Τα Ταµπακαριά αποτελούν ένα πολύ ιδιαίτερο και ταυτόχρονα σηµαντικό κοµµάτι της εµβληµατικής συνοικίας των Χανίων, της Χαλέπας. Παρόλο που η Χαλέπα είναι γνωστή ως το αριστοκρατικό τµήµα της πόλης, φιλοξενώντας µερικά από τα πιο όµορφα κτίρια, τα Ταµπακαριά αποτέλεσαν για δύο και πλέον αιώνες το σηµείο όπου λειτουργούσαν τα βυρσοδεψεία των Χανίων.
Οι πρώτοι βυρσοδέψες εγκαταστάθηκαν στην περιοχή κατά την µικρή σε χρονικά διάρκεια περίοδο, όπου το νησί βρέθηκε κάτω από την αιγυπτιακή κυριαρχία, µεταξύ 1830 και 1840. Ήταν τότε που οι Αιγύπτιοι προσπάθησαν να ακολουθήσουν τη σηµαντική επιτυχία που εµφάνιζαν οι βυρσοδέψες του Ηρακλείου, παράγοντας πλούτο για την τοπική κοινωνία.
Το σηµείο διέθετε όλα τα θετικά στοιχεία για την ανάπτυξη των βυρσοδεψείων, καθώς βρισκόταν σε πολύ καλή απόσταση από το κέντρο της πόλης. Ήταν δηλαδή αρκετά κοντά ώστε να µεταφέρονται τα προϊόντα στα εµπορικά καταστήµατα και την ίδια στιγµή αρκετά µακριά ώστε να µη φτάνει µέχρι την πόλη η άσχηµη µυρωδιά από την επεξεργασία του δέρµατος.
Παράλληλα, το σηµείο στο οποίο βρίσκονταν τα Ταµπακαριά, διέθετε άφθονο γλυκό νερό, το οποίο χρειάζεται για τη διαδικασία της επεξεργασίας του δέρµατος. Επίσης, αξίζει να σηµειωθεί ότι οι ρηχές βραχώδεις ακτές δηµιουργούν µικρές φυσικές λιµνούλες νερού, οι οποίες ήταν επίσης ιδανικές γι΄ αυτή τη δουλειά.
Με το πέρασµα των χρόνων, τα δερµάτινα προϊόντα των βυρσοδεψείων αποδείχθηκαν πολύ δηµοφιλή και αυτό είχε ως αποτέλεσµα να δηµιουργηθούν περισσότερα στην περιοχή. Ειδικότερα, σύµφωνα µε τις εκτιµήσεις, κατά την ακµή της βιοτεχνικής αυτής περιοχής λειτουργούσαν γύρω στα 80 µικρά βυρσοδεψεία.
Ένα ακόµη στοιχείο που βοήθησε σηµαντικά στην ανάπτυξή τους ήταν και το γεγονός ότι η γειτονική συνοικία Κουµ Καπί διέθετε εργατικό δυναµικό, διατεθειµένο να εργαστεί στα βυρσοδεψεία. Οι περισσότεροι κάτοικοι απασχολούνταν ως ανειδίκευτοι εργάτες στο λιµάνι των Χανίων ή δεν εργάζονταν καθόλου, οπότε η ενασχόληση στα γειτονικά βυρσοδεψεία αποτελούσε για όλους µια σηµαντική εξέλιξη. Ήταν αρκετοί εκείνοι που έβλεπαν τα Ταµπακαριά ως µια σηµαντική ευκαιρία για να βρουν δουλειά και να µπορέσουν να αφήσουν πίσω την ανεργία.
Με το πέρασµα των χρόνων οδεύουµε στην αρχή του τέλους των βυρσοδεψείων. Αυτό ειδικότερα έγινε κατά την περίοδο της Κατοχής. Εκείνη την περίοδο, οι Γερµανοί άρχισαν να εισάγουν σύγχρονα µηχανήµατα επεξεργασίας δέρµατος στο νησί, καθιστώντας τα παλιά βυρσοδεψεία παρωχηµένα. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, το 1945, τα -µειούµενα σε αριθµό- τοπικά βυρσοδεψεία συνέχισαν τη λειτουργία τους µέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970, όταν σχεδόν όλα είχαν κλείσει.
Σήµερα στην περιοχή λειτουργούν ελάχιστα παραδοσιακά βυρσοδεψεία, ενώ αρκετά από τα κτίρια είναι εγκαταλειµµένα, ή κάποια από αυτά έχουν µετατραπεί σε ξενοδοχεία ή σε χώρους εστίασης. Αξίζει εδώ να σηµειωθεί ότι τα κτίρια αυτά είναι διατηρητέα και η όποια επέµβαση ανακαίνισης πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις που θέτονται από τους αρµόδιους φορείς.
Αυτό είναι σηµαντικό γιατί κάπως έτσι θα µπορέσει να διατηρηθεί το χρώµα της περιοχής, την ίδια στιγµή, όµως, το κόστος αποδεικνύεται δυσβάσταχτο για αρκετούς ιδιοκτήτες, µε αποτέλεσµα να τα αφήνουν να ρηµάζουν. ∆εν είναι βέβαια και λίγοι εκείνοι που έχουν ανακαινίσει τους χώρους υποδειγµατικά.
Διαβάστε ακόμα:
Βάμος: Ένα χωριό-αρχιτεκτονικό στολίδι στους πρόποδες των Λευκών Ορέων
To μοναδικό σπήλαιο των Ελεφάντων στα Χανιά
Αστερούσια Όρη, ο άγνωστος ορεινός όγκος της Κρήτης: Απόκρημνα βράχια, μαγευτική θέα