντίον των πασχόντων.

Η Επανάσταση του 1896 και η επικράτηση των Ελλήνων της Κρήτης είχε ως αποτέλεσμα την ίδρυση του αυτόνομου κράτους της Κρητικής Πολιτείας και την έξοδο πολλών Τούρκων, οι οποίοι προτίμησαν τη μετανάστευση από την ανασφάλεια. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και οι κάτοικοι της Σπιναλόγκας, στην οποία το 1897 στάθμευσαν στρατιωτικές δυνάμεις της Γαλλίας. Το 1903 οι αρχές της Κρητικής Πολιτείας αποφάσισαν ότι, μιας και υπήρχε ήδη οικισμός, ήταν ιδανική τοποθεσία για τη μαζική μεταφορά των λεπρών του νησιού. Τη θέσπισαν λοιπόν κι επισήμως ως λεπροκομείο (με απαγόρευση εξόδου) και το 1904 απομόνωσαν εκεί 148 άνδρες και 103 γυναίκες. Το 1913, ύστερα από την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, συνέχισε να λειτουργεί ως τέτοιο, δεχόμενο και ασθενείς από άλλες περιοχές.

Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τη συγκρότηση μιας πολιτείας λεπρών με άξονα τις διώροφες, πετρόχτιστες οικίες και τα μαγαζιά που άφησαν πίσω τους οι Τούρκοι. Η εντύπωση που δημιούργησε στους συγχρόνους ήταν άμεση, όπως φαίνεται από τη νουβέλα της Γαλάτειας Καζαντζάκη «Η Άρρωστη Πολιτεία» (1914), ενώ αρχικά οι συνθήκες για τους πάσχοντες έδειχναν καλές. Βαθμιαία, όμως, η μεταφορά μεγαλύτερου αριθμού λεπρών και η αδιαφορία για τις υποδομές της Σπιναλόγκας ή για τα δίκτυα από τα οποία εξαρτώταν η τροφοδοσία και η περίθαλψή τους, οδήγησε σε τραγικές εικόνες και καταστάσεις. Η εκτενής δημοσιογραφική έρευνα του Πέτρου Πικρού (1932), ας πούμε, την έδειξε να έχει καταντήσει μια τρώγλη χωρίς οργάνωση, εγκαταλειμμένη από το κράτος, στην οποία οι ήδη βασανισμένοι και εκτοπισμένοι λεπροί πέθαιναν με οικτρούς τρόπους.

Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν ουσιαστικά από το 1936 και μετά, όταν έφτασε εκεί –ως ασθενής– ο Επαμεινώνδας Ρεμουνδάκης, φοιτητής Νομικής, ο οποίος ξεκίνησε έναν πολύχρονο και μαχητικό αγώνα, που είχε ως αποτέλεσμα την αναβάθμιση της Σπιναλόγκας. Σύντομα, ωστόσο, η ιατρική επιστήμη θα έβρισκε και αντιβιοτικά αποτελεσματικά κατά της λέπρας. Η διάδοσή τους είχε ευεργετικά αποτελέσματα, οπότε το 1957 πάρθηκε η απόφαση κατάργησης του λεπροκομείου. Μόνο ένας παπάς έμεινε ως το 1962 στη νησίδα, ώστε να μνημονεύει τους νεκρούς μέχρι 5 χρόνια μετά τον θάνατό τους. Από τότε και μετά η Σπιναλόγκα έμεινε ακατοίκητη, να κουβαλά ένα ιδιαίτερο ιστορικό βάρος.

Το 1970, λόγω της ιδιαίτερης ιστορίας της, η νησίδα ανακηρύχθηκε και επίσημα σε προστατευμένη αρχαιολογική περιοχή, οπότε άρχισε σταδιακά και η αναστήλωση-ανακαίνιση των παλιών κατοικιών και μαγαζιών της από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Λασιθίου. Ταυτόχρονα, άρχισε να αναπτύσσεται και σημαντική τουριστική κίνηση, χάρη σε επισκέπτες από την Ελλάδα, μα και από πολλές χώρες του εξωτερικού, που ενδιαφέρονταν να δουν από κοντά την πολιτεία των λεπρών.

Αυτό το ενδιαφέρον ανανεώθηκε ξανά σε πρόσφατα χρόνια, όπως είπαμε και στην αρχή, καθιστώντας τη Σπιναλόγκα τον δεύτερο πιο επισκέψιμο χώρο της Κρήτης μετά την Κνωσό. Ως αποτέλεσμα, η νησίδα δέχεται μέχρι και 1.500 επισκέπτες τη μέρα –ιδιαίτερα κατά τη θερινή σεζόν– που μπορούν να δουν τα εντυπωσιακά τείχη των Βενετών, αλλά και την ανασύσταση της ζωής των λεπρών μέσα από τα αναστηλωμένα κτίσματα (ξεχωρίζουν π.χ. το φαρμακείο, το σχολείο και το νοσοκομείο) και το μουσείο, όπου έχουν συγκεντρωθεί διάφορα αντικείμενα της καθημερινότητας.

Πώς θα φτάσετε στη Σπιναλόγκα

Το διεθνές ταξιδιωτικό ενδιαφέρον για τη Σπιναλόγκα έχει αναδείξει και το μικρό χωριό Πλάκα της απέναντι ακτής (βρίσκεται σε απόσταση 5 χιλιομέτρων από την Ελούντα, προς τα βόρεια), το οποίο είχε πάντα την πιο άμεση σχέση με τη νησίδα.

Στις δικές μας ημέρες είναι από εκεί όπου ξεκινούν τα καραβάκια που μεταφέρουν τους επισκέπτες, καθώς η απόσταση είναι πολύ μικρή –μόλις 800 μέτρα. Συστήνεται ωστόσο να μην αποπειραθείτε να τη διανύσετε κολυμπώντας (όπως έχουν κάνει διάφοροι, κατά καιρούς), γιατί είναι μια περιοχή με ισχυρά θαλάσσια ρεύματα, από την οποία διέρχονται συχνά τα ντόπια καΐκια.

Εκτός από την Πλάκα, καραβάκια για τη Σπιναλόγκα ξεκινούν και από την Ελούντα, όπως και από τον Άγιο Νικόλαο –κατά τη θερινή σεζόν, μάλιστα, τα δρομολόγιά τους είναι πολύ συχνά, σε καθημερινή βάση. Ακόμα λοιπόν κι αν δεν έχετε σχεδιάσει από πριν την επίσκεψή σας, δεν θα δυσκολευτείτε να βρείτε θέση, εκτός ίσως από τις ημερομηνίες μεγάλης αιχμής της καλοκαιρινής περιόδου.

Σημειώστε, τέλος, ότι υπάρχει η δυνατότητα να μπείτε από τη μία πλευρά της νησίδας και να κατεβείτε από την άλλη, βρίσκοντας και μια όμορφη παραλία στη νοτιοδυτική πλευρά, η οποία παραμένει άγνωστη στους περισσότερους. Έχει πέτρες και κατά τόπους άμμο, υπάρχουν αρκετά αλμυρίκια στην ακτή για φυσική σκιά και μπορείτε, αν θέλετε, να κάνετε μπάνιο.

Διαβάστε ακόμα:

Άγιος Νικόλαος: H κοσμοπολίτικη πρωτεύουσα του Λασιθίου μέσα από τα τοπόσημά της

Κεντροχώρι: Στις εξοχές του νότιου Ρεθύμνου, λίγο πριν το παραλιακό μέτωπο

Οροπέδιο Νίδας: To ψηλότερο οροπέδιο της Κρήτης, ένας πανέμορφος μυθικός τόπος