Η Μεσσηνιακή Μάνη είναι ένας τόπος γελαστός, εύφορος και φιλόξενος, με οικισμούς πλάι στη θάλασσα και καταπληκτικές παραλίες. Η δυτική πλευρά του Ταϋγέτου με τα μεγαλόπρεπα φαράγγια και τα μικρά χωριά προσελκύει εκεί και χιλιάδες φυσιολάτρες-περιπατητές.
Η Καρδαμύλη
Ο πανέμορφος μικρόκοσμος με τις τρεις συνοικίες, την Παλιά Καρδαμύλη, την Κάτω Καρδαμύλη και τη Σκάλα, απλώνεται επάνω στον Μεσσηνιακό κόλπο. Είναι ένας από τους πιο λαμπερούς καλοκαιρινούς προορισμούς της Μεσσηνιακής (Έξω) Μάνης, αλλά και όλης της Πελοποννήσου. Κτισμένη μέσα σε εύφορη φύση με χιλιάδες ελιές, η Καρδαμύλη αναπτύσσεται τουριστικά εδώ και χρόνια παρέχοντας εξαιρετικής ποιότητας υπηρεσίες, χωρίς να έχει χάσει την αυθεντικότητά της. Τιμά τον χαρακτηρισμό της ως τόπου Ιδιαίτερου Φυσικού Κάλλους και επιβεβαιώνει άρθρα όπως εκείνο του περιοδικού Travel & Leisure που την συμπεριέλαβε στη λίστα των πιο όμορφων χωριών της Ευρώπης.
Οι περίπατοι στις συνοικίες της Καρδαμύλης είναι απολαυστικοί. Οι αυλές και οι κήποι των σπιτιών πλαισιώνουν τα σοκάκια και είναι στολισμένες με λουλούδια, κληματαριές, γιασεμιά. Στην περιοχή της Τίκλας, ακριβώς πάνω από τα βράχια, ταβέρνες -μεταξύ των οποίων της διάσημης κυρίας Λέλας-, all day restaurants και καφέ συναγωνίζονται το ένα το άλλο σε κομψότητα και design.
Το συγκρότημα Τρουπάκηδων -Μούρτζινων στην Παλιά Καρδαμύλη
Στο ύψωμα της Σκαρδαμούλας, όπως την αποκαλούσαν τον 19ο αιώνα, με την θαυμάσια θέα, βρίσκεται το εντυπωσιακό οχυρωμένο συγκρότημα των Τρουπάκηδων -Μούρτζινων. Έχει χαρακτηριστεί από το 1994 ως Ιστορικό Διατηρητέο Μνημείο και λειτουργεί ως μουσείo που βοηθάει τον επισκέπτη να κατανοήσει την εξέλιξη της Μανιάτικης κοινωνίας και της αρχιτεκτονικής του τόσο ιδιαίτερου αυτού τόπου της Ελλάδας.
Ο βασικός πυρήνας του συγκροτήματος κτίστηκε σε διαφορετικές φάσεις από τα τέλη του 17ου ως τον 19ο αι. Το τριώροφο πυργόσπιτο κατασκευάστηκε στην Β’ Ενετοκρατία. Στο ισόγειο ήταν ο στάβλος, οι βοηθητικοί χώροι και οι αποθήκες, ενώ στους ορόφους κατοικούσε η οικογένεια. Το γεγονός ότι στο συγκρότημα περιλαμβάνεται η εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα, δείχνει την μεγάλη κοινωνική και οικονομική ισχύ των Τρουπάκηδων. Είναι μονόκλιτη βασιλική με τρούλο, φτιαγμένη με πωρόλιθο και χρονολογείται στον 18ο αι. Ξεχωρίζει το πολυώροφο κωδωνοστάσιο και ο ανάγλυφος δικέφαλος αετός στην είσοδο της εκκλησίας που παραπέμπει στους βυζαντινούς χρόνους.
Η οικογένεια Τρουπάκη αναφέρεται σε γραπτές πηγές από το 17ο αι. Ήταν από τις πιο επιφανείς στη Μάνη επί τουρκοκρατίας και εξελίχθηκαν σε ένα από τα πιο ισχυρά γένη. Ο Παναγιώτης Τρουπάκης-Μούρτζινος και ο γιος του Διονύσιος έγιναν μέλη της Φιλικής Εταιρείας. Το 1821, μάλιστα, στο συγκρότημα φιλοξενήθηκε ο οπλαρχηγός Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και το χρησιμοποίησε ως βάση του ώστε στη συνέχεια να ξεκινήσει με άλλους αγωνιστές για να απελευθερώσουν την Καλαμάτα στις 23 Μαρτίου του 1821.
Στο πυργόσπιτο στεγάζεται η μόνιμη έκθεση που περιλαμβάνει χάρτες, σχέδια, γκραβούρες, φωτογραφίες, μακέτες και αντικείμενα. Εστιάζει στο θέμα των κοινωνικών δομών της περιοχής της Μάνης και την επίδρασή τους στην ιδιαίτερη αρχιτεκτονική φυσιογνωμία της από τους υστερορωμαϊκούς -πρώιμους βυζαντινούς έως τους νεότερους χρόνους. Ιδιαίτερη έμφαση έχει δοθεί στο ζήτημα της φυσιογνωμίας των οικισμών στη διάρκεια των μεταβυζαντινών χρόνων -άλλωστε αυτή είναι που καθορίζει ως τις μέρες μας τη φυσιογνωμία του μανιάτικου τοπίου.
Ωστόσο, ως έκθεμα θεωρείται ολόκληρο το συγκρότημα. Έχουν αναδειχθεί οι χώροι του -ο πύργος, η στέρνα, ο ναός, ο λαχανόκηπος, το ελαιοτριβείο. Το σιδηρουργείο, μάλιστα, είναι το μοναδικό που έχει εντοπιστεί στην Μάνη.
Τηλ: 27210 73638
Τα Ριτσά και η Μερόπη (Αμυγδαλόνησος)
Τα Ριτσά, η μεγάλη και αγαπημένη παραλία των Καρδαμυλιωτών, έχει βότσαλα, καταγάλανα βαθιά νερά και θέα στον Ταΰγετο. Είναι οργανωμένη σε μεγάλο τμήμα της και υπάρχουν αρμυρίκια και ελιές που προσφέρουν τη σκιά τους. Μπορείτε να νοικιάσετε κανό και θαλάσσια ποδήλατα, λειτουργούν ταβέρνες και το πάρκινγκ είναι εύκολο. Μην ξεχάσετε να πάρετε μάσκα για να εξερευνήστε τον ωραίο βυθό.
Απέναντι από την Καρδαμύλη βρίσκεται το δασωμένο νησάκι Μερόπη. Είναι ακατοίκητο και μπορείτε να φτάσετε ως εκεί κολυμπώντας. Απέχει μόλις 400 μ. από το λιμάνι της Καρδαμύλης και 100 μ. από την βραχώδη ακτή της τοποθεσίας που λέγεται Βάρδια. Μπορείτε να πάτε κολυμπώντας, ή κάνοντας sea kayak. Από το 1862 ανήκει σε παλιά οικογένεια της Καρδαμύλης και είναι ακατοίκητο. Έχει έκταση 35 στρεμμάτων και επάνω του βρίσκονται ερείπια κτισμάτων και τειχών της μεταβυζαντινής περιόδου, μαζί με τον μονόκλιτο ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου (1779).
Το σπίτι-μουσείο του Πάτρικ Λη Φέρμορ στο Καλαμίτσι
Ο σπουδαίος φιλέλληνας και συγγραφέας Πάτρικ Λη Φέρμορ έχει συνδεθεί με το Καλαμίτσι, αλλά και ευρύτερα με την Μάνη και συνέβαλλε σημαντικά στην προβολή της περιοχής στο εξωτερικό. Το καταπληκτικό σπίτι του στο Καλαμίτσι είναι μουσείο και αξίζει να το επισκεφθείτε. Ο «Πάντυ», όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι του, γιος του γνωστού γεωλόγου Sir Lewis Leigh Fermor, ήταν πάντα ανήσυχο πνεύμα και όταν ήταν μόλις 18 χρονών έκανε το πρώτο του μεγάλο ταξίδι. Από τη Μάγχη διέσχισε την Ευρώπη με τα πόδια. Το 1935 έφτασε στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί στο Άγιο Όρος. Μετά ταξίδεψε στην Ήπειρο, τη Μακεδονία και τη Στερεά Ελλάδα μαθαίνοντας, παράλληλα, τα ελληνικά.
Στη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής πήγε στην Κρήτη ως ταγματάρχης των ειδικών δυνάμεων και πήρε μέρος στην Μάχη της Κρήτης. Mεταμφιεσμένος σε τσοπάνη με το ψευδώνυμο Μιχάλης, επί δύο χρόνια οργάνωνε των αγώνα των ανταρτών. Το 1944 ηγήθηκε της ομάδας των Βρετανών και Κρητικών που έκαναν την απαγωγή του διαβόητου Γερμανού στρατηγού Κράιπε. Το 1944 τιμήθηκε με το Παράσημο Διακεκριμένων Υπηρεσιών και το Παράσημο του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.
Μετά τον πόλεμο ο Φέρμορ αποφάσισε να έρθει και να ζήσει στο Καλαμίτσι μαζί με τη γυναίκα του, τη φωτογράφο Τζόαν Λη Φέρμορ. Το καταπληκτικό σπίτι τους το σχεδίασαν οι ίδιοι. Εκεί, ο Φέρμορ αφοσιώθηκε στο γράψιμο βιβλίων -με θέμα κυρίως την αγαπημένη του Μάνη και άλλα σημεία της Ελλάδας, ή του εξωτερικού. Ως αριστούργημά του θεωρείται το βιβλίο που αφορά την πρώτη φάση του μεγάλου ταξιδιού του προς την Κωνσταντινούπολη. Συνέχισε να γράφει μέχρι το θάνατό του, το 2011 και για την προσφορά του στον χώρο τον Γραμμάτων του απονεμήθηκε ο τίτλος του Ιππότη από τη βασίλισσα της Αγγλίας.
Το ζευγάρι είχε αποφασίσει από το 1996 να δωρίσει το σπίτι στο Μουσείο Μπενάκη, ώστε να χρησιμοποιείται για τους σκοπούς του, να φιλοξενεί ερευνητές και να είναι επισκέψιμο για το κοινό -κάτι που έγινε. Οργανώνονται εκπαιδευτικές δραστηριότητες σε συνεργασία με ανάλογα Ιδρύματα, ξεναγήσεις και δράσεις πολιτισμού. Σύμφωνα με την επιθυμία των Φέρμορ, το Μουσείο Μπενάκη έχει το δικαίωμα να νοικιάζει τα κτίσματα ως χώρους φιλοξενίας, για τρεις μήνες το χρόνο.
Το περίφημο καλντερίμι του Μπίλιοβου
Είναι λιθόστρωτο και θεωρείται από τα ωραιότερα της Ελλάδας. Συνδέει το κεφαλοχώρι Σωτηριάνικα, σε υψόμετρο 315, με το χωριό Αλτομιρά σε ύψος 800 μ. και έχει χαρακτηριστεί ως Μνημείο Λαϊκής Αρχιτεκτονικής από το Υπουργείο Πολιτισμού. Το όνομά του προέρχεται από την σλάβικη λέξη bȉlo (κορυφή). Το περπάτημα είναι μικρού βαθμού δυσκολίας και η εμπειρία δύσκολα ξεχνιέται. Η κατασκευή του καλντεριμιού ξεκίνησε το 1904 και αποτελεί πραγματικό επίτευγμα της λαϊκής τεχνικής και αρχιτεκτονικής. Είναι τμήμα ενός μεγάλου δικτύου καλντεριμιών και μονοπατιών που χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι της Μάνης και του Ταϋγέτου μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα. Κατασκευάστηκε με τη συνεργασία πολιτικού μηχανικού, ντόπιων πετράδων και κατοίκων με σκοπό να συνδεθεί ο απομονωμένος οικισμός Αλτομιρά, με τα υπόλοιπα χωριά του κάμπου της Αβίας. Φανταστείτε ότι οι μάστορες είχαν ως βασικά τους εργαλεία μόνο το σφυρί και το καλέμι, ωστόσο ήταν ιδιαίτερα επιδέξιοι στο λάξευμα της πέτρας τόσο για το καλντερίμι, όσο και τις ξερολιθιές που χρησίμευαν ως τοίχοι αντιστήριξης. Από μια ημερομηνία που βρέθηκε σκαλισμένη σε πέτρα φαίνεται πως το έργο τελείωσε το 1928.
Το φαράγγι του Βυρού
Το δεύτερο μεγαλύτερο φαράγγι του Ταϋγέτου και το πιο ιστορικό έχει μήκος περίπου 20 χλμ. και είναι από τα πιο εντυπωσιακά της Ελλάδας. Ξεκινάει από το δάσος της Βασιλικής και καταλήγει στον Μεσσηνιακό κόλπο, στην παραλία Ριτσά της Καρδαμύλης. Κατά μία εκδοχή, στην αρχαιότητα αυτή ήταν η επονομαζόμενη «Βασιλική Οδός» που ένωνε τη Σπάρτη με το λιμάνι της, την Καρδαμύλη. Στους νεότερους χρόνους και μέχρι τη δεκαετία του 1980 τα μονοπάτια στον Βυρό ήταν οι μόνες οδοί επικοινωνίας των κατοίκων στις περιοχές του Εξωχωρίου και των Τσερίων. Η πιο εύκολη περιπατητική διαδρομή είναι από τα Τσέρια στην Καρδαμύλη (ή αντίστροφα). Είναι καταπράσινη, γεμάτη πεύκα, κέδρους, κυπαρίσσια, μαυρόπευκα. Με μια μικρή παράκαμψη θα δείτε τη μονή του Σωτήρος που κτίστηκε τον 14ο αι. και ανακαινίστηκε το 1807. Θα καταλήξετε στο γεφυράκι της Καρδαμύλης.
Το φαράγγι του Ριντόμου
Θεωρείται από τα πιο όμορφα στην Ελλάδα. Ξεκινάει από την Νεραϊδοβούνα σε υψόμετρο 2031. Περνάει κοντά στα χωριά Πηγάδια, Κέντρο Γαϊτσών, Δολοί για να καταλήξει στην ακτή της Σάντοβας, στο χωριό Κιτριές, ανατολικά της Καλαμάτας.
Το φαράγγι του Φονέα
Ένα ονειρεμένο περπάτημα σας περιμένει στο φαράγγι του Φονέα, το οποίο οι ντόπιοι αποκαλούν της Νούπαντης. Βρίσκεται στον δυτικό Ταΰγετο και αρχίζει να σχηματίζεται από τη μονή Βαϊδενίτσας (3 χλμ. από το χωριό Σαϊδόνα), για να καταλήξει στην παραλία του Φονέα, μεταξύ Στούπας και Καρδαμύλης. Η μονή Βαϊδενίτσας προσφέρει εκπληκτική θέα στο φαράγγι. Βρίσκεται πολύ κοντά στον Πύργο Κιτρινιάρη και στη μονή Σαμουήλ. Και τα τρία συγκροτήματα είχαν οχυρωματική αρχιτεκτονική. Σε συνδυασμό με το ορεινό ανάγλυφο της περιοχής συντελούσαν στην άμυνα των ανθρώπων που ζούσαν στα χωριά γύρω τους. Στα παλιά χρόνια το φαράγγι ήταν γεμάτο με κόσμο αφού τo καλοφτιαγμένο μονοπάτι που το τέμνει ένωνε τα χωριά Σαϊδόνα, Εξωχώριο και Προάστιο.
Αξιοθέατο είναι το μονοκάμαρο πέτρινο γεφύρι του Προαστίου, κτισμένο στη δεκαετία του 1930, με μήκος 25 μ. και άνοιγμα τόξου 15 μ. Από εκεί περνούσε ο δρόμος που ένωνε το Προάστιο με την Καστανιά και τη Σαϊδόνα.
Παραλία και σπήλαιο Καταφύγι
Οι κλιμακωτές φυσικές «εξέδρες» που καταλήγουν πάνω από το νερό δημιούργησαν ένα από τα εντυπωσιακά τοπία της Μεσσηνίας που προκαλεί δέος όταν τα μεγάλα κύματα πολιορκούν τους επίπεδους βράχους. Οι πλάκες «φορτίζονται» από τον ήλιο και το βράδυ παραμένουν ζεστές -ένα πραγματικό καταφύγιο για όσους θέλουν να ξαπλώσουν και να δουν την πανσέληνο, ή ακόμη και να κοιμηθούν εκεί. Σε κοντινή απόσταση υπάρχει το ομώνυμο σπήλαιο, ένα ακόμη θαυμαστό δημιούργημα της φύσης, μεγάλο τμήμα του οποίου εξερεύνησε ο ιδρυτής της σπηλαιολογίας στην Ελλάδα, Γιάννης Πετρόχειλος, το 1953. Τις έρευνες συνέχισε ο Ι. Ιωάννου, ερευνητής σπηλαιολόγος και μέλος της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας. Σύμφωνα με αυτόν, η είσοδός του είναι μεγαλοπρεπής και εκεί καταλήγει ένας υπόγειος ποταμός ο οποίος λείανε στη διάρκεια των αιώνων τους σχιστόλιθους και τα μάρμαρα, σχηματίζοντας ένα σπάνιας ομορφιάς «αμφιθέατρο» στην ακτή. Οι στοές του σπηλαίου έχουν έκταση 900 μ. υπολογίζεται πάντως ότι συνολικά φθάνουν τα 1600 μ. Ο κεντρικός θάλαμος έχει πλούσιο διάκοσμο σταλακτιτικών σχηματισμών. Το σπήλαιο δεν είναι αξιοποιημένο.
Η Τραχήλα
Κοντά στο Καταφύγι βρίσκεται ο όμορφος οικισμός της Τραχήλας με τα πέτρινα σπίτια κοντά στο νερό. Στην παραλιακή γραμμή του δεν υπάρχουν παραλίες, μόνο πολλά βράχια με σπηλιές και τα νερά πεντακάθαρα και πρασινογάλανα. Στο χωριό μαζεύουν ακόμη αλάτι από τα βράχια με τον παραδοσιακό τρόπο και αξίζει να το αγοράσετε.
Η Στούπα
Είναι κτισμένη επάνω στη θάλασσα έχοντας τον Ταΰγετο στην «πλάτη» της. Απέχει 45 χλμ. από την Καλαμάτα και είναι διάσημη για την πολυσύχναστη και κοσμοπολίτικη παραλία της που την αποκαλούν «Μαϊάμι της Μάνης». Στον διπλανό όρμο προς τα βόρεια απλώνεται η φημισμένη Καλογριά. Η Στούπα είναι ένας νεόδμητος οικισμός αφιερωμένος στις καλοκαιρινές διακοπές. Χιλιάδες επισκέπτες έρχονται για να απολαύσουν τη χρυσή άμμο και τα γαλαζοπράσινα νερά της οργανωμένης παραλίας και τις υποδομές του χωριού -ταβέρνες, all day εστιατόρια-καφέ, καταστήματα, ξενοδοχεία κ.ά.
Το κάστρο του Λεύκτρου
Κτίστηκε στη θέση της ακρόπολης του αρχαίου Λεύκτρου, μιας από τις δεκαοκτώ πόλεις του κοινού των Ελευθερολακώνων και βρίσκεται στα ανατολικά της Στούπας, στο ομώνυμο χωριό. Το μικρό κάστρο ολοκληρώθηκε το 1250 την εποχή που ο Γουλιέλμος Β’ Βιλλεαρδουίνος ήταν ηγεμόνας του Πριγκιπάτου της Αχαΐας. Λέγεται, μάλιστα, ότι τον σχεδιασμό και την κατασκευή του ανέλαβε ένας Ενετός μηχανικός που ήρθε από την Κορώνη και έκανε τόσο καλή δουλειά ώστε το φρούριο πήρε την ονομασία Beaufort (ωραίο κάστρο). Μετά τους Φράγκους πέρασε στους Βυζαντινούς και στα μέσα του 15ου αι. στους Τούρκους. Τα ευρήματα των ανασκαφών γύρω από την ακρόπολη φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας στην Καλαμάτα, και αποδεικνύουν τη συνεχή κατοίκηση του χώρου τουλάχιστον από τη Μυκηναϊκή εποχή.
Η Καλογριά
Άλλος ένας πολύ γνωστός προορισμός της Μεσσηνιακής Μάνης που ξεχωρίζει χάρη στην πλήρως οργανωμένη παραλία του με την κατάλευκη άμμο. Το θέρετρο βρίσκεται πλάι στη Στούπα και ο συνδυασμός της καταπράσινης φύσης με τα κρυστάλλινα πρασινογάλανα νερά που μοιάζουν με πισίνας, του δίνουν εξωτική αύρα. Διαθέτει beach bars, ταβέρνες, γήπεδα beach volley, κέντρο καταδύσεων και θαλάσσιων σπορ και πολλά άλλα. Η Καλογριά υπήρξε αγαπημένη παραλία του Νίκου Καζαντζάκη και ήρθε στην περιοχή το 1917. Ο ήρωας το βιβλίου του «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» ήταν υπαρκτό πρόσωπο (ο Γιώργος Ζορμπάς). Τον έβαλε αρχιεργάτη στα κοντινά λιγνιτωρυχεία της Πραστοβάς -που ήταν ψηλά πάνω από τη Στούπα- τα δικαιώματα εξόρυξης των οποίων είχε αγοράσει ο Καζαντζάκης. Η επιχείρηση πάντως απέτυχε γιατί το κάρβουνο δεν ήταν καλής ποιότητας. Λέγεται ότι στη σπηλιά που πήρε το όνομά του, στην άκρη της παραλίας της Καλογριάς, ήταν το καταφύγιό του -είχε μάλιστα φτιάξει και μια εξέδρα μέσα στη θάλασσα.
Το κάστρο της Ζαρνάτας
Βρίσκεται στον δρόμο Καλαμάτας-Αρεόπολης, μεταξύ των χωριών Κάμπος και Σταυροπήγιο. Δεσπόζει σε στρατηγική θέση επάνω σε έναν λόφο που επόπτευε την ακτογραμμή και έλεγχε τα περάσματα προς την ενδοχώρα της Μάνης. Το κάστρο δεν είναι μεγάλο, ωστόσο, μαζί με εκείνα της Κελεφάς και του Πασσαβά, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ιστορία της περιοχής. Καταστράφηκε από τους Τούρκους, οι οποίοι το ξαναέκτισαν τον 17ο αι. και του έδωσαν τη σημερινή του μορφή. Στις αρχές του 19ου αι. το φρούριο έγινε έδρα ηγεμόνα (μπέη) της Μάνης, ενώ χρησιμοποιήθηκε και κατά την Επανάσταση του 1821. Η ιστορία του τελείωσε στη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου, όταν οι κάτοικοι κατέφυγαν εκεί για να αποφύγουν τις εχθροπραξίες γκρεμίζοντας, μάλιστα, μέρος των τειχών. Η οχύρωση διατηρεί ερείπια της ελληνιστικής εποχής που ταυτίζονται με την ακρόπολη της αρχαίας Γερήνιας, μιας από τις 18 πόλεις που απάρτιζαν το Κοινό των Ελευθερολακώνων. Για τη δεύτερη φάση ανοικοδόμησής του οι απόψεις διίστανται -και μάλλον τοποθετείται από τον 15ο έως τα τέλη του 17ου αι.
Σήμερα, στο ψηλότερο σημείο του λόφου δεσπόζει ένας τετράγωνος τριώροφος πύργος ύψους 15 μ. περίπου, με αψιδωτά παράθυρα και επάλξεις. Υπάρχουν, επίσης, βοηθητικά κτίρια και δύο εκκλησίες: ο κατάγραφος ναός της Ζωοδόχου Πηγής με ξυλόγλυπτο τέμπλο εξαιρετικής τέχνης, και ο ερειπωμένος μονόκλιτος ναός του Αγίου Νικολάου.
Τα φρούρια της Σαϊδόνας
Στην περιοχή του φαραγγιού του Φονέα, κοντά στην Καρδαμύλη, υπάρχουν τρία μνημεία της Μεσσηνιακής Μάνης, με ιστορία αιώνων και οχυρωματική μορφή. Σε συνδυασμό με το ορεινό ανάγλυφο της περιοχής, συντελούσαν στην προστασία και άμυνα των ανθρώπων που ζούσαν στα γύρω χωριά. Ο πύργος του καπετάν-Κιτρινιάρη, μαζί με τις μονές Βαϊδενίτσας και Προφήτη Σαμουήλ, βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας αποτελούσαν ένα αδιαίρετο σύμπλεγμα από ανεξάρτητα και πάντα ετοιμοπόλεμα φρούρια, έτοιμα να αντισταθούν σε περίπτωση εισβολής από την λεγόμενη «αρχαία Βασιλική Οδό» που περνούσε από το φαράγγι του Βυρού. Η παρουσία τους εξασφάλιζε τόσο την άμυνα των χωριών της Ανδρούβιστας, όσο και της Καρδαμύλης.
Ο πολεμόπυργος της οικογένειας Κιτρινιάρη δεσπόζει στην κορυφή ενός βράχου ύψους 700 μ. τον οποίο οι ντόπιοι αποκαλούν Κουδούνα. Κτίστηκε από την οικογένεια Κιτρινιάρη που ήταν πολύ ισχυρή στην περιοχή κατά την δεύτερη Τουρκοκρατία και έχει χαρακτηριστεί ως Ιστορικό Διατηρητέο Μνημείο. Στη σημερινή του μορφή αποτελείται κυρίως από έναν τριώροφο τετράγωνο πύργο και ένα διώροφο πρόκτισμα. Η μονή Βαϊδενίτσας ιδρύθηκε τον 18ο αι., το κτιριακό συγκρότημα που θα δείτε, ωστόσο, χρονολογείται στον 19ο αι. Η ονομασία της θεωρείται ότι προέρχεται από τη σλαβική λέξη «βόδα» που σημαίνει νερό και από το παράγωγό της «βοδονίτσα» που σημαίνει μύλος/νερόμυλος. Κοντά στο μοναστήρι, άλλωστε, βρίσκονται έξι παλιοί νερόμυλοι και νεροτριβές.
Διαβάστε ακόμα:
Ανεξερεύνητοι τόποι: Παλαιά Καρδαμύλη, μία μικροσκοπική καστροπολιτεία στην Πελοπόννησο
Φαράγγι Ριντόμου στη Μεσσηνία: Ένα εντυπωσιακό μνημείο της φύσης